• Προστατευτικοί γονείς: Στην περίπτωση αυτή έχουμε υπερβολική αγάπη των γονιών στα παιδιά τους, προσπάθεια για καλή ανατροφή και ταύτιση με το έργο του σχολείου. Ευγένεια αποτελεί βασικό στόχο
στην αγωγή ενώ το παιδί τελεί κάτω από συνεχή έλεγχο και εξάρτηση.
• Οι αυστηροί γονείς: Κάνουν μια αναπαραγωγική διαπαιδαγώγηση στα παιδιά τους. Οι αξίες τους αναπαράγονται από τα παιδιά τους, τα οποία θέλουν να πρωτεύουν στο σχολείο ενώ παράλληλα η αυστηρότητα και η κοινωνική αναγνώριση αποτελούν την αφετηρία και το τέρμα στις διαδικασίες και τους στόχους που επιδιώκουν.
• Οι κλασσικοί γονείς: Είναι συνήθως νέοι σε ηλικία και χαρακτηρίζονται από μια αισιοδοξία στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.
Οι ποινές εδώ είναι περιορισμένες γιατί αντικαθίστανται από την κατανόηση, αφού προσπαθούν το παιδί, μέσω του διαλόγου, να γίνει ένα ομοίωμά τους και να ταυτίζεται με τους κανόνες που οι ίδιοι θέτουν.
• Οι φιλελεύθεροι γονείς: Προσπαθούν να αποδεσμευτούν από το σύνδρομο της δικής τους αγωγής και είναι υπέρ της ελευθερίας και της υπευθυνότητας από τη μεριά του παιδιού. Αποφεύγουν τις απαγορεύσεις και αφήνουν περιθώρια προσωπικών επιλογών στις παιδικές δραστηριότητες. Συνήθως αυτή η αντιαυταρχική διαδικασία στις σχέσεις γονιών και παιδιού διαταράσσεται με την ενηλικίωση του παιδιού, γιατί το παιδί προσανατολίζεται σε δικές του επιλογές χωρίς εξάρτηση από το σπίτι.
• Οι ανεκτικοί γονείς: Είναι συνήθως γονείς που βρίσκονται σε διάσταση και στόχος τους είναι το παιδί να φτάσει στην αυτοπεποίθηση, την ανεξαρτησία και τον ενθουσιασμό. Οι γονείς αυτοί μιλούν με το παιδί για όλα τα θέματα και δεν επηρεάζονται από τη γνώμη και τις παρατηρήσεις του περιβάλλοντος τους για τη συμπεριφορά του παιδιού.
Στην ελληνική παιδαγωγική βιβλιογραφία, σημαντικοί καθηγητές Ψυχολογίας, παρουσιάζοντας σε άλλο επίπεδο την ψυχοδυναμική της οικογένειας, παρατηρούν ότι οι γονείς εντάσσονται βασικά σε στοργικούς- απορριπτικούς και σε διαλεκτικούς-αυταρχικούς. Οι στοργικοί γονείς αποδέχονται το παιδί και δείχνουν κατανόηση για τη συμπεριφορά του, ενώ οι απορριπτικοί το αποδοκιμάζουν και κατέχονται από « θυμική ένταση ». Οι διαλεκτικοί, από την άλλη, ενθαρρύνουν την παιδική αυτονομία, ενώ αντίθετα οι αυταρχικοί απαιτούν απροφάσιστη υποταγή, όπου κυριαρχεί η ετερονομία και καταναγκασμός.
Εκτός, όμως, από τα παραπάνω και σε άλλο πάλι επίπεδο, θα μπορούσε κανείς γενικά να πει ότι το πρώτο και ουσιαστικότερο περιβάλλον του παιδιού είναι η οικογένειά του. Επίδρασή της αρχίζει από την εποχή που ακόμα το βρέφος είναι στην κοιλιά της μάνας του,ακούει τους χτύπους της καρδιάς της και κυκλοφορούν στο σώμα του οι ορμόνες της, ενώ συνεχίζεται κατά την περίοδο που το παιδί ζει τους πρώτους μήνες της ζωής του και βιώνει τις πρώτες επαφές του με το κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι, αυτόματα, καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι μια σωστή σχέση αγάπης και κατανόησης, αλληλοβοήθειας καινσυγχωρητικότητας, μέσα από την ομαλή και επαρκή (οπτική, λεκτική και σωματική) επικοινωνία, θα αποτελέσουν το ιδανικό οικογενειακό κλίμα για να ευδοκιμήσουν οι νέοι βλαστοί. Κι αυτό γιατί το παιδί είναι καρπός της αγάπης των γονιών και δεν τους ξεχωρίζει στη συνείδησή του, άσχετα αν καθένας παίζει διαφορετικό ρόλο σε κάθε φάση της ζωής του. ποιότητα της σχέσης των γονιών αντανακλάται στο αίσθημα ασφάλειας των παιδιών και στην αδιάκοπη συμμόρφωσή τους με τις αρχές που τους δίνονται στα πλαίσια της αγωγής.
Γίνεται από τα παραπάνω φανερό ότι παιδαγωγικός ρόλος των δυο γονέων είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Πιο συγκεκριμένα, και προς αυτή την κατεύθυνση, οι κυριότερες παράμετροι στην προσωπικότητα και συμπεριφορά των γονέων, οι οποίες έχουν άμεση επίδραση στην ηθική ανάπτυξη του παιδιού, είναι οι εξής:
α) Το Υπερεγώ των γονέων: Αν δεχθούμε την άποψη των ψυχοδυναμικών ότι το σημαντικότερο γεγονός στη ηθική ανάπτυξη του παιδιού είναι η ταύτισή του με το γονέα, τότε, όσο πιο ώριμο και πλήρες είναι το Υπερεγώ των γονέων, τόσο ισχυρότερη ηθική συνείδηση και εντονότερο συναίσθημα ενοχής θα διαθέτει το παιδί. Αντίθετα, όσο πιο ελλειμματικό ή υπερβολικά αυστηρό, περιοριστικό και ανελαστικό είναι το Υπερεγώ των γονέων, τόσο χαλαρότερος και ατελέσφορος θα είναι ηθικός εξοπλισμός του παιδιού. Ακόμη, όσο πιο στενή και ζεστή είναι η σχέση αυτή, τόσο πληρέστερη είναι η ταύτιση που τελικά θα πραγματοποιήσει το παιδί. Δυσκολίες στη διαδικασία της ταύτισης δημιουργούνται και στις περιπτώσεις που γονέας είναι «απών» (ορφανά παιδιά, παιδιά διαζευγμένων γονέων).
β) Η χρήση της λογικής ανάλυσης των συνεπειών των πράξεων: πιο αποτελεσματικός τρόπος ενίσχυσης της ηθικής συμπεριφοράς του παιδιού είναι η ανάλυση των συνεπειών που έχουν οι πράξεις για τα συναισθήματα των άλλων. γονέας που βοηθά το παιδί του να αποκτήσει επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του και να νιώθει άγχος για τις τυχόν αρνητικές επιδράσεις των πράξεών του για τους άλλους, εξοπλίζει το παιδί του με μεγαλύτερη αντίσταση στις προκλήσεις για παραπτωματική συμπεριφορά. Για να εδραιωθεί όμως στην ψυχική ζωή του παιδιού το ενδιαφέρον για τους άλλους και το συναίσθημα της φιλαλληλίας, πρέπει απαραίτητα ίδιος γονέας να βιώνει θετικά συναισθήματα – συμπόνιας, συμπαράστασης – προς τους άλλους και προς το ίδιο το παιδί. Παράλληλα δηλαδή προς τη λογική ανάλυση των συνεπειών των πράξεων, γονέας πρέπει να διατηρεί με το παιδί μια ζεστή και στενή σχέση και να δείχνει γενικώς και προς τους συνανθρώπους του συναισθήματα φιλαλληλία.
γ) Οι επιβαλλόμενες ποινές να είναι εξειδικευμένες, συνεπείς, άμεσες και ανάλογες προς το παράπτωμα: Σε περίπτωση που γονέας αποφασίσει να επιβάλει στο παιδί κάποια ποινή, πρέπει να φροντίσει ώστε η τιμωρία να απευθύνεται στη συγκεκριμένη ενέργεια (ή στη συγκεκριμένη κοινωνική συνέπεια της ενέργειας) και ποτέ στο παιδί αορίστως. Οι γονείς θα πρέπει να κάνουν σαφή διάκριση ανάμεσα στο παιδί σαν πρόσωπο, το οποίο πάντοτε αγαπούν και αποδέχονται, και στις πράξεις του παιδιού, τις οποίες μπορεί άλλες να αποδέχονται και άλλες να μην αποδέχονται. σαφής καθορισμός της συγκεκριμένης ενέργειας (ή της συνέπειας της ενέργειας), η οποία απολήγει σε ποινή, είναι αναγκαίος, γιατί έτσι θα είναι αποτελεσματικότερη η επιθυμητή συνεξάρτηση ανάμεσα στην ανεπίτρεπτη πράξη και στο άγχος της τιμωρίας. Επίσης, οι ποινές είναι αποτελεσματικότερες όταν και οι δύο γονείς ακολουθούν την ίδια πειθαρχική τακτική, καθώς επίσης και όταν και οι δύο γονείς έχουν σταθερά κριτήρια για το τι «επιτρέπεται» και για το τι «απαγορεύεται». Όπου η πειθαρχική τακτική των γονέων έχει συνέπεια, το παιδί νιώθει πιο ασφαλές. Οι γονείς θα πρέπει να ορίζουν όρια μέσα στα οποία το παιδί θα μπορεί να κινείται ελεύθερα αλλά χωρίς να τα υπερβαίνει. Τα όρια όμως αυτά θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένα και γνωστά και στα δυο μέρη. Όταν το παιδί αντιμετωπίζει έναν ασυνεπή γονέα, δεν μπορεί να προβλέψει τις αντιδράσεις του γονέα και τελικά νιώθει ότι δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο στο περιβάλλον του.
Τα παιδιά με μια τέτοια αντίληψη του κόσμου δυσκολεύονται να αναπτύξουν αυτό που αποκαλείται εσωτερικός έλεγχος των πράξεων. Τα παιδιά αυτά τελικά πιστεύουν ότι η μοίρα τους είναι στα χέρια των άλλων και αναπτύσσουν μια παθητική στάση απέναντι στη ζωή, το λεγόμενο εξωπροσωπικό έλεγχο των πράξεων. Τέλος, οι ποινές από μέρους των γονέων πρέπει να είναι άμεσες, να επιβάλλονται αμέσως με την έναρξη εκτέλεσης της απαγορευμένης πράξης, και όχι καθυστερημένα. Έτσι, το άγχος που νιώθει το παιδί για την απαγορευμένη πράξη θα επενεργεί ανασταλτικά. Αν οι ποινές επιβάλλονται καθυστερημένα, το παιδί προβαίνει κατά κάποιο τρόπο ανενδοίαστα στην εκτέλεση της απαγορευμένης πράξης, αλλά εκ των υστέρων θα νιώθει τύψεις και θα αναζητεί τη συγνώμη και τη μετάνοια.
δ) Προβολή ηθικών προτύπων για μίμηση: τεράστια μορφοποιός δύναμη της διαδικασίας της μίμησης προτύπων, την οποία προβάλλουν οι συμπεριφοριστές της κοινωνικής μάθησης, είναι αναμφισβήτητη. Είναι αυτονόητο ότι ισχυρότερη ηθικότητα θα αναπτύξει το παιδί που ως παράδειγμα για μίμηση έχει έναν γονέα οποίος συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις ηθικές του διακηρύξεις, γιατί έτσι έχουμε θετική ταύτιση και μίμηση. Αντίθετα, το παιδί που έχει ως πρότυπο προς μίμηση ένα γονέα με ασυνεπή συμπεριφορά και ελαστική ηθικότητα διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο να αποκτήσει και αυτό μια ελλειμματική και ανίσχυρη ηθικότητα.
Από όλα τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι γονέας που έχει μεγαλύτερη πιθανότητα τα παιδί του να αποκτήσει ισχυρή και ώριμη ηθικότητα παρουσιάζει συγχρόνως και τα εξής χαρακτηριστικά:
> Είναι στοργικός, διατηρεί στενή και ζεστή σχέση με το παιδί και εκδηλώνει γενικά θετική στάση προς τους συνανθρώπους του
> Αναλύει και εξηγεί στο παιδί τις αρνητικές συνέπειες που έχουν οι πράξεις για τα συναισθήματα των άλλων και
> Εφαρμόζει και στην πράξη, με το παράδειγμά του, τα όσα ίδιος διακηρύσσει ως λογικά και ώριμα ηθικά κριτήρια και τα οποία απαιτεί από τους άλλους.
Γενικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι κύρια επιδίωξη στην όλη διαδικασία της κοινωνικοποίησης είναι η ηθικότητα, δηλαδή η ικανότητα του ατόμου να διακρίνει τι είναι καλό ή κακό τόσο στη δική του συμπεριφορά όσο και στη συμπεριφορά των άλλων.
Τέλος, και με βάση όλα όσα προηγήθηκαν, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ρόλος των γονέων με το πέρασμα των χρόνων γίνεται όλο και πιο σημαντικός αφού, όπως φάνηκε και παραπάνω, αυτοί αποτελούν τον πρώτο κρίκο σύνδεσης του παιδιού τους με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Στη σύγχρονη, μάλιστα, εποχή με τις όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις, το παιδί έχει ανάγκη από πιο ολοκληρωμένη στήριξη, αφού χαρακτήρας του πρέπει να διαθέτει αρχικά ήθος, ευγένεια και καλούς τρόπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου