ΞΕΝ Πορ 1.2–1.8
Κλίμα, εδαφική σύσταση και γεωγραφική θέση της Αττικής
Ο Ξενοφώντας με τη συγγραφή αυτής της πραγματείας εισηγείται ένα δημοσιονομικό πρόγραμμα για την ανόρθωση των δημόσιων εσόδων των Αθηνών, που είχαν πληγεί και από την ατυχή έκβαση του Συμμαχικού πολέμου (357–355 π.Χ). Στην εισαγωγική παράγραφο ο συγγραφέας δήλωσε την πρόθεσή του να εξετάσει κατά πόσο ήταν εφικτή η αυτάρκεια της Αθήνας, ώστε να παύσουν οι αθηναίοι πολιτικοί αρχηγοί να αδικούν τις υπόλοιπες πόλεις, επικαλούμενοι την έλλειψή της.
[1.2] Σκοποῦντι δή μοι ἃ ἐπενόησα τοῦτο μὲν εὐθὺς ἀνεφαίνετο,
ὅτι ἡ χώρα πέφυκεν οἵα πλείστας προσόδους παρέχεσθαι.
ὅπως δὲ γνωσθῇ ὅτι ἀληθὲς τοῦτο λέγω, πρῶτον διηγή-
σομαι τὴν φύσιν τῆς Ἀττικῆς. [1.3] οὐκοῦν τὸ μὲν τὰς ὥρας
ἐνθάδε πρᾳοτάτας εἶναι καὶ αὐτὰ τὰ γιγνόμενα μαρτυρεῖ·
ἃ γοῦν πολλαχοῦ οὐδὲ βλαστάνειν δύναιτ’ ἂν ἐνθάδε καρπο-
φορεῖ. ὥσπερ δὲ ἡ γῆ, οὕτω καὶ ἡ περὶ τὴν χώραν θάλαττα
παμφορωτάτη ἐστίν. καὶ μὴν ὅσαπερ οἱ θεοὶ ἐν ταῖς ὥραις
ἀγαθὰ παρέχουσι, καὶ ταῦτα πάντα ἐνταῦθα πρῳαίτατα μὲν
ἄρχεται, ὀψιαίτατα δὲ λήγει. [1.4] οὐ μόνον δὲ κρατεῖ τοῖς ἐπ’
ἐνιαυτὸν θάλλουσί τε καὶ γηράσκουσιν, ἀλλὰ καὶ ἀίδια ἀγαθὰ
ἔχει ἡ χώρα. πέφυκε μὲν γὰρ λίθος ἐν αὐτῇ ἄφθονος, ἐξ
οὗ κάλλιστοι μὲν ναοί, κάλλιστοι δὲ βωμοὶ γίγνονται, εὐπρε-
πέστατα δὲ θεοῖς ἀγάλματα· πολλοὶ δ’ αὐτοῦ καὶ Ἕλληνες
καὶ βάρβαροι προσδέονται. [1.5] ἔστι δὲ καὶ γῆ ἣ σπειρομένη
μὲν οὐ φέρει καρπόν, ὀρυττομένη δὲ πολλαπλασίους τρέφει
ἢ εἰ σῖτον ἔφερε. καὶ μὴν ὑπάργυρός ἐστι σαφῶς θείᾳ
μοίρᾳ· πολλῶν γοῦν πόλεων παροικουσῶν καὶ κατὰ γῆν καὶ
κατὰ θάλατταν εἰς οὐδεμίαν τούτων οὐδὲ μικρὰ φλὲψ ἀργυρί-
τιδος διήκει. [1.6] οὐκ ἂν ἀλόγως δέ τις οἰηθείη τῆς Ἑλλάδος
καὶ πάσης δὲ τῆς οἰκουμένης ἀμφὶ τὰ μέσα οἰκεῖσθαι τὴν
πόλιν. ὅσῳ γὰρ ἄν τινες πλέον ἀπέχωσιν αὐτῆς, τοσούτῳ
χαλεπωτέροις ἢ ψύχεσιν ἢ θάλπεσιν ἐντυγχάνουσιν· ὁπόσοι
τ’ ἂν αὖ βουληθῶσιν ἀπ’ ἐσχάτων τῆς Ἑλλάδος ἐπ’ ἔσχατα
ἀφικέσθαι, πάντες οὗτοι ὥσπερ κύκλου τόρνον τὰς Ἀθήνας
ἢ παραπλέουσιν ἢ παρέρχονται. [1.7] καὶ μὴν οὐ περίρρυτός γε
οὖσα ὅμως ὥσπερ νῆσος πᾶσιν ἀνέμοις προσάγεταί τε ὧν
δεῖται καὶ ἀποπέμπεται ἃ βούλεται· ἀμφιθάλαττος γάρ ἐστι.
καὶ κατὰ γῆν δὲ πολλὰ δέχεται ἐμπορίᾳ· ἤπειρος γάρ ἐστιν.
[1.8] ἔτι δὲ ταῖς μὲν πλείσταις πόλεσι βάρβαροι προσοικοῦντες
πράγματα παρέχουσιν· Ἀθήναις δὲ γειτονεύουσιν αἳ καὶ αὐταὶ
πλεῖστον ἀπέχουσι τῶν βαρβάρων.
***
Εξετάζων λοιπόν λεπτομερώς τας σκέψεις μου ταύτας κατάλαβα αμέσως το εξής: ότι δηλαδή η χώρα (η Αττική) εκ φύσεως είναι τοιαύτη, ώστε να παρέχη άφθονα εισοδήματα. Διά να γίνη δε καταληπτόν ότι αυτό που λέγω είναι αλήθεια, θα διηγηθώ πρώτον τας φυσικάς ιδιότητας της Αττικής. Το ότι λοιπόν αι εποχαί του έτους εν τη Αττική είναι και πραότεραι (από ό,τι είναι εις άλλας χώρας) το μαρτυρούν τα εις αυτήν παραγόμενα προϊόντα· όσα παραδείγματος χάριν σε μερικές χώρες ουδέ να βλαστάνουν δύνανται, εις την Αττικήν καρποφορούν. Όπως δε η γη της Αττικής, έτσι και η περί αυτήν θάλασσα είναι γονιμωτάτη. Και προσέτι όσα αγαθά οι θεοί παρέχουν εις τους ανθρώπους κατά τας διαφόρους εποχάς του έτους, όλα αυτά εδώ (εν τη Αττική) αρχίζουν μεν λίαν ενωρίς, λήγουν δε πολύ αργά. Όχι μόνον δε υπερτερεί τας άλλας χώρας ως προς εκείνα που ανθίζουν και γηράσκουν εντός του έτους, αλλ' έχει η χώρα και παντοτεινά αγαθά. Έχει δηλαδή εκ φύσεως άφθονονμάρμαρον, διά του οποίου κατασκευάζονται ωραιότατοι μεν ναοί, ωραιότατοι δε βωμοί, περίφημα δε αγάλματα των θεών. Πολλοί δε και Έλληνες και βάρβαροι έχουν ανάγκην του μαρμάρου τούτου. Υπάρχει δε εις την Αττικήν και έκτασις γης η οποία, εάν μεν σπαρθή, ουδένα καρπόν φέρει (είναι άγονος), εάν όμως εκσκαφή (προς ανεύρεσιν μεταλλείων), τρέφει πολύ περισσοτέρους από όσους θα έτρεφεν αν παρήγε σίτον. Και βέβαια σαφώς κατά θείαν παραχώρησιν περιέχει η έκτασις αύτη της Αττικής άργυρον. Αν και πολλαί πόλεις βέβαια υπάρχουν πλησίον του Λαυρείου και προς το μέρος της ξηράς και προς το μέρος της θαλάσσης, εις ουδεμίαν από αυτάς φθάνει ουδέ μικρά φλέβα περιέχουσα άργυρον. Ευλόγως δε μπορεί κανείς να πιστεύση ότι η πόλις (αι Αθήναι) εκτίσθη εις το μέσον της Ελλάδος και πάσης της οικουμένης. Διότι όσον περισσότερον μερικαί (πόλεις) απέχουν από αυτήν, τόσο δυνατωτέρα ψύχη και ζέστες έχουν. Όσοι δε θελήσουν να φθάσουν από το έν άκρον της Ελλάδος εις το άλλο, όλοι αυτοί παραπλέουν τας Αθήνας ή διέρχονται εξ αυτών, όπως διέρχεται κανείς το κέντρον του κύκλου (όταν μεταβαίνη από έν σημείον της περιφερείας εις το απέναντι άκρον αυτής). Και προσέτι, αν και δεν περιβρέχεται βέβαια (η πόλις των Αθηνών) πανταχόθεν υπό της θαλάσσης σαν νήσος, εισάγει με όλους τους ανέμους όσα έχει ανάγκη και εξάγει όσα θέλει να εξαγάγη. Διότι έχει και από το ένα μέρος και από το άλλο θάλασσαν. Κατά ξηράν δε δέχεται εμπορεύματα από πολλά εμπορικά κέντρα διότι είναι χερσαία πόλις (δεν είναι νήσος). Προσέτι δε εις πλείστας μεν πόλεις κατοικούντες πλησίον βάρβαροι παρέχουν εις αυτάς ενοχλήσεις· με τους Αθηναίους δε γειτονεύουν αι πόλεις εκείναι που και αι ίδιαι είναι πολύ μακράν των βαρβάρων.
Εξετάζων λοιπόν λεπτομερώς τας σκέψεις μου ταύτας κατάλαβα αμέσως το εξής: ότι δηλαδή η χώρα (η Αττική) εκ φύσεως είναι τοιαύτη, ώστε να παρέχη άφθονα εισοδήματα. Διά να γίνη δε καταληπτόν ότι αυτό που λέγω είναι αλήθεια, θα διηγηθώ πρώτον τας φυσικάς ιδιότητας της Αττικής. Το ότι λοιπόν αι εποχαί του έτους εν τη Αττική είναι και πραότεραι (από ό,τι είναι εις άλλας χώρας) το μαρτυρούν τα εις αυτήν παραγόμενα προϊόντα· όσα παραδείγματος χάριν σε μερικές χώρες ουδέ να βλαστάνουν δύνανται, εις την Αττικήν καρποφορούν. Όπως δε η γη της Αττικής, έτσι και η περί αυτήν θάλασσα είναι γονιμωτάτη. Και προσέτι όσα αγαθά οι θεοί παρέχουν εις τους ανθρώπους κατά τας διαφόρους εποχάς του έτους, όλα αυτά εδώ (εν τη Αττική) αρχίζουν μεν λίαν ενωρίς, λήγουν δε πολύ αργά. Όχι μόνον δε υπερτερεί τας άλλας χώρας ως προς εκείνα που ανθίζουν και γηράσκουν εντός του έτους, αλλ' έχει η χώρα και παντοτεινά αγαθά. Έχει δηλαδή εκ φύσεως άφθονονμάρμαρον, διά του οποίου κατασκευάζονται ωραιότατοι μεν ναοί, ωραιότατοι δε βωμοί, περίφημα δε αγάλματα των θεών. Πολλοί δε και Έλληνες και βάρβαροι έχουν ανάγκην του μαρμάρου τούτου. Υπάρχει δε εις την Αττικήν και έκτασις γης η οποία, εάν μεν σπαρθή, ουδένα καρπόν φέρει (είναι άγονος), εάν όμως εκσκαφή (προς ανεύρεσιν μεταλλείων), τρέφει πολύ περισσοτέρους από όσους θα έτρεφεν αν παρήγε σίτον. Και βέβαια σαφώς κατά θείαν παραχώρησιν περιέχει η έκτασις αύτη της Αττικής άργυρον. Αν και πολλαί πόλεις βέβαια υπάρχουν πλησίον του Λαυρείου και προς το μέρος της ξηράς και προς το μέρος της θαλάσσης, εις ουδεμίαν από αυτάς φθάνει ουδέ μικρά φλέβα περιέχουσα άργυρον. Ευλόγως δε μπορεί κανείς να πιστεύση ότι η πόλις (αι Αθήναι) εκτίσθη εις το μέσον της Ελλάδος και πάσης της οικουμένης. Διότι όσον περισσότερον μερικαί (πόλεις) απέχουν από αυτήν, τόσο δυνατωτέρα ψύχη και ζέστες έχουν. Όσοι δε θελήσουν να φθάσουν από το έν άκρον της Ελλάδος εις το άλλο, όλοι αυτοί παραπλέουν τας Αθήνας ή διέρχονται εξ αυτών, όπως διέρχεται κανείς το κέντρον του κύκλου (όταν μεταβαίνη από έν σημείον της περιφερείας εις το απέναντι άκρον αυτής). Και προσέτι, αν και δεν περιβρέχεται βέβαια (η πόλις των Αθηνών) πανταχόθεν υπό της θαλάσσης σαν νήσος, εισάγει με όλους τους ανέμους όσα έχει ανάγκη και εξάγει όσα θέλει να εξαγάγη. Διότι έχει και από το ένα μέρος και από το άλλο θάλασσαν. Κατά ξηράν δε δέχεται εμπορεύματα από πολλά εμπορικά κέντρα διότι είναι χερσαία πόλις (δεν είναι νήσος). Προσέτι δε εις πλείστας μεν πόλεις κατοικούντες πλησίον βάρβαροι παρέχουν εις αυτάς ενοχλήσεις· με τους Αθηναίους δε γειτονεύουν αι πόλεις εκείναι που και αι ίδιαι είναι πολύ μακράν των βαρβάρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου