Ας θυμηθούμε τις μοναχικές βόλτες των λέξεων ενός ανθρώπου μόνου στην ζωή σ ένα δωμάτιο γεμάτο με ίσκιους απ τις μορφές του παρελθόντος του.
Ας σκύψουμε συμπονετικά μπροστά στην αδυναμία του να αποφασίσει τώρα που θέλει να πάει. Στον φόβο του να πλησιάσει την πόρτα εξόδου.
Του υποσχέθηκε ο κόσμος μια ζωή χωρίς αναστεναγμούς, χωρίς τυραννία.
Κι αυτός τον πίστεψε.
Τα πουλιά μήνες τώρα του χτυπούν με τα ράμφη τα τζάμια στα παράθυρα.
Αυτός νομίζει πως κάθε μέρα πέφτει χαλάζι.
Ο κόσμος τρέχει πέφτει και ξανασηκώνεται και τρέχει πάλι.
Αυτός τα αγνοεί όλα αυτά.
Αφήνει άγραφες σελίδες παντού μεσ' στο δώμα. Στα πατώματα, κάτω απ το κρεβάτι, στο τραπέζι, μέσα στα συρτάρια, στα πιάτα, στο ποτήρι, στα τασάκια, στα παπούτσια…
Έτσι έχασε και την ηλικία του, και τα νοήματα και σφιχταγκάλιασε την αβεβαιότητα της μιας μονότονης μέρας μετά την άλλην.
Και πιο νεκρός απ τους νεκρούς πια είναι.
Μες στην σιωπή του. Που μήτε πρόλογο είχε και μήτε επίλογος θα υπάρξει όσο υφαίνει μια σιωπή τρωτή.
Και που δεν έχει για συγκομιδή ούτε μιας τόσο δα μικρής κραυγής στην άκρη της σιωπής του.
Ένα δειλό έστω σινιάλο ζωής.
Και έτσι όλα τα κάμει να φαντάζουν προορισμένα και θνητά, αδύναμα και μάταια.
Να φθείρεται ακίνδυνα ζωγραφίζοντας πόρτες στους τοίχους και πουλιά που πετούν μακριά ελεύθερα στο ταβάνι …χωρίς ποτέ ο ίδιος να υπήρξε.
Πεθαίνοντας χωρίς να έχει γεννηθεί.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου