Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και οι τρεις είχαν διψάσει πολύ. Μέχρι που συνάντησαν μία τεράστια πύλη που οδηγούσε σε ένα υπέροχο μέρος.
Ο άνθρωπος ρώτησε τον φύλακα της πύλης ποιο ήταν αυτό το μέρος και ο φύλακας απάντησε πως ήταν ο Παράδεισος.
Ο άνθρωπος ρώτησε και πάλι, αν θα μπορούσαν να ξαποστάσουν και να πιούν λίγο νερό.
Τότε ο φύλακας του απάντησε πως ο άνθρωπος μπορεί, τα ζώα όχι. Ο άνθρωπος, όσο και αν διψούσε, δεν μπορούσε να αφήσει τους φίλους του. Χαιρέτισε και έφυγε.
Βρέθηκε σε ένα μονοπάτι ακόμα πιο όμορφο που τον οδήγησε σε μία πύλη που όμοια δεν είχε ξαναδεί. Ένας πανέμορφος τόπος!
Πλησίασε τον φύλακα της πύλης και τον ρώτησε αν θα μπορούσαν να ξεδιψάσουν κάπου και ο φύλακας τους οδήγησε σε μία πηγή.
Ήπιαν αρκετό νερό και αφού ξεδίψασαν, ο άνθρωπος ρώτησε τον φύλακα πώς λέγεται αυτό το μέρος και ο φύλακας απάντησε πως είναι ο Παράδεισος.
Ο άνθρωπος απορημένος του είπε πως και στην άλλη πύλη που ρώτησε, πάλι ο Παράδεισος είπαν ότι είναι.
Και ο φύλακας απάντησε:
«Όχι, εκεί είναι η κόλαση. Εκεί μένουν όλοι αυτοί που είναι ικανοί να εγκαταλείψουν απλόχερα τους φίλους τους μόνο για τη δική τους ευχαρίστηση.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου