Κέντρο του αμαρτωλού πηλού μου εσύ, φτωχή ψυχή,
Κατάστικτη απ’ τις άγριες δυνάμεις που σε ντύνουν,
Γιατί κλεισμένη εδώ υποφέρεις και λιμοκτονείς,
Ενώ έξω ζωγραφιές λαμπρές τα τείχη σου φαιδρύνουν;
Αφού έχεις διορία μικρή, γιατί τόση χλιδή
Γι’ αυτή τη φθίνουσα έπαυλη που κατοικείς ξοδεύεις;
Σκουλήκια θα κληρονομήσουν τέτοια υπερβολή;
Αυτά θα φάν’ τα πλούτη σου; Εκεί το σώμα οδεύει;
Άσε το δούλο να χαθεί ψυχή μου για ν’ ακμάσεις·
Φτιάξε απ’ την πείνα σου σοδειά: Τις ώρες αν πωλήσεις
Τις μάταιες, ουράνια συμβόλαια θ’ αγοράσεις·
Έτσι εσύ μέσα θα τραφείς κι ο πλούτος έξω ας σβήσει.
Μάρανε εσύ το Θάνατο που τους θνητούς μαραίνει,
Κι έτσι αν πεθάνει ο Θάνατος, κανείς δεν θα πεθαίνει.
William Shakespeare, Τα σονέτα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου