Σάββατο 27 Μαΐου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 6.3.10–6.3.20

(ΞΕΝ Ελλ 6.3.1–6.3.20: Αθηναίοι και Σπαρτιάτες υπογράφουν ειρήνη το 371 π.Χ.) Ο λόγος του Καλλίστρατου – Υπογραφή της ειρήνης του 371 π.Χ. – Αποχώρηση των Θηβαίων

[6.3.10] Ταῦτα εἰπὼν σιωπὴν μὲν παρὰ πάντων ἐποίησεν, ἡδο-
μένους δὲ τοὺς ἀχθομένους τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐποίησε.
μετὰ τοῦτον Καλλίστρατος ἔλεξεν· Ἀλλ’ ὅπως μέν, ὦ
ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, οὐκ ἐγγεγένηται ἁμαρτήματα καὶ ἀφ’
ἡμῶν καὶ ἀφ’ ὑμῶν ἐγὼ μὲν οὐκ ἂν ἔχειν μοι δοκῶ εἰπεῖν·
οὐ μέντοι οὕτω γιγνώσκω ὡς τοῖς ἁμαρτάνουσιν οὐδέποτε
ἔτι χρηστέον· ὁρῶ γὰρ τῶν ἀνθρώπων οὐδένα ἀναμάρτητον
διατελοῦντα. δοκοῦσι δέ μοι καὶ εὐπορώτεροι ἐνίοτε γίγ-
νεσθαι ἅνθρωποι ἁμαρτάνοντες, ἄλλως τε καὶ ἐὰν κολασ-
θῶσιν ὑπὸ τῶν ἁμαρτημάτων, ὡς ἡμεῖς. [6.3.11] καὶ ὑμῖν δὲ ἔγωγε
ὁρῶ διὰ τὰ ἀγνωμόνως πραχθέντα ἔστιν ὅτε πολλὰ ἀντίτυπα
γιγνόμενα· ὧν ἦν καὶ ἡ καταληφθεῖσα ἐν Θήβαις Καδμεία·
νῦν γοῦν, †ὡς ἐσπουδάσατε αὐτονόμους τὰς πόλεις γενέσθαι,
πᾶσαι πάλιν, ἐπεὶ ἠδικήθησαν οἱ Θηβαῖοι, ἐπ’ ἐκείνοις γε-
γένηνται. ὥστε πεπαιδευμένους ἡμᾶς ὡς τὸ πλεονεκτεῖν
ἀκερδές ἐστι νῦν ἐλπίζω πάλιν μετρίους ἐν τῇ πρὸς ἀλλή-
λους φιλίᾳ ἔσεσθαι. [6.3.12] ἃ δὲ βουλόμενοί τινες ἀποτρέπειν τὴν
εἰρήνην διαβάλλουσιν, ὡς ἡμεῖς οὐ φιλίας δεόμενοι, ἀλλὰ
φοβούμενοι μὴ Ἀνταλκίδας ἔλθῃ ἔχων παρὰ βασιλέως
χρήματα, διὰ τοῦθ’ ἥκομεν, ἐνθυμήθητε ὡς φλυαροῦσι.
βασιλεὺς μὲν γὰρ δήπου ἔγραψε πάσας τὰς ἐν τῇ Ἑλλάδι
πόλεις αὐτονόμους εἶναι· ἡμεῖς δὲ ταὐτὰ ἐκείνῳ λέγοντές τε
καὶ πράττοντες τί ἂν φοβοίμεθα βασιλέα; ἢ τοῦτο οἴεταί
τις, ὡς ἐκεῖνος βούλεται χρήματα ἀναλώσας ἄλλους μεγά-
λους ποιῆσαι μᾶλλον ἢ ἄνευ δαπάνης ἃ ἔγνω ἄριστα εἶναι,
ταῦτα ἑαυτῷ πεπρᾶχθαι; εἶεν. [6.3.13] τί μὴν ἥκομεν; ὅτι μὲν
οὖν οὐκ ἀποροῦντες, γνοίητε ἄν, εἰ μὲν βούλεσθε, πρὸς τὰ
κατὰ θάλατταν ἰδόντες, εἰ δὲ βούλεσθε, πρὸς τὰ κατὰ γῆν ἐν
τῷ παρόντι. †τί μήν ἐστιν; εὔδηλον ὅτι εἰ τῶν συμμάχων
τινὲς οὐκ ἀρεστὰ πράττουσιν ἡμῖν ἢ ὑμῖν ἀρεστά.† ἴσως δὲ
καὶ βουλοίμεθ’ ἂν ὧν ἕνεκα περιεσώσατε ἡμᾶς ἃ ὀρθῶς
ἔγνωμεν ὑμῖν ἐπιδεῖξαι. [6.3.14] ἵνα δὲ καὶ τοῦ συμφόρου ἔτι
ἐπιμνησθῶ, εἰσὶ μὲν δήπου πασῶν τῶν πόλεων αἱ μὲν τὰ
ὑμέτερα, αἱ δὲ τὰ ἡμέτερα φρονοῦσαι, καὶ ἐν ἑκάστῃ πόλει
οἱ μὲν λακωνίζουσιν, οἱ δὲ ἀττικίζουσιν. εἰ οὖν ἡμεῖς φίλοι
γενοίμεθα, πόθεν ἂν εἰκότως χαλεπόν τι προσδοκήσαιμεν;
καὶ γὰρ δὴ κατὰ γῆν μὲν τίς ἂν ὑμῶν φίλων ὄντων ἱκανὸς
γένοιτο ἡμᾶς λυπῆσαι; κατὰ θάλαττάν γε μὴν τίς ἂν ὑμᾶς
βλάψαι τι ἡμῶν ὑμῖν ἐπιτηδείων ὄντων; [6.3.15] ἀλλὰ μέντοι ὅτι
μὲν πόλεμοι ἀεί ποτε γίγνονται καὶ ὅτι καταλύονται πάντες
ἐπιστάμεθα, καὶ ὅτι ἡμεῖς, ἂν μὴ νῦν, ἀλλ’ αὖθίς ποτε
εἰρήνης ἐπιθυμήσομεν. τί οὖν δεῖ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἀνα-
μένειν, ἕως ἂν ὑπὸ πλήθους κακῶν ἀπείπωμεν, μᾶλλον ἢ
οὐχ ὡς τάχιστα πρίν τι ἀνήκεστον γενέσθαι τὴν εἰρήνην
ποιήσασθαι; [6.3.16] ἀλλὰ μὴν οὐδ’ ἐκείνους ἔγωγε ἐπαινῶ οἵτινες
ἀγωνισταὶ γενόμενοι καὶ νενικηκότες ἤδη πολλάκις καὶ δόξαν
ἔχοντες οὕτω φιλονεικοῦσιν ὥστε οὐ πρότερον παύονται,
πρὶν ἂν ἡττηθέντες τὴν ἄσκησιν καταλύσωσιν, οὐδέ γε τῶν
κυβευτῶν οἵτινες αὖ ἐὰν ἕν τι ἐπιτύχωσι, περὶ διπλασίων
κυβεύουσιν· ὁρῶ γὰρ καὶ τῶν τοιούτων τοὺς πλείους ἀπό-
ρους παντάπασι γιγνομένους. [6.3.17] ἃ χρὴ καὶ ἡμᾶς ὁρῶντας
εἰς μὲν τοιοῦτον ἀγῶνα μηδέποτε καταστῆναι, ὥστ’ ἢ πάντα
λαβεῖν ἢ πάντ’ ἀποβαλεῖν, ἕως δὲ καὶ ἐρρώμεθα καὶ εὐτυ-
χοῦμεν, φίλους ἀλλήλοις γενέσθαι. οὕτω γὰρ ἡμεῖς τ’ ἂν
δι’ ὑμᾶς καὶ ὑμεῖς δι’ ἡμᾶς ἔτι μείζους ἢ τὸν παρελθόντα
χρόνον ἐν τῇ Ἑλλάδι ἀναστρεφοίμεθα.

[6.3.18] Δοξάντων δὲ τούτων καλῶς εἰπεῖν, ἐψηφίσαντο καὶ οἱ
Λακεδαιμόνιοι δέχεσθαι τὴν εἰρήνην, ἐφ’ ᾧ τούς τε ἁρμοστὰς
ἐκ τῶν πόλεων ἐξάγειν, τά τε στρατόπεδα διαλύειν καὶ τὰ
ναυτικὰ καὶ τὰ πεζικά, τάς τε πόλεις αὐτονόμους ἐᾶν. εἰ
δέ τις παρὰ ταῦτα ποιοίη, τὸν μὲν βουλόμενον βοηθεῖν ταῖς
ἀδικουμέναις πόλεσι, τῷ δὲ μὴ βουλομένῳ μὴ εἶναι ἔνορκον
συμμαχεῖν τοῖς ἀδικουμένοις. [6.3.19] ἐπὶ τούτοις ὤμοσαν Λακεδαι-
μόνιοι μὲν ὑπὲρ αὑτῶν καὶ τῶν συμμάχων, Ἀθηναῖοι δὲ καὶ
οἱ σύμμαχοι κατὰ πόλεις ἕκαστοι. ἀπογραψάμενοι δ’ ἐν
ταῖς ὀμωμοκυίαις πόλεσι καὶ οἱ Θηβαῖοι, προσελθόντες
πάλιν τῇ ὑστεραίᾳ οἱ πρέσβεις αὐτῶν ἐκέλευον μεταγράφειν
ἀντὶ Θηβαίων Βοιωτοὺς ὀμωμοκότας. ὁ δὲ Ἀγησίλαος
ἀπεκρίνατο ὅτι μεταγράψει μὲν οὐδὲν ὧν τὸ πρῶτον ὤμοσάν
τε καὶ ἀπεγράψαντο· εἰ μέντοι μὴ βούλοιντο ἐν ταῖς σπον-
δαῖς εἶναι, ἐξαλείφειν ἂν ἔφη, εἰ κελεύοιεν. [6.3.20] οὕτω δὴ
εἰρήνην τῶν ἄλλων πεποιημένων, πρὸς δὲ Θηβαίους μόνους
ἀντιλογίας οὔσης, οἱ μὲν Ἀθηναῖοι οὕτως εἶχον τὴν γνώμην
ὡς νῦν Θηβαίους τὸ λεγόμενον δὴ δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη,
αὐτοὶ δὲ οἱ Θηβαῖοι παντελῶς ἀθύμως ἔχοντες ἀπῆλθον.

***
Η αγόρευσή του προκάλεσε τη σιωπή όλων, ικανοποίησε όμως όσους είχαν παράπονα με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από κείνον μίλησε ο Καλλίστρατος:

«Δεν βλέπω, Λακεδαιμόνιοι, πώς θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έχουν γίνει σφάλματα κι από μας κι από σας. Δεν συμμερίζομαι ωστόσο τη γνώμη ότι δεν πρέπει πια να έχει κανένας σχέσεις μ' όσους έχουν σφάλει, γιατί διαπιστώνω ότι κανένας δεν είναι αλάθητος. Νομίζω μάλιστα ότι κάποτε γίνονται πιο συνεννοήσιμοι οι άνθρωποι χάρη στα λάθη τους, ιδίως όταν τιμωρηθούν γι' αυτά ― όπως εμείς. Αλλά και σε σας παρατηρώ ότι πολλές φορές πληρώσατε ακριβά τις ασυλλόγιστες πράξεις σας· παράδειγμα η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα: ενώ είχατε κάνει τόσες προσπάθειες για την ανεξαρτησία των πόλεων, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, αυτές πήγαν ξανά μαζί τους.

»Τώρα λοιπόν που το μάθαμε ότι οι πλεονέκτες δεν βγαίνουν κερδισμένοι, θα είμαστε και πάλι, ελπίζω, καλοί φίλοι μεταξύ μας. Όσο για τις συκοφαντίες ορισμένων που θέλουν να εμποδίσουν την ειρήνη ―ότι τάχα δεν ήρθαμε επειδή θέλουμε τη φιλία σας, αλλά επειδή φοβόμαστε μη φτάσει ο Ανταλκίδας με χρήματα από τον Βασιλέα―, σκεφτείτε πόσο ανόητες είναι: είναι γνωστό ότι ο Βασιλεύς έγραψε να γίνουν ανεξάρτητες όλες οι πόλεις στην Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν εμείς λέμε και κάνουμε τα ίδια με τον Βασιλέα, τι να 'χουμε να φοβηθούμε από κείνον; Ή μήπως φαντάζεται κανείς ότι έχει διάθεση να ξοδέψει χρήματα για να δυναμώσει άλλους, τη στιγμή που η σημερινή κατάσταση ανταποκρίνεται απόλυτα στις επιθυμίες του χωρίς να του στοιχίζει τίποτα; Αλλ' ας είναι.

»Τι είναι λοιπόν αυτό που μας φέρνει εδώ; Ότι δεν βρισκόμαστε σε στενόχωρη θέση, θα το καταλάβετε αν εξετάσετε την τωρινή κατάσταση ― θέλετε στη στεριά, θέλετε στη θάλασσα. Τι είναι, λοιπόν; Είναι φανερό ότι μερικοί από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν μας αρέσουν. Ίσως και να θέλουμε να σας φανερώσουμε τις ορθές αποφάσεις που πήραμε, σ' αντάλλαγμα του ότι κάποτε μας σώσατε. Αλλ' ας έρθω και στα συμφέροντά μας: είναι γνωστό πως από το σύνολο των πόλεων άλλες είναι με το μέρος σας κι άλλες με το μέρος μας, κι ότι σε κάθε πόλη υπάρχουν οπαδοί δικοί σας και δικοί μας. Αν λοιπόν γίνουμε εμείς φίλοι, από ποια μεριά θα μπορούσαμε, λογικά, να προσμένουμε να μας βρει κακό; Ποιος, την ώρα που θα είστε φίλοι μας, θα ήταν ικανός να μας βλάψει στη στεριά; Και ποιος, την ώρα που θα είμαστε με το μέρος σας, θα μπορούσε να σας πειράξει στη θάλασσα; Έπειτα το ξέρουμε όλοι μας ότι οι πόλεμοι που κάθε τόσο γίνονται έχουν ένα τέλος, κι ότι κάποτε ―αν όχι τώρα― θα επιθυμήσουμε κι εμείς ξανά την ειρήνη. Γιατί λοιπόν να πρέπει να περιμένουμε την ώρα όπου θα έχουμε εξαντληθεί από τις πολλές συμφορές, και να μην κάνουμε ειρήνη όσο πιο γρήγορα μπορούμε, πριν συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο;

»Εγώ τουλάχιστον δεν επιδοκιμάζω εκείνους τους αθλητές που, ενώ έχουν κιόλας κερδίσει πολλές νίκες και δόξα, έχουν τόσο μεγάλη φιλοδοξία, ώστε δεν σταματούν ν' αγωνίζονται παρά όταν μια ήττα δώσει τέλος στην αθλητική τους σταδιοδρομία· ούτε κι εκείνους που παίζουν ζάρια κι όταν κερδίσουν ένα ποσό ριψοκινδυνεύουν ξανά το διπλάσιο ― γιατί διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς καταστρέφονται ολότελα. Βλέποντας λοιπόν κι εμείς αυτά, δεν πρέπει ποτέ να εμπλακούμε σ' αγώνα τέτοιο που να ριψοκινδυνέψουμε ή όλα να τα κερδίσουμε ή όλα να τα χάσουμε, παρά όσο έχουμε ακόμα δυνάμεις κι ευημερούμε να γίνουμε φίλοι. Μ' αυτόν τον τρόπο, κι εμείς χάρη σε σας και σεις χάρη σε μας θα στερεώσουμε τη θέση μας στην Ελλάδα ακόμη καλύτερα απ' ό,τι στο παρελθόν».

Οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως οι πρέσβεις είχαν μιλήσει σωστά· ψήφισαν λοιπόν κι εκείνοι να δεχτούν ειρήνη με τους ακόλουθους όρους: ν' αποσύρουν όλοι τους αρμοστές που είχαν διορίσει σ' άλλες πόλεις, να διαλύσουν τις δυνάμεις τους στη στεριά και στη θάλασσα και ν' αφήσουν τις πόλεις ανεξάρτητες· κι αν κάποιος παραβεί τούτους τους όρους, να βοηθάει όποιος θέλει τις πόλεις που αδικούνται, όποιος όμως δεν θέλει, να μην είναι υποχρεωμένος από τη συνθήκη να συμμαχήσει μαζί τους. Πάνω σ' αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό δικό τους και των συμμάχων τους, κι οι Αθηναίοι κι οι δικοί τους σύμμαχοι χωριστά για κάθε πόλη. Οι Θηβαίοι είχαν υπογράψει κι εκείνοι τους όρκους μαζί με τις άλλες πόλεις, αλλά την επόμενη μέρα ήρθαν ξανά οι πρέσβεις τους και ζήτησαν να γίνει διόρθωση ― ότι είχαν ορκιστεί «οι Βοιωτοί» κι όχι «οι Θηβαίοι». Ο Αγησίλαος όμως αποκρίθηκε ότι δεν θα άλλαζε τίποτα απ' όσα είχαν ορκιστεί και υπογράψει· αν ωστόσο δεν ήθελαν να μετάσχουν στη συνθήκη, είπε, δεν είχαν παρά να το πουν για να τους διαγράψει.

Μ' αυτόν τον τρόπο όλοι οι άλλοι έκαναν ειρήνη κι έμεινε μόνο η διαφορά τους με τη Θήβα. Οι Αθηναίοι νόμισαν ότι τώρα υπήρχε ελπίδα να επιβληθεί στους Θηβαίους ο περιλάλητος φόρος της δεκάτης, κι οι ίδιοι οι Θηβαίοι έφυγαν πολύ αποκαρδιωμένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου