Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από αδυναμίες και δυνατότητες, όπου η αποδοχή τους συμβάλλει στη συναισθηματική του ωριμότητα και στη ψυχική του ολοκλήρωση. Νιώθει ολοκληρωμένος κάποιος, όταν καταφέρει να ενοποιήσει τα κομμάτια του εαυτού του αρμονικά και νιώθοντας ψυχική ολοκλήρωση σχετίζεται με τους άλλους αλληλοεπιδρώντας μαζί τους με συναισθηματική ωριμότητα, ενώ παράλληλα δημιουργεί με έγνοια τα ενδιαφέροντά του.
Εάν κάποιος παρατηρεί τις ατέλειές του και αυτό το αντιμετωπίζει μειονεκτικά, θεωρώντας τον εαυτό του ελλιπή κάθε φορά που παρατηρεί ψεγάδια πάνω του, αποκαλώντας τα στίγματα σε ένα καμβά, όπου επιμένει ότι πρέπει να είναι τέλειος για να είναι αποδεκτός, τόσο περισσότερο θα υποτιμά τον εαυτό του κάθε φορά που θα ανακύπτει μια δυσκολία στην οποία δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί.
Το αίσθημα ανεπάρκειας τον κλονίζει ψυχικά, γιατί έχει ταυτίσει την αξία του με μια εικόνα τελειότητας στην οποία προσπαθεί να ανταποκριθεί, κάτι που τον εμποδίζει να εκτιμήσει κάθε θετικό που έχει και να συμφιλιωθεί με τις ατέλειές του, που δεν μπορούν να βλάψουν την αξία του, γιατί ο καθένας μας αποτελεί ένα σύνολο χαρακτηριστικών που αποτελούν μια ομάδα, όπου το κάθε στοιχείο μας συμβάλλει αρμονικά σε μια ισορροπία.
Η δύναμη χρειάζεται την αδυναμία, η σοβαρότητα την ανεμελιά, όπως ο καθάριος ουρανός χρειάζεται τα σύννεφά του, η όαση την έρημό της. Εάν όμως κάποιος δυσκολεύεται να έρθει σε επαφή με την αδύναμη πλευρά του και να αποδεχτεί τη χρησιμότητά της, τότε καταφεύγει στην εξιδανίκευση, αφαιρώντας τα αρνητικά στοιχεία του ώστε να μην έρθει σε επαφή με μια αλήθεια που θα είναι επώδυνη για εκείνον, εξαιτίας της ανετοιμότητάς του να τη δεχτεί.
Αποδίδοντας σε ένα μέρος του εαυτού του μια ιδανική υπόσταση δεν κινδυνεύει η εύθραυστη αυτοεκτίμησή του, γιατί εξαρτάται με πάθος από την τελειοποίησή του και λησμονά τις άλλες δυσκολίες που προκύπτουν. Οσο εξιδανικεύει, μοιάζει με το μικρό παιδί που αποδίδει στον εαυτό του ή στον άλλον το ρόλο του μάγου, που θα εξαφανίσει με το μαγικό του ραβδάκι την ατέλεια εκείνη που αμαυρώνει την εικόνα του.
Η εξιδανίκευση είναι ένας μηχανισμός όπου είτε τα μέρη του εαυτού είτε το άλλο πρόσωπο είτε η κατάσταση, τοποθετούνται σε ένα βάθρο και εξυψώνονται, προκειμένου να καλυφθούν ανασφάλειες και φόβοι που έχουν να κάνουν με την εικόνα του εαυτού. Ο εαυτός ραγίζει από ελλείμματα κάτω από το βάρος μιας χαμηλής αυτοεκτίμησης και αποθεώνοντας κάτι άλλο, όσοι χρησιμοποιούν αυτόν τον μηχανισμό, αποβλέπουν σε μια ασπίδα προστασίας, η οποία φαντάζονται πως θα μπορούσε να προστατεύσει από πιθανούς κινδύνους, ελπίζοντας σε μια συγκόλληση που μόνο όμως ένα βλέμμα αγάπης μπορεί να χαρίσει.
Συχνά πλέκουν εγκώμια άλλων, μεταθέτοντας τα δικά τους θετικά χαρακτηριστικά στα άλλα πρόσωπα και προσκολλώνται σε αυτά με αδιαίρετο τρόπο, πιστεύοντας ότι έτσι θα εκτιμηθούν από τα πρόσωπα που τους προσφέρουν την ψυχή τους, ώστε να εισχωρήσει η αξία στο ψυχικό τους σύστημα και να επιβεβαιωθεί η αλήθεια τους ότι έχουν δικαίωμα να αγαπιούνται.
Ενα παιδί μέσα τους που έχει παραμείνει μικρό ελπίζει, ότι ο άλλος, με την παντοδύναμη ισχύ που του αποδίδουν, θα τους προστατέψει από κάθε απειλή που θα μπορούσε να τους επηρεάσει, επειδή αδυνατούν να προστατέψουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, νιώθοντας ευάλωτοι στη θέα της θρυμματισμένης τους δύναμης.
Η αδυναμία τους αποτελεί το μαύρο σημάδι που πιστεύουν πως απομακρύνει εκείνους που οι δυσκολίες τους τούς κρατούν έτσι ή αλλιώς μακριά τους. Tο ντροπαλό τους βλέμμα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από το ταξίδι της προσπάθειας, αλλά με λαχτάρα και αγωνία αποβλέπουν στο έπαθλο, που θα σφυρηλατήσει την εύθραυστη αυτοεκτίμησή τους, για να το προσφέρουν σε εκείνους, που δεν μπόρεσαν να τους κοιτάξουν ποτέ, ελπίζοντας σε μια αντανάκλαση που θα δικαιώσει την ύπαρξή τους.
Αποκεκομμένα τα κομμάτια του εαυτού τους αιωρούνται, νιώθοντας έτσι αδύναμοι, οπότε η ενότητά τους, κάτι που θα μπορούσε να τους κάνει να έρθουν σε επαφή με τη δύναμή τους και να αφεθούν σε αυτήν, αποτρέπεται και έτσι παραμένουν ανήμποροι να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες της ζωής. Κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά σε ένα εμπόδιο, η σκέψη, ότι πρέπει να επιστρατεύσουν ένα σχέδιο τελειότητας για να μπορούν να το αντιμετωπίσουν, κάνει το εμπόδιο ανυπέρβλητα αξεπέραστο και εκείνους δραματικά λιλιπούτειους μπροστά του.
Το τέλειο για εκείνους είναι μια έννοια, όπου εκφράζει μια προσδοκία πόθου να γίνουν το ιδανικό για κάποιον, που δεν κατάφερε να τους αγαπήσει όπως θα ήθελαν, προκειμένου να αγαπηθούν επιτέλους ως άνθρωποι και όχι σα μια καλοκουρδισμένη μηχανή στην κατασκευή της οποίας επιδίδονται ακούραστα, γυρεύοντας στα τυφλά την αγάπη που έχασαν. Η σκέψη λοιπόν, πως ο άνθρωπος που έρχονται σε επαφή μαζί του, μέσα από την εξιδανικευμένη θέση που τον βάζουν, μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο για να το πετύχουν πιο εύκολα, αποτελεί για εκείνους μια πρόκληση όπου δεν αντιστέκονται.
Η επιθυμία για σχέση μετατρέπεται σε ανάγκη για χρήση και κάθε συναίσθημα θυσιάζεται στον βωμό της αψεγάδιαστης εικόνας που θέλουν να μορφοποιήσουν για την εικόνα τους, μήπως επιτέλους εκτιμηθεί η αξία τους από τα πρόσωπα του παρελθόντος τους, στα οποία απευθύνονται στους πραγματικούς ή στους φαντασιωσικούς τους διαλόγους. Κι όταν το άλλο πρόσωπο δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που η ψυχική του ανωριμότητα τους υποδεικνύει, τότε το περιθωριοποιούν κατηγορώντας το, γιατί δεν μπορεί να αποτελέσει το εισιτήριο για τη δική τους μεγαλειώδη θέση στην καρδιά κάποιου, όπου ατέρμονα ελπίζουν πως η θέση θα ανοίξει, αν θαμπωθεί από αυτό που μπορεί να του προσφέρουν ως θυσία.
Μέσα από τους μηχανισμούς της εξιδανίκευσης που χρησιμοποιεί κάποιος, προστατεύει αρχικά τον εαυτό του από την οδύνη και καταφεύγει σε μια υπεραισιοδοξία που τον κάνει να αποφεύγει την πραγματικότητα, ενώ η επαφή με αυτήν γίνεται εξ απαλών ονύχων, με αποτέλεσμα τα δραματικά γεγονότα της ζωής να του διαφεύγουν και τα συναισθήματα που προκύπτουν από αυτά να τον διατρυπούν, χωρίς να το αντιλαμβάνεται εκείνος, οπότε η θλίψη αρχίζει σιγά-σιγά να ροκανίζει την ύπαρξή του.
Δεν αποκτά μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον εαυτό του, αποδεχόμενος όλη την γκάμα των συναισθημάτων του, των χαρακτηριστικών του, αλλά και για την πραγματικότητά του, η οποία μόνιμα του διαφεύγει, οπότε οτιδήποτε διαδραματίζεται δεν περνά από το φίλτρο της λογικής, αλλά καταλήγει σε μια εξιδανικευμένη κατάσταση, όπου τα πάντα διαδραματίζονται στη χώρα της φαντασίωσής του.
Κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα, επειδή νιώθει αδύναμος να αναμετρηθεί μαζί της γιατί όλα μοιάζουν γιγάντια για εκείνον, καταφεύγει στη φαντασίωση που γίνεται για εκείνον ένα λημέρι που τον κρατά ολοένα και περισσότερο μακριά από τον εαυτό του, την αλήθεια του, κλέβοντας ολάκερα κομμάτια από τον εαυτό του και αφήνοντάς τον με μια κάλπικη ταυτότητα.
Γυρεύει να περισώσει ό,τι απέμεινε, ελπίζοντας παράλληλα πως κάποιος θα τον λυτρώσει από τα επώδυνα συναισθήματα που έζησε, αλλά επειδή δεν έχει διαπεράσει το ψυχικό του δέρμα η ατόφια, καθάρια αγάπη, εξοικειώνεται με τον ρόλο του σωτηρα ή του θύματος σε μια σχέση, οπότε την κολακεία την φαντασιώνει ως απύθμενη αγάπη και πέφτει στο κενό εξαντλώντας τον εαυτό του.
Η ανάγκη για επιβεβαίωση της αξίας του τον κάνει να προσκολλάται στα πρόσωπα και η παρατεταμένη εξάρτησή του από τους άλλους που εξιδανικεύει, τον κάνει να χάνει την ελευθερία του. Η εμπιστοσύνη στον εαυτό υποφέρει από αλλεπάλληλες ματαιώσεις, οπότε κάθε παράσταση ελευθερίας σέρνει μαζί της άναρχους φόβους και ο αποχωρισμός μοιάζει εφιάλτης. Η διαφοροποίηση μοιάζει ανέφικτη, γιατί το κλίμα ανασφάλειας, έλλειψης εμπιστοσύνης και σεβασμού είναι κατακλυσμιαία σαρωτικό και οι μηχανισμοί άμυνας έχουν αδρανοποιηθεί για να τον ενισχύσουν ή έχουν γίνει τόσο συμπαγείς και άκαμπτοι που πλέον αυτοί οι ίδιοι αποτελούν τη φυλακή του.
Η αξία του συρρικνωμένη αποζητά ένα κάτοπτρο, αλλά εκείνο που συναντά μέσα από λάθος επιλογές την αφανίζει. Η διάθεση για δημιουργικότητα υποχωρεί, γιατί η θλίψη τρυπά με τα βέλη της την ελπίδα και εκείνο που σταλάζει μέσα του είναι η πικρία για το τόλμημα, η ενοχή για το λάθος. Η αυτονομία ψαλιδίζεται, η ντροπή εισβάλλει και ακινητοποιεί την ελεύθερη έκφραση, που χρειάζεται ένα αέρα εκτίμησης για να πνεύσει και να περιβάλλει, δίνοντας ώθηση για αποφάσεις.
Η αγάπη λιγοστεύει, η επιθυμία μαραζώνει, η θλίψη ακινητοποιεί τη σκέψη. Οι άνθρωποι που μπορούν να τον αγαπήσουν μοιάζουν για εκείνον μακρινοί κι απροσπέλαστοι, γιατί η προσφορά τους υπερχειλίζει μέσα τους και έρχονται οι φόβοι τους να απομακρύνουν τα πρόσωπα, που οι εκφράσεις στοργής τους είναι τόσο παράταιρες με τον μοναχικό κόσμο στον οποίο συνήθισαν να ζουν. Συνειδητά ή υποσυνείδητα ένας υποτιμημένος μικρούλης εαυτός φοβάται ότι και αυτοί θα τον απογοητεύσουν, οπότε για να μην συμβεί αυτό, αποτρέπουν με τα αγκάθια τους το πλησίασμά τους ή το υποτιμούν για να μην πνιγεί από αγάπη η πληγωμένη τους ψυχή.
Ο μηχανισμός της εξιδανίκευσης χάνει την παθολογική του σημασία, όταν εκτιμήσουμε την παρουσία, όταν αποδεχτούμε τις ελλείψεις μας, όταν πάψουμε να λυπόμαστε για την απουσία όλων αυτών που δεν έχουμε και τα οποία φαντασιώνουμε πως θα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν μια θέση στον Παράδεισό μας.
Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή μας και ούτε μπορούμε να συμπορευτούμε με όλους, χωρίς αυτό να αποτελεί πλήγμα για την αξία μας. Η αγάπη για τον εαυτό και επομένως και για όλους εκείνους που μπορούν να αγαπήσουν χρειάζεται την τόλμη και την αποφασιστικότητά μας, να λύσουμε κάθε κόμπο που δένει την ψυχή μας και δυσκολεύει την αλήθεια μας.
Η ελευθερία έρχεται όταν καταφέρουμε με ειλικρίνεια να έρθουμε σε επαφή με τις μύχιες πλευρές του εαυτού μας, να τις περιθάλψουμε με αγάπη και έγνοια και να τις βοηθήσουμε στοργικά να μεγαλώσουν κάτω από το βλέμμα φροντίδας και αφοσίωσής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου