β) Τα ρήματα σε -άζειν
(με εξαίρεση τα περισσότερα ρήματα σε -ιάζειν,
που συνεξετάζονται με τα ρήματα σε -ίζειν)
§ 235. Το ερώτημα σχετικά με την ετυμολογική προέλευση των μετονοματικών σε -άζειν μπορεί να θεωρηθεί σε γενικές γραμμές λυμένο: το -άζειν ανάγεται στο *-αδ- ι̯ - και παράγεται από ονόματα σε -άς,-άδ-ος. Επειδή όμως ήδη στην αρχή της ελληνικής γλωσσικής παράδοσης έχει γίνει τουλάχιστον το πρώτο μεγάλο βήμα για την περαιτέρω εξάπλωση του επιθήματος, και το επίθημα, που αποτελεί τη βάση της παραγωγής, είναι από την πλευρά του παραγωγικό, είναι δύσκολο να εντοπιστούν τα επιμέρους πρότυπα και οι επιμέρους δρόμοι της εξάπλωσης. Αν λοιπόν διαπιστώνουμε την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ζευγαριών λέξεων σε -άς,-άδος και -άζειν, όπως λιθάς - λιθάζειν, μιγάς - μιγάζεσθαι, στιβάς - στιβάζειν κτλ., καταρχή πρέπει να εκτιμηθεί ως τύπος, και ασφαλώς συνυπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου το -άζειν εμφανίζεται χωρίς την συνέργεια του συναφούς -άς.
§ 236. Υποδεέστερες φαίνεται να είναι οι σχέσεις μεταξύ του -άζειν και των ουδετέρων σε -ατ-: ὀνομάζειν - ὄνομα, γουνάζεσθαι - γουνατ- 'γόνατο', δελεάζειν - δελεατ-. Πιθανόν αμέσως μετά την επέκταση των θεμάτων ουδετέρου γένους σε n με τη βοήθεια του - t - (ὀνοματ- απέναντι στο λατ. nomin - is και ὀνομαίνειν [§ 219 ]) η παραγωγή *-ατ- ι̯ πέρασε στην πολύ μεγαλύτερη ομάδα παράγωγων σε *-αδ- ι̯ - > -αζ-. [1] Μερικοί κατά τα άλλα πολύ παράξενοι σχηματισμοί σε -άζειν βρίσκουν τουλάχιστον για το -α- μια στήριξη λόγω της συγγένειας με ονοματικά επιθήματα σε n· έτσι εἰκάζειν 'παρομοιάζω' από το εἰκών, ἀεκαζόμενος (Όμ.) = ἀέκων, περκάζειν από το περκνός 'σκοτεινός', πυκάζειν 'καλύπτω εντελώς' (Όμ.) από το πυκνός.
§ 237. Στην πρώτη βαθμίδα της αναλογικής εξάπλωσης του -άζειν φθάνουμε τη στιγμή που θέματα ουσιαστικών σε ᾱ, καθώς και άλλα θέματα ή λέξεις με ένα α στην τελική συλλαβή εύκολα σχηματίζουν μετονοματικά σε -άζειν: αἰχμάζειν (Όμ.) 'ρίχνω το δόρυ (αἰχμή)', εἰλαπινάζειν (Όμ.) 'κάνω συμπόσιο (εἰλαπίνη)', ἀγοράζειν (κλασ.) 'βρίσκομαι στην αγορά (ἀγορά), ψωνίζω', κνεφάζειν (Αισχύλ.) 'σκοτεινιάζω' (κνέφας ουδ. 'σκοτάδι'). Αναμφίβολα η γέφυρα ανάμεσα σ' αυτή την ομάδα και το σύμφωνα με τους φθογγολογικούς κανόνες -άζειν μπορούμε να τη βρούμε στις στενές σχέσεις που έχει και το -άς -άδος με θέματα σε ᾱ κτλ.· ιδιαίτερα βοηθητικά λειτούργησαν κατά συνέπεια πρότυπα όπως ὁλκή 'τράβηγμα' - ὁλκάς 'ρυμουλκούμενο πλοίο' - ὁλκάζειν 'τραβώ', νομή - νομάς 'βοσκοτόπι' - νομάζειν 'βόσκω', μίγα - μιγάς - μιγάζεσθαι 'αναμειγνύομαι'.
Τη συνέργεια σημασιολογικών αναλογιών πρέπει βασικά να την υποθέσουμε, ακόμη κι αν είναι δύσκολο να βρεθούν επιμέρους αποδείξεις κι αν η ποικιλότητα της σημασιολογικής σχέσης ανάμεσα στις βάσεις και σ' αυτά τα μετονοματικά συνηγορεί υπέρ περισσότερο εξωτερικών αναλογικών διεργασιών.
§ 238. Η σχέση αυτής της ομάδας ρημάτων σε -άζειν με παράγωγα σε -ᾶν από θέματα σε ᾱ (§ 180) θα έπρεπε να διερευνηθεί ακριβέστερα. Πιθανόν το -άζειν γενικά στη μεθομηρική εποχή ως ηχητικά περισσότερο διακριτό και ευκολότερα κλινόμενο επίθημα εκτόπισε σταδιακά το ανταγωνιστικό -ᾶν· το -ιᾶν απέφυγε αυτή τη μοίρα, μόνον επειδή ακολούθησε το δικό του δρόμο (§ 184).
§ 239. Από άλλα θέματα παράγονται εξάλλου μετονοματικά προπάντων με το -ίζειν, δηλαδή συγκεκριμένα από θέματα σε ο, αργότερα και από θέματα σε s και από άλλα συμφωνόληκτα θέματα. Όταν λοιπόν από ένα τέτοιο θέμα σχηματίζεται ένα ρήμα σε -άζειν, πρέπει κατ' αρχή ν' αναζητούμε πάντα μια ιδιαίτερη αναλογική διεργασία [2]. Επιπλέον αληθεύει ότι το -άζειν από θέματα σε ο υστερεί πολύ σε σχέση με τα παράγωγα από θέματα σε ᾱ, και τα ι- και υ-, καθώς και τα συμφωνόληκτα θέματα προσλαμβάνουν γενικά σπάνια το -άζειν. Σε μερικές περιπτώσεις οι σημασιολογικές αναλογίες, που πρέπει να προϋποθέσουμε, μπορούν να υποδειχτούν ή μπορεί τουλάχιστον να σχηματιστούν ομάδες, που συνανήκουν περισσότερο και μας επιτρέπουν ν' αναγνωρίσουμε επιμέρους δρόμους και δρομάκια της αναλογικής εξάπλωσης, ακόμη κι αν τα σημεία αφετηρίας δεν είναι τόσο σαφή. Πάντως πρέπει να παραδεχτούμε πως ορισμένοι γρίφοι παραμένουν ακόμη αναπάντητοι.
§ 240. Παραδείγματα για το -άζειν από θέματα σε ι, υ και συμφωνόληκτα:
ἰχθῡάζειν 'ψαρεύω' (Ανθολ.) από το ἰχθύς στη θέση του ομηρικού ἰχθῠ-ᾶν. Ανήκει μαζί με το θυννάζειν 'καμακώνω τόνο (θύννος)' (Αριστοφ.) σε μια ομάδα, που το πρότυπό της πρέπει να είναι το δελεάζειν 'δελεάζω, συλλαμβάνω' (κλασ.) από το δέλεαρ 'δόλωμα' (σύμφωνα με την § 236, πρβ. § 17).
στασιάζειν 'είμαι σε εξέγερση (στάσις)' (κλασ.).
Το γλυκάζειν 'είμαι γλυκός (γλυκύς)' (μετακλασ.) σχετίζεται στενότερα με το γλυκαίνειν 'κάνω κάτι γλυκό' (Ξεν. και αργότερα), δες παρακάτω § 244 .
συ-σκοτάζειν 'γίνομαι σκοτεινός' από τὸ σκότος, δες παρακάτω § 244 .
κυδάζειν 'εξυβρίζω' από το κῦδος δες παρακάτω § 242 .
Το ἀκριβάζειν 'εξακριβώνω (ἀκριβής), ερευνώ ακριβώς' (Εβδομήκοντα) είναι συνώνυμο του δοκιμάζειν (§ 247) 'ελέγχω' (δόκιμος 'γνήσιος')· πρβ. ἀκριβαστής = δοκιμαστής.
ὑγιάζειν από το ὑγιής δες παρακάτω § 245 .
πλεονάζειν 'είμαι περισσότερος (πλέον), περιττός, υπέρμετρος' (κλασ.)· κατά το ἀκμάζειν 'είμαι αρκετά ώριμος, δυνατός (κλασ.· από το ἀκμή 'ωριμότητα' σύμφωνα με την § 248) ή μάλλον κατά τα παράγωγα αριθμητικών (§ 249).
Επιμέρους σημασιολογικές ομάδες
§ 241. Οι ονοματοποιίες σε -άζειν είναι πολύ συχνές. Το βασικό απόθεμα περιλαμβάνει "πρωτογενείς" και μετονοματικούς σχηματισμούς· στο πρώτο είδος ανήκουν π.χ. τα κράζειν 'κραυγάζω' (Όμ.), βάζειν 'λέω' (κλασ.), ῥάζειν 'γκρινιάζω, αντιμιλώ' (Κρατίνος), στο δεύτερο είδος π.χ. τα κηκάζειν 'υβρίζω' (Λυκόφρονας) από το κηκάς 'υβριστικός' (Νίκανδρος, Καλλίμαχος, πρβ. κηκαδεῖν = λοιδορεῖν, χλευάζειν Ησύχιος), επιπλέον λαλάζειν 'φλυαρώ, μουρμουρίζω' (Ανακρέοντας, Ησύχιος) από το λάλαξ 'φλύαρος' (Ησύχιος) και λαλαγεῖν 'φλυαρώ' (από τον Πίνδαρο και εξής).
Με βάση τέτοια παραδείγματα συνδέθηκε με το -άζειν, όπως με το -ύζειν και γενικά με το -ζειν (§ 234), η παράσταση της παραγωγής ήχων, και προχώρησε σε επιφωνήματα και παρόμοιους σχηματισμούς:
εὐάζειν 'φωνάζω εὖα, αλαλάζω βακχικά' (κλασ.)·
ἀλαλάζειν 'βγάζω την πολεμική κραυγή ἀλαλά (ἀλαλαί)' (κλασ.)·
παππάζειν 'λέω μπαμπά (πάππα)' (Όμ.).
§ 242. Η περαιτέρω εξάπλωση περιορίζεται σε στενότερες εννοιολογικές ομάδες, ιδίως 'υβρίζω, χλευάζω' και 'καυχιέμαι'. Εκεί τα θέματα σε ο φαίνεται να είναι εξίσου ανοιχτά στην καινοτομία με τα θέματα σε ᾱ, που όμως βρίσκονταν πιο κοντά από φωνητική άποψη.
'Βρίζω, χλευάζω, μέμφομαι'
δεννάζειν (Θέογνης, Σοφ.) από το δέννος 'εξύβριση, όνειδος',
χλευάζειν (κλασ.) από το χλεύη 'χλευασμός'·
κῠδάζειν 'εξυβρίζω' (Επίχαρμος και τραγικοί) από το κύδος 'εξύβριση' (σύμφωνα με γραμματικούς στα σικελικά).[3]
στοβάζειν (κακολογεῖν Ησύχιος) από το στόβος 'μομφή, καυχησιολογία'·
τυντλάζειν 'σκεπάζω με περιττώματα (τύντλος), κοροϊδεύω' (Σωσίπατρος στον Αθήναιο) και μάλλον
ἀτιμάζειν 'μεταχειρίζομαι περιφρονητικά' (Όμ.) από το ἄτιμος 'χωρίς τιμή, περιφρονημένος'.
Ένας εκπρόσωπος αυτής της ομάδας ανήκει στα θαμιστικά-επιτατικά (§ 250):
ὀνοτάζειν 'μέμφομαι' (μεθομηρικό) από το ὄνοσθαι (Όμ.).
§ 243.'Καυχιέμαι'
κομπάζειν (κλασ.) από το κόμπος 'θόρυβος, καυχησιολογία'·
στομφάζειν (Αριστοφ.) από το στόμφος 'στόμφος· επίπληξη'.
Άλλες ονοματοποιίες
κραυγάζειν (κλασ.) από το κραυγή κατά το κράζειν·
φθογγάζεσθαι (Ίων, Ανθολ.) = φθέγγεσθαι (πρβ. § 251) από το φθογγή 'φωνή'·
μολπάζειν 'ψάλλω' (κωμικοί) = μέλπειν (πρβ. § 251) από το μολπή 'άσμα και χορός'.
Επιπλέον στενάζειν 'αναστενάζω' (τραγικοί) ως επέκταση του στένειν ή μετασχηματισμός του στενάχειν· πρβ. § 251 .
§ 244. Λιγότερο ξεκαθαρισμένες είναι οι σχέσεις του -άζειν με τα άλλα επιθήματα (πρβ. § 16) [4]: Προφανώς το -άζειν ως αμετάβατο παράγωγο συγκεκριμένων ομάδων επιθέτων βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης με το επιτελεστικό -οῦν ή -αίνειν, και πιθανόν μερικά από αυτά τα μετονοματικά σε -άζειν οφείλουν την ύπαρξή τους στη συνειδητοποίηση αυτού του παραλληλισμού. Οι βάσεις είναι σε μεγάλο βαθμό επίθετα για χρώματα, και για το 'υγρός' και τα συναφή (δες § 220):
πελιός 'σκούρος μπλε' - επιτελεστ. πελιαίνειν και πελιοῦν 'βάφω μπλε' - αμεταβ. (ὑπο-)πελιάζειν (όλα στον Ιπποκρ.)·
ὑγρός - ὑγραίνειν - ὑγράζειν (όλα κλασ.).
Στηρίγματα για τη δημιουργία αυτών των ομαδοποιήσεων μπορούμε να υποθέσουμε ότι βρίσκονται σε ακολουθίες όπως
περκνός 'σκουρόχρωμος' - περκαίνειν (Ησύχιος, πρβ. ἰσχνός - ἰσχαίνειν § 219) - περκάζειν (ὑπό- Όμ.· για τη σχέση του -άζειν με θέματα σε nδες § 236).
Μπορούμε επίσης ν' αναλογιστούμε τα αὐγή 'λάμψη' - αὐγάζειν (-ζεσθαι) 'φωτίζω, βλέπω' (Όμ.) και σκιά - σκιάδειον 'στέγη για σκιά' - σκιάζειν 'κάνω σκιά' (Όμ.)· κατά το σκιάζειν σχηματίστηκε μάλλον και το σκοτάζειν (συ- κλασ.· αμετάβ. ως παράλληλο του επιτελεστικού σκοτοῦν) από το σκότος (παλιά ὁ, για πρώτη φορά κλασ. και τὸ κατά τὸ φῶς) 'σκοτάδι'.
Από τα ασυνήθιστα αντιθετικά ζευγάρια, που δεν μπορούν να ενταχθούν στις προαναφερθείσες σημασιολογικές ομάδες, αξίζει να μνημονεύσουμε:
γλυκύς- γλυκαίνειν (κλασ.) - γλυκάζειν (μετακλασ.)·
ἴσος - ἰσοῦν (Όμ.) - ἰσάζειν 'είμαι ίσος' (Πλάτωνας και ελληνιστικό, αλλά 'κάνω ίσο' Όμ.!).
§ 245. Μια απόδειξη για τη δεδομένη άποψη της σειράς -αίνειν - -άζειν μπορεί να είναι ότι η ίδια διπλοτυπία παρουσιάζεται επίσης σε εναλλαγμένες σημασίες: συγκεκριμένα, μερικά από τα αμετάβατα ρήματα σε -αίνειν (§ 221) έχουν δίπλα τους ένα επιδραστικό -άζειν:
ὑγιής - αμετάβ. ὑγιαίνειν - επιδραστ. ὑγιάζειν (Τίμωνας ο Λοκρός, Αριστοτ.)·
νόσος 'αρρώστια' - αμεταβ. *νοσαίνειν (μόνο νόσανσις 'προσβολή από αρρώστια' Αριστοτ.) - επιδραστ. νοσάζειν (Γαληνός, Αριστοτ.).
Επειδή λοιπόν τα ὑγιαίνειν - νοσαίνειν ανήκουν σε έναν ευρύτερο ιστορικοσημασιολογικό συσχετισμό (§ 221), ενώ τα ὑγιάζειν - νοσάζειν σίγουρα όχι, πρέπει να θεωρήσουμε εδώ το -άζειν ως παράλληλο σχηματισμό του -αίνειν.
§ 246. Μικρότερες εννοιολογικές ομάδες:
'γιορτάζω μια γιορτή'
Το παλιότερο στρώμα φανερώνουν τα
εἰλαπινάζειν 'ευωχούμαι' (Όμ.) από το εἰλαπίνη 'ευωχία',
ἑορτάζειν 'γιορτάζω μια γιορτή (ἑορτή)' (κλασ.),
θοινάζειν 'παραθέτω γεύμα (θοίνη)' (Ξεν. και αργότερα· παλιότερα θοινᾶν). Πρβ. επίσης ἑβδομάζειν § 249 .
Στη συνέχεια σχηματίστηκαν τέτοια ρήματα και από θέματα σε ο:
θυρσάζειν 'γιορτάζω τη γιορτή του Βάκχου με τον θύρσον ' (Αριστοφ.)
κωμάζειν 'γιορτάζω έναν κῶμον (γιορταστικό τραπέζι και πομπή)' (από το Θέογνη και τον Πίνδαρο και εξής).
§ 247. 'στοχεύω, ρίχνω προς'
Οι παλιότεροι εκπρόσωποι είναι:
ἀβροτάζειν 'αστοχώ' (Όμ.) από ένα αιολικό *ἀβροτάς, που θα αντιστοιχούσε στο ιωνικό ἁμαρτάς, -άδος 'αστοχία' (Ηρόδοτος και Ιπποκρ.) (ή ένα είδος επιτατικού σύμφωνα με § 250 κεξ.;),
πειράζειν 'θέτω υπό δοκιμή (πεῖρα)' (Όμ.),
αἰχμάζειν 'ρίχνω το δόρυ (αἰχμή)' (Όμ.), και επίσης μάλλον
δοκάζειν 'παραμονεύω' (Σώφρονας) από το δέκεσθαι (σύμφωνα με την § 251) = δέχεσθαι, πρβ. για το κ δοκεύειν και δεδοκημένος στον Όμηρο.
Με τέτοια πρότυπα σχηματίστηκαν τα παράγωγα θεμάτων σε ο:
στοχάζεσθαι 'στοχεύω > επιδιώκω, υποθέτω' (κλασ.) από το στόχος,
τοπάζειν 'στοχεύω > υποθέτω, μαντεύω' (κλασ.) από το τόπος,
τοξάζεσθαι 'ρίχνω με το τόξον ' (Όμ.),
δοκιμάζειν 'ελέγχω, αποδέχομαι ως γνήσιο (δόκιμος)' (κλασ.), μάλλον ειδικά κατά το πειράζειν 'δοκιμάζω'.
§ 248.'είμαι σε νεανική, ώριμη ηλικία'.
Στα παράγωγα από θέματα σε ᾱ ανήκουν:
ἀκμάζειν 'είμαι σε ώριμη ηλικία (ἀκμή)' (κλασ.), και
ἡλικιάζεσθαι 'είμαι σε νεανική ἡλικία ' (Ερμής στο Στοβαίο).
Αυτά πρόσφεραν τα πρότυπα για μερικά παράγωγα θεμάτων σε ο:
νεάζειν 'είμαι νέος ' (τραγικοί),
χνοάζειν 'βγάζω χνούδι (χνόος - χνοῦς)' (Σοφ.) και
ὡριμάζειν 'γίνομαι ὥριμος ' (ομηρικό σχόλιο).
Σχετικά με το πλεονάζειν δες § 240 και 249 .
§ 249. Σε μία ομάδα φαίνεται ότι ανήκουν και τα παράγωγα αριθμητικών. Δεν είναι βέβαια σαφώς οροθετημένα βάσει της σημασίας· αλλά αυτό θα προκύπτει απ' το ότι σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με την προέλευση και την περαιτέρω εξέλιξή τους είχαν στενότατη σχέση με τα αριθμητικά ουσιαστικά σε -άς, που παράγονται με παραδειγματική ευκολία από αριθμητικές έννοιες. Έτσι η ομάδα των "κατά τους φθογγολογικούς κανόνες" σχηματισμών είναι πολύ ισχυρή· π.χ.
πεμπάζεσθαι 'μετρώ (στα πέντε δάχτυλα)' (Όμ.) από το πεμπάς 'ο αριθμός πέντε'·
δυάζειν, τριάζειν 'διπλασιάζω, τριπλασιάζω' (σε μεταγενέστερους συγγραφείς) από τα δυάς, τριάς·
μονάζειν 'μένω μόνος· πολλαπλασιάζω με το ένα' (παρομοίως σε μεταγενέστερους) από το μονάς·
ἑβδομάζειν 'γιορτάζω την έβδομη μέρα' (Εβδομήκοντα) από το ἑβδομάς · σχετικά πρβ. § 246 .
Αναλογικοί σχηματισμοί με βάση παρόμοια παραδείγματα είναι
διστάζειν (κλασ.· με ανεξήγητο υπερωικό χαρακτήρα: δισταγμός) από ένα χαμένο στα ελληνικά *διστος 'διπλός'·
δοιάζειν 'είμαι αμφίβολος' (Απολλών. Ρόδ.) από το δοιός 'διπλός', δοιή 'αμφιβολία'·
οἰνάζειν (Ησύχιος) = μονάζειν, από το οἰνή 'το ένα στο ζάρι'.
Εδώ θα μπορούσε να συνδεθεί και το κλασικό
πλεονάζειν 'είμαι περισσότερος (πλέον), περιττός' (δες § 240).
§ 250. Εν είδει παραρτήματος πρέπει να μνημονευθούν εδώ τα μεταρηματικά σε -άζειν, που έχουν μερικές φορές θαμιστική ή επιτατική σημασία. Πιο σαφείς στο φθογγικό τους χαρακτηρισμό και στη συγκεκριμένη θαμιστική σημασία είναι μερικοί σχηματισμοί σε -τάζειν· είναι πάντως έτσι κι αλλιώς σπάνιοι και επιπλέον ανήκουν κυρίως στην παλιότερη γλωσσική περίοδο [5]:
ῥυστάζειν 'σέρνω' (Όμ.) από το ἐρύειν 'τραβώ'·
ἑλκυστάζειν 'σέρνω' (Όμ.) από το ἕλκειν (ἑλκύσαι) 'τραβώ'·
ἑρπυστάζειν 'εισχωρώ' («νόμος» Απόλλωνα) από το ἕρπειν 'έρπω'·
νευστάζειν 'νεύω' (Όμ.) από το νεύειν·
ῥιπτάζειν 'ρίχνω πέρα δώθε' (Όμ.) από το ῥίπτειν 'ρίχνω'·
κυπτάζειν 'χαμηλώνω, παραμονεύω, διστάζω' (κλασ.) από κύπτειν 'σκύβω'·
ὀνοτάζειν 'μέμφομαι' (μετά τον Όμ.) από το ὄνοσθαι 'μέμφομαι' (δες § 242)·
ἀγυρτάζειν 'μαζεύω σα ζητιάνος' (Όμ.) από το ἀγείρειν 'συγκεντρώνω' (πρβ. το μεταγενέστερο ἀγύρτης 'ζητιάνος').
§ 251. Άλλες ομάδες μεταρηματικών σε -άζειν περιπλέκουν το πρόβλημα ακόμη περισσότερο: Σε περιπτώσεις όπως μιμνάζειν 'μένω' (Όμ.), στενάζειν 'αναστενάζω' (Όμ.· πρβ. § 243) πρόκειται προφανώς για ένα μετασχηματισμό του ενεστώτα (μίμνειν, στένειν) [6] · άλλα παρουσιάζουν τροπή φωνήεντος: ὀπάζειν 'δίνω σε κάποιον να πάρει μαζί του' (Όμ.) από το ἕπεσθαι 'ακολουθώ', δοκάζειν (δες § 247) από το δέκεσθαι, τροχάζειν 'τρέχω' (κλασ.) από το τρέχειν. Αυτά τα παραδείγματα δεν είναι φυσικά ανεξάρτητα από ουσιαστικά με τη μεταπτωτική βαθμίδα του ο, όπως τρόχος 'αγώνας δρόμου', *δοκή (στο ἱστο-δόκη 'ιστοθήκη, υποδοχή όπου τοποθετούσαν το κατάρτι όταν το κατέβαζαν' Όμ., αρκαδ. ἐσδοκ ά̄= ἐκδοχή) και *δοκος (στο δωρο-δόκος 'δεκάσιμος' κλασ.)· ας παραβάλουμε επίσης τις ακολουθίες
σπεύδειν - σπουδή - σπουδάζειν 'ασχολούμαι με ζήλο',
μέλπειν - μολπή - μολπάζειν 'τραγουδώ' (§ 243),
φθέγγεσθαι - φθογγή - φθογγάζεσθαι 'μιλώ δυνατά και καθαρά' (§ 243),
όπου μπορούμε ν' αναρωτηθούμε αν η σε κάθε περίπτωση αρχική μετονοματική σημασία του -άζειν δεν υποχωρεί μερικές φορές μπροστά σε μια μεταρηματική.
[1] Από το *-ατ- ι ̯ δεν προέκυπτε με βάση τους φθογγολογικούς κανόνες το -αζ-.
[2] Με εξαίρεση το -ιάζειν, που κατέχει ιδιαίτερη θέση· δες § 252.
[3] κύδος: διαφορετικό από το κῦδος (με περισπωμένη, δηλαδή μακρό υ) 'δόξα'.
[4] Κάποτε το -άζειν αντικαθιστά λόγω μορφολογικής αναλογίας έναν παλιότερο ενεστωτικό σχηματισμό: δαμάζειν (Ησίοδος) αντί για το δαμνάναι 'υποτάσσω' (Όμ.) από το δαμάσαι κατά το συνηθισμένο -άζειν : -άσαι. Πρβ. § 170 πιλνάναι - πελάζειν.
[5] Γι' αυτό δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε πιο συγκεκριμένα τις σχέσεις που έχουν με τα nomina agentis σε -της, με τα ρηματικά επίθετα σε -τος, και με τα μεταρηματικά σε -τᾶν (§ 186).
[6] Έτσι ακόμη και στο κρυβάζειν 'κρύβω' (Ησύχιος), που παρήχθη από το μόλις ελληνιστικό κρύβειν (= κρύπτειν· ή από το παρομοίως μόλις ελληνιστικό κρυβῇ = κρυφῇ;).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου