Σχετικά με την μεγαλοψυχία ο Αριστοτέλης αναφέρει: «Η μεγαλοψυχία, όπως δείχνει και η ίδια η λέξη, έχει για αντικείμενό της μεγάλα πράγματα». (1123a 3, 38-39). Και για να γίνει πιο σαφής θα δώσει και τον ορισμό του μεγαλόψυχου ανθρώπου: «Μεγαλόψυχος είναι, κατά την κοινή αντίληψη, ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων και είναι πράγματι άξιος μεγάλων πραγμάτων· γιατί ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων χωρίς στην πραγματικότητα να το αξίζει, είναι ανόητος – κανένας όμως ενάρετος άνθρωπος δεν είναι ηλίθιος ή δίχως νου». (1123b 3, 2-5).
Κι επειδή η μεσότητα είναι και πάλι (όπως σε κάθε περίπτωση) το κριτήριο της ενάρετης συμπεριφοράς, η μεγαλοψυχία δεν πρέπει να εκληφθεί ως ακρότητα από την άποψη ότι αφορά τις μεγάλες πράξεις: «Ο μεγαλόψυχος λοιπόν από μεν την άποψη του μεγέθους αυτών των οποίων θεωρεί τον εαυτό του άξιο βρίσκεται στην ακρότητα, ενώ από την άποψη της ορθότητάς τους βρίσκεται στη μεσότητα, αφού θεωρεί τον εαυτό του άξιο αυτών των οποίων είναι άξιος· οι άλλοι βρίσκονται στο χώρο της υπερβολής ή της έλλειψης». (1123b 3, 15-18).
Η μεσότητα, δηλαδή, έχει να κάνει με την εξισορρόπηση των αληθινών δυνατοτήτων σε σχέση με τις ευθύνες που αναλαμβάνει κανείς. Στην ουσία πρόκειται για την επίγνωση των ικανοτήτων, ώστε η ανάληψη καθηκόντων και οι φιλοδοξίες να εναρμονίζονται μ’ αυτά που πράγματι μπορεί κάποιος να φέρει σε πέρας. Ο μεγαλόψυχος έχοντας πλήρη γνώση των υψηλών του δεξιοτήτων είναι σε θέση να αναλάβει μεγάλα σε μέγεθος έργα χωρίς φόβο ή δισταγμούς, κι αυτό όχι από αλαζονεία, αλλά από σωστή εκτίμηση του εαυτού. Κι όταν γίνεται λόγος για έργα μεγάλου μεγέθους δεν εννοούνται οι υλικές διαστάσεις (χωρίς, όμως, και να εξαιρούνται), αλλά το μέγεθος της αξίας ή της σπουδαιότητας ή της δυσκολίας που υπάρχει σε κάθε έργο.
Με άλλα λόγια, η μεγαλοψυχία είναι η αυτοπεποίθηση που προκύπτει από τη σωστή εκτίμηση του εαυτού. Κι αυτή είναι η ύψιστη αυτογνωσία. Ο μεγαλόψυχος δε θα κρυφτεί πίσω από τη μετριοπάθεια ούτε όμως και θα περάσει στον κομπασμό. Θα επιτελέσει έργα υψίστης σημασίας με αυτοπεποίθηση που προκύπτει από την ορθότητα της κρίσης. Η μεγαλοψυχία είναι ίσως η κορωνίδα των αρετών που ελάχιστοι άνθρωποι είναι σε θέση να φτάσουν: «Μοιάζει λοιπόν η μεγαλοψυχία να είναι κάτι σαν στολίδι των αρετών, αφού αυτή τις κάνει μεγαλύτερες και αφού δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς εκείνες. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να είναι κανείς πραγματικά μεγαλόψυχος· δεν είναι, πράγματι, δυνατό να είναι κανείς μεγαλόψυχος, αν δεν είναι τέλειος από κάθε άποψη». (1124a 3, 2-5).
Για μια κόμη φορά η μεσότητα που προκύπτει από την αυτογνωσία αποδεικνύεται ότι δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο (ο δρόμος) για να φτάσει κανείς στο άριστο. Η τελειότητα, δηλαδή η υπερβολή του καλού, τίθεται ως σταθερός στόχος. Κι επειδή η μεγαλοψυχία είναι το αποκορύφωμα των αρετών, είναι φανερό ότι εμπεριέχει όλες τις άλλες: «Ο μεγαλόψυχος αν είναι άξιος των πιο μεγάλων πραγμάτων, θα πρέπει, λέω, να είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος· γιατί αυτός που είναι πιο καλός, αξίζει πάντοτε κάτι πιο μεγάλο, και ο πιο καλός αξίζει το πιο μεγάλα». (1123b 3, 31-33).
Και ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Και γνώρισμα του μεγαλόψυχου είναι, κατά την κοινή αντίληψη, ό,τι είναι μεγάλο στην κάθε επιμέρους αρετή. Και σε καμιά περίπτωση δε θα ταίριαζε στο μεγαλόψυχο να “βγάζουν φτερά τα πόδια του” μπροστά στον κίνδυνο ή να συμπεριφέρεται άδικα». (1123b 3, 34-37).
Για να φερθεί, λοιπόν, κάποιος με μεγαλοψυχία πρέπει να είναι και γενναίος και δίκαιος και σώφρων και δοτικός και σπλαχνικός και πράος και γενικά να εκπληρώνει όλες τις εκδοχές της αρετής. Κι αυτή είναι η αντίληψη της μεσότητας που συνοδεύεται από την αυτογνωσία: «Αν τον εξετάζαμε ως προς όλα, ένα προς ένα, τα χαρακτηριστικά του, θα φαινόταν ολωσδιόλου γελοίος ο μεγαλόψυχος που δεν είναι αγαθός». (1123b 3, 38-39).
Και θα ήταν γελοίος γιατί στην ουσία δε θα ήταν μεγαλόψυχος, αλλά θα τον προσποιούταν. Ο άνθρωπος που παριστάνει κάτι που δεν είναι πραγματικά δεν μπορεί να αποφύγει τη γελοιότητα, αφού μια πλαστή εικόνα είναι αδύνατο να υποστηρίζεται συνεχώς. Εν τέλει, οι πράξεις θα την προδώσουν. Ένας τέτοιος άνθρωπος στερείται αυτογνωσίας. Κι αυτή είναι η απαρχή της γελοιοποίησης.
Σε τελική ανάλυση το κυριότερο κίνητρο συμπεριφοράς του μεγαλόψυχου είναι η τιμή: «Κατά κύριο λοιπόν λόγο με την τιμή και με την ατιμία έχει σχέση ο μεγαλόψυχος». (1124a 3, 6-7). Κι όχι μόνο αυτό: «Με τις μεγάλες τιμές και με αυτές που προέρχονται από καλούς κι αξιόλογους ανθρώπους θα ευχαριστηθεί ο μεγαλόψυχος μετρημένα, έχοντας συνείδηση ότι παίρνει ό,τι του αξίζει, ή και λιγότερα από αυτά που του αξίζουν (αφού δεν μπορεί να υπάρξει τιμή αντάξια της τέλειας αρετής), εν πάση περιπτώσει όμως θα τις δεχτεί, αφού δεν έχουν να του προσφέρουν τίποτε μεγαλύτερο». (1124a 3, 7-11).
Όσο για τις τιμές που προέρχονται από ανάξιους ανθρώπους, ο μεγαλόψυχος είναι εντελώς αδιάφορος: «Για την τιμή όμως που προέρχεται από τυχαίους και όχι αξιόλογους ανθρώπους και που του απονέμεται για ασήμαντους λόγους, θα αδιαφορήσει τελείως (αφού δεν είναι αυτό που πράγματι του αξίζει), όπως θα αδιαφορήσει και για την προσβολή της τιμής του (αφού στην περίπτωσή του δε θα είναι καθόλου δικαιολογημένη)». (1124a 3, 11-14).
Με άλλα λόγια, ο μεγαλόψυχος επιδιώκει και αποδέχεται τις τιμές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι έρμαιό τους. Κάτι τέτοιο δε θα του ταίριαζε, αφού θα χανόταν η αίσθηση του μέτρου. Η αναζήτηση της τιμής τίθεται κι αυτή μέσα σε πλαίσιο, που καθορίζεται τόσο από τις πράξεις που την επιφέρουν, όσο κι από τους ανθρώπους που την αποδίδουν.
Στην ουσία, ο μεγαλόψυχος γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί να υπάρξει τιμή αντάξια της αρετής. Πρόκειται για σύμβαση, για προσαρμογή στα μέτρα των ανθρώπων. Η επίγνωση αυτού είναι η απομυθοποίησή της. Ο μεγαλόψυχος επιθυμεί την τιμή από μια αίσθηση δικαίου, ως ελάχιστη ανταπόδοση, που την αξίζει για τις μεγάλες του πράξεις. Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη ματαιοδοξία ή την αυταρέσκεια. Γι’ αυτό και θα αδιαφορήσει αν τον συκοφαντήσουν. Γιατί τελικά, δεν περιμένει τους άλλους για να γνωρίσει την αξία του.
Το μέτρο προτάσσεται ως απαραβίαστος κανόνας για τη συμπεριφορά του μεγαλόψυχου: «Θα συμπεριφερθεί μετρημένα και απέναντι στον πλούτο, απέναντι στη δύναμη, καθώς και απέναντι σε κάθε καλή και κάθε κακή τύχη – ό,τι του έρθει –, και ούτε στην καλή του τύχη θα φτάσει σε υπερβολική χαρά ούτε στην κακή του τύχη σε υπερβολική λύπη – αφού ούτε και απέναντι στην τιμή δε συμπεριφέρεται σαν να ήταν κάτι πολύ μεγάλο». (1124a 3, 16-20).
Όμως, η άκρατη αίσθηση του μέτρου, που απομυθοποιεί ακόμη και τις τιμές, είναι στοιχείο που μπορεί να παρεξηγηθεί από τους άλλους ανθρώπους: «Η δύναμη και πλούτος είναι πράγματα που τα επιθυμεί κανείς για χάρη της τιμής – μήπως δεν είναι γνωστό ότι οι κάτοχοί τους θέλουν να έχουν μέσω αυτών τιμές; Ο άνθρωπος λοιπόν που θεωρεί μικρό πράγμα και την τιμή, δεν μπορεί παρά να θεωρεί μικρά και τα υπόλοιπα. Αυτός είναι ο λόγος που οι μεγαλόψυχοι θεωρούνται υπερόπτες». (1124a 3, 20-23).
Γι’ αυτό ο μεγαλόψυχος δεν έχει άλλη επιλογή απ’ την αδιαφορία αν προσβάλλουν την τιμή του. Γιατί είναι αδύνατο να φερθεί διαφορετικά. Σε τελική ανάλυση, αν φερθεί διαφορετικά, δε θα είναι μεγαλόψυχος. Ακόμη κι αν επιχειρήσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, θα το κάνει μέσα στο μέτρο που ορίζει η αξιοπρέπειά του. Ένας άνθρωπος ποταπός και χυδαίος είναι πολύ δύσκολο να το αντιληφθεί αυτό. Ίσως μάλιστα να το εκλάβει κι ως αδυναμία.
Ο συκοφάντης, ο λαϊκιστής, ο κενός περιεχομένου διεκδικητής αξιωμάτων, ο καιροσκόπος, με δυο λόγια αυτός που δεν έχει ιδιαίτερους ηθικούς ενδοιασμούς είναι ο συνήθης πρόθυμος να διαβάλει το μεγαλόψυχο. Αν είναι πολλοί, κατά κανόνα συνασπίζονται. Κι αλίμονο στην πόλη που θα εκτοπίσει το μεγαλόψυχο φέρνοντας στο προσκήνιο τέτοιους ανθρώπους. Δεν μπορεί να γνωρίσει τίποτε άλλο πέρα από τη συντριβή.
Και βέβαια, η μεγαλοψυχία δεν έχει να κάνει με την τύχη: «Υπάρχει η γνώμη ότι τα αγαθά που χαρίζει η τύχη συμβάλλουν και αυτά στη μεγαλοψυχία. Οι άνθρωποι, πράγματι, που έχουν αριστοκρατική καταγωγή θεωρούνται άξιοι τιμής, το ίδιο και οι άνθρωποι που έχουν δύναμη ή πλούτο. Ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση υπεροχής, και καθετί που υπερέχει σε κάτι καλό, τιμάται πιο πολύ. Γι’ αυτό και αυτού του είδους τα αγαθά κάνουν τους ανθρώπους αυτούς πιο μεγαλόψυχους· γιατί τιμώνται από κάποιους». (1124a 3, 24-29).
Το κατά πόσο ο πλούτος που έχει κληρονομηθεί κάνει τον άνθρωπο μεγαλόψυχο είναι μάλλον συζητήσιμο. Το σίγουρο είναι ότι επειδή οι τιμές ταιριάζουν στη μεγαλοψυχία, είναι δυνατό να θεωρούνται μεγαλόψυχοι όλοι όσοι γνωρίζουν τιμές. Όμως, άλλο να επαινείται κάποιος για την αρετή κι άλλο για την κοινωνική του υπεροχή.
Κι όπως έχει ήδη ξεκαθαριστεί από το πρώτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», η αρετή δε σχετίζεται ούτε με τη φύση ούτε με την τύχη, αλλά με τη σωστή καλλιέργεια, δηλαδή με τον ποιοτικό εθισμό, που βασίζεται στις επαναλαμβανόμενες πράξεις. Με άλλα λόγια, αυτός που είναι από αριστοκρατική καταγωγή δεν είναι κατ’ ανάγκη ενάρετος και οι τιμές που του αποδίδονται μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με την άσκηση της αρετής.
Κι αυτός είναι ο λόγος που η μεγαλοψυχία δεν αφορά το τυχαίο της καταγωγής. Εξάλλου, ο Αριστοτέλης δε θεωρεί καθόλου σωστό το να τιμάται κάποιος για τα πλούτη και τις αριστοκρατικές του καταβολές: «Στην πραγματικότητα όμως τιμή πρέπει να αποδίδεται μόνο στον άνθρωπο που έχει αρετή». (1124a 3, 29).
Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, ο Αριστοτέλης θα γίνει απολύτως ξεκάθαρος: «Αυτοί όμως που έχουν αυτού του είδους τα αγαθά» (εννοείται πλούτη και καταγωγή) «δίχως να έχουν αρετή, ούτε το δικαίωμα να θεωρούν τον εαυτό τους άξιο τιμής έχουν ούτε είναι σωστό να λέγονται “μεγαλόψυχοι”· γιατί αυτά τα πράγματα προϋποθέτουν την τέλεια αρετή». (1124a 3, 30-33).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά για τον πλούσιο αριστοκράτη υπάρχει κι ένας επιπλέον κίνδυνος: «Γιατί δίχως αρετή δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσει κανείς με χάρη και με μέτρο τα αγαθά που χαρίζει η τύχη. Μη μπορώντας λοιπόν να τα αντιμετωπίσουν, και πιστεύοντας ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους, περιφρονούν τους άλλους, και οι ίδιοι κάνουν ό,τι τους αρέσει. Μιμούνται, πράγματι, τον μεγαλόψυχο δίχως να του μοιάζουν, και αυτό το κάνουν εκεί που μπορούν: τις πράξεις της αρετής δεν τις κάνουν, περιφρονούν όμως τους άλλους». (1124a 3, 34-38 και 1124b 3, 1-5).
Ο μεγαλόψυχος, επειδή έχει μάθει να μη φοβάται τους κινδύνους κι επειδή δεν υπολογίζει τη γνώμη που θα σχηματίσουν οι άλλοι γι’ αυτόν, συμπεριφέρεται ελεύθερα, χωρίς να διστάζει να πει καθαρά τη γνώμη του: «Μιλάει, επίσης, και ενεργεί ανοιχτά· τον διακρίνει, πράγματι, η παρρησία, επειδή δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να περιφρονεί. Λέει, επίσης, πάντοτε την αλήθεια – εκτός από τις περιπτώσεις που θέλει να “κρυφτεί” μπροστά στους πολλούς. Υποχρεωτικά δεν μπορεί επίσης να προσαρμόζει τη ζωή του στις προτιμήσεις κάποιου άλλου, εκτός αν πρόκειται για φίλο. Αλλιώς θα ήταν άνθρωπος με ψυχή δούλου: αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι κόλακες είναι δουλοπρεπείς και οι χαμηλού επιπέδου άνθρωποι είναι κόλακες». (1124b 3, 32-35 και 1125a 3, 1-3).
Το ότι είναι πρόθυμος να βάλλει στην άκρη τις προτιμήσεις του αν πρόκειται να ευχαριστήσει ένα φίλο είναι η απόδειξη ότι δεν κινείται από εγωισμό. Όσο για τη φράση «λέει πάντοτε την αλήθεια – εκτός αν θέλει να “κρυφτεί” μπροστά στους πολλούς», είναι ευνόητο ότι δεν υπονοεί αδυναμία ή φόβο προς την πλειονότητα που έχει άλλη γνώμη (κάτι τέτοιο θα ήταν άκρως αντιφατικό μ’ αυτά που προηγήθηκαν). Προφανώς ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε περιπτώσεις που η άσκηση της αρετής επιβάλλει τη σιωπή και τη μυστικότητα «μπροστά στους πολλούς». Ο μεγαλόψυχος άνθρωπος έχει την κρίση, ώστε να επιλέγει σωστά πότε πρέπει να μιλήσει και πότε όχι.
Κι εδώ δεν τίθεται θέμα ελευθερίας. Η σύνεση και η ορθή κρίση δεν εναντιώνονται στην ελεύθερη επιλογή, αντιθέτως την κατοχυρώνουν. Εξάλλου, προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης ο Αριστοτέλης θα ξεκαθαρίσει: «Δεν μπορεί, επίσης, παρά να δείχνει φανερά το μίσος του και την αγάπη του (γιατί μόνο ο άνθρωπος που φοβάται κρύβει τα αισθήματά του και αδιαφορεί για την αλήθεια, προτιμώντας αυτά που πιστεύει ο πολύς κόσμος)». (1124b 3, 30-32). Ο μεγαλόψυχος είναι αδύνατο να διστάσει μπροστά στη διαφορετική άποψη των πολλών. Αν καμιά φορά επιλέξει να «κρυφτεί», αυτό σίγουρα έχει να κάνει με άλλους λόγους.
Κι ο Αριστοτέλης συμπληρώνει το πορτρέτο του μεγαλόψυχου: «Δεν είναι, επίσης, μνησίκακος, γιατί δεν ταιριάζει στον μεγαλόψυχο να κρατάει στη μνήμη του πράγματα και μάλιστα κακά· πιο πολύ του ταιριάζει να τα παραβλέπει. Ούτε του αρέσει να μιλάει για άλλους ανθρώπους: ούτε για τον εαυτό του μιλάει ούτε για τους άλλους· γιατί ούτε να ακούσει επαίνους για τον εαυτό του τον ενδιαφέρει ούτε να ακούσει κατηγορίες για τους άλλους. Ούτε, πάλι, είναι εύκολος στους επαίνους του· γι’ αυτόν το λόγο δεν είναι, επίσης, και κακολόγος, ακόμη και των εχθρών του … Για πράγματα που είναι απαραίτητα για τη ζωή ή για πράγματα μικρά και ασήμαντα σχεδόν ποτέ δεν ολοφύρεται ούτε παρακαλάει: μια τέτοια συμπεριφορά θα έδειχνε άνθρωπο που παίρνει τα πράγματα αυτά στα σοβαρά. Είναι, επίσης, άνθρωπος που προτιμάει να έχει πράγματα ωραία, και ας μη του αποφέρουν κέρδος, παρά πράγματα που αποφέρουν κέρδος και είναι χρήσιμα: μια τέτοια συμπεριφορά ταιριάζει πιο πολύ στον αυτάρκη άνθρωπο». (1125a 3, 4-14).
Ο Αριστοτέλης είναι διατεθειμένος να παραθέσει ακόμη και τις κινήσεις και τον τρόπο ομιλίας, που αρμόζουν στον μεγαλόψυχο: «Τέλος, στον μεγαλόψυχο άνθρωπο θεωρείται ότι ταιριάζουν η αργή κίνηση, βαριά φωνή και ο σταθερός λόγος· δεν μπορεί, πράγματι, να είναι βιαστικός ο άνθρωπος που λίγα μόνο πράγματα παίρνει στα σοβαρά, ούτε μπορεί η ένταση να χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο που δε θεωρεί τίποτε μεγάλο: η τσιριχτή φωνή και το γρήγορο βάδισμα έχουν την αρχή τους σ’ αυτά τα πράγματα». (1125a 3, 14-18).
Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχει χαρακτηριστικό στο μεγαλόψυχο που να μην αποπνέει μεγαλείο. Χωρίς αμφιβολία η μεγαλοψυχία είναι για τον Αριστοτέλη η πιο ανόθευτη εκδοχή της αρετής. Κι αυτός είναι και ο λόγος που μπορεί να δικαιολογηθεί ακόμη η περιφρόνηση προς τους άλλους. Το ζήτημα είναι ότι οι μεγαλόψυχοι είναι εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, σε αντίθεση μ’ αυτούς που συμπεριφέρονται περιφρονητικά υποτιμώντας τους άλλους…
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου