Ο σύγχρονος ορθολογισμός δεν είδε τον Μεσαίωνα παρά σαν μια ουσιαστικά ζοφερή περίοδο. Έχει επισημάνει τη γενική έλλειψη προσωπικής ελευθερίας, την εκμετάλλευση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού από μια μικρή μειοψηφία, τη στενοκεφαλιά που έκανε τον χωρικό της υπαίθρου να φαντάζει στα μάτια των κατοίκων της πόλης επικίνδυνος και ύποπτος ξένος -για να μη μιλήσουμε καν για τον άνθρωπο που θα ερχόταν από μια ξένη χώρα-, όπως επίσης τις προλήψεις και την άγνοια που επικρατούσαν. Από την άλλη πλευρά, ο Μεσαίωνας εξιδανικεύτηκε από στοχαστές, κυρίως αντιδραστικούς, κάποιες φορές όμως και από προοδευτικούς κριτές του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι τελευταίοι στάθηκαν στο αίσθημα αλληλεγγύης, στην υποταγή της οικονομίας στις ανθρώπινες ανάγκες, στην ευθύτητα και τη θετικότητα των ανθρώπινων σχέσεων, στην υπερεθνική αρχή της Εκκλησίας, στο αίσθημα ασφάλειας που χαρακτήριζε τον άνθρωπο κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Και οι δύο αυτές εικόνες είναι ορθές- αυτό που θα τις καθιστούσε εσφαλμένες θα ήταν να προσκολληθούμε στη μία και να κλείσουμε τα μάτια μας απέναντι στην άλλη.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη μεσαιωνική κοινωνία, σε αντίθεση με τη σύγχρονη, είναι η απουσία ατομικής ελευθερίας. Κατά την παλαιότερη περίοδο, κάθε άτομο ήταν άρρηκτα δεμένο με τον ρόλο του μέσα στην κοινωνική τάξη. Ένας άνθρωπος είχε ελάχιστες ευκαιρίες να μετακινηθεί από μια κοινωνική τάξη σε κάποια άλλη, ήταν μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολο ακόμη και να μετακινηθεί γεωγραφικά από μια πόλη ή από μια χώρα σε μια άλλη. Με λιγοστές εξαιρέσεις, κάθε άνθρωπος έπρεπε να μείνει στο μέρος όπου γεννήθηκε. Συχνά δεν ήταν καν ελεύθερος να ντυθεί όπως επιθυμούσε ή να φάει αυτό που του άρεσε. Ο τεχνίτης έπρεπε να πουλήσει σε καθορισμένη τιμή και ο χωρικός σε κάποιο καθορισμένο μέρος στην αγορά της πόλης. Απαγορευόταν στα μέλη των συντεχνιών να κοινοποιήσουν τεχνικά μυστικά της δουλειάς σε ανθρώπους που δεν ήταν κι αυτοί μέλη της ίδιας συντεχνίας και ήταν υποχρεωμένος να επιτρέπει στους συναδέλφους του -στα μέλη της ίδιας συντεχνίας δηλαδή- να παίρνουν κι αυτοί μέρος σε οποιαδήποτε πλεονεκτική αγορά πρώτων υλών. Στην προσωπική, οικονομική και κοινωνική ζωή επικρατούσαν κανόνες και υποχρεώσεις, από τις οποίες στην πράξη δεν εξαιρούνταν καμία σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Παρόλο που ο άνθρωπος δεν ήταν ελεύθερος, με τη σημερινή έννοια, δεν ήταν ούτε μόνος ούτε απομονωμένος. Με το να έχει μια διακριτή, αμετάβλητη και αδιαφιλονίκητη θέση στον κοινωνικό κόσμο από τη στιγμή της γέννησής του, ο άνθρωπος ήταν ριζωμένος μέσα σε έναν δομημένο περίγυρο, και έτσι η ζωή του είχε ένα νόημα που δεν άφηνε χώρο και αιτίες για αμφιβολίες. Ο άνθρωπος ταυτιζόταν με τον κοινωνικό του ρόλο: Ήταν χωρικός, τεχνίτης, ιππότης, και όχι ένα άτομο που τύχαινε να έχει τη μια ή την άλλη απασχόληση. Η κοινωνική τάξη γινόταν αντιληπτή σαν φυσική τάξη και το να αποτελεί κάνεις ένα καθορισμένο κομμάτι της του παρείχε ένα αίσθημα ασφάλειας και ένταξης. Συγκριτικά, υπήρχε μικρός ανταγωνισμός. Γεννιόταν κανείς σε μια συγκεκριμένη οικονομική θέση, η οποία του εγγυόταν παραδοσιακά έναν τρόπο ζωής, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που του έθετε και κάποιες οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι σε εκείνους που βρίσκονταν υψηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία. Όμως μέσα στα όρια της κοινωνικής του σφαίρας το άτομο είχε στην πραγματικότητα αρκετή ελευθερία να εκφραστεί μέσω της εργασίας του, όπως και στη συναισθηματική του ζωή. Και παρόλο που δεν υπήρχε ατομικότητα υπό τη σημερινή έννοια της άνευ όρων δυνατότητας επιλογής ανάμεσα σε πολλούς διαφορετικούς τρόπους ζωής (μια ελευθερία επιλογής που είναι υπερβολικά αφηρημένη), υπήρχε ένας αρκετά ευρύς συγκεκριμένος ατομικισμός στην πραγματική ζωή.
Υπήρχαν πολλές στερήσεις και πολύς πόνος, υπήρχε επίσης όμως και η Εκκλησία, η οποία τα έκανε όλα αυτά πιο υποφερτά, αιτιολογώντας τα ως αποτέλεσμα της αμαρτίας του Αδάμ και των ατομικών αμαρτημάτων του καθενός. Και ενώ η Εκκλησία σφυρηλατούσε ένα αίσθημα ενοχής, την ίδια στιγμή διαβεβαίωνε το άτομο για την άνευ όρων αγάπη της απέναντι σε όλα της τα τέκνα και πρόσφερε έναν τρόπο για να πιστέψει κανείς ότι ο Θεός θα τον συγχωρούσε. Η σχέση με τον Θεό ήταν περισσότερο σχέση πίστης και αγάπης παρά αμφιβολίας και φόβου. Ακριβώς όπως ένας χωρικός και ένας αστός σπάνια υπερέβαιναν τα στενά όρια του μικρού γεωγραφικού χώρου όπου καθένας τους κατοικούσε, έτσι και το σύμπαν ήταν περιορισμένο και γινόταν εύκολα κατανοητό. Η γη και ο άνθρωπος βρίσκονταν στο κέντρο του, ο ουρανός ή η Κόλαση ήταν ο τόπος της μέλλουσας ζωής, και όλες οι πράξεις, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο του ανθρώπου, είχαν μια εσωτερική σχέση αλληλεπίδρασης.
Παρότι η κοινωνία ήταν έτσι δομημένη και παρείχε ένα αίσθημα σιγουριάς στον άνθρωπο, από την άλλη τον κρατούσε αλυσοδεμένο. Επρόκειτο για δεσμά διαφορετικού είδους από εκείνα που συνιστούσαν τον αυταρχισμό και την καταπίεση τους επόμενους αιώνες. Η μεσαιωνική κοινωνία δεν αποστερούσε το άτομο από την ελευθερία του επειδή το άτομο δεν υπήρχε ακόμα: Ο άνθρωπος εξακολουθούσε να σχετίζεται με τον κόσμο ακολουθώντας τους πρωταρχικούς δεσμούς. Δεν είχε ακόμα συλλάβει τον εαυτό του ως άτομο, παρά μόνο μέσω του κοινωνικού του ρολού — ο οποίος και πάλι ήταν φυσικός. Ούτε είχε αντιληφθεί τους άλλους ανθρώπους ως άτομα. Ο χωρικός ο οποίος ερχόταν περιστασιακά στην πόλη ήταν ένας ξένος, αλλά ακόμη και στο πλαίσιο της ίδιας της πόλης τα μέλη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων έβλεπαν τους άλλους ως ξένους. Η επίγνωση του ατομικού εαυτού, η σύλληψη των άλλων ανθρώπων και του κόσμου ως ξεχωριστών οντοτήτων δεν είχε αναπτυχθεί πλήρως ακόμα.
Η δομή της κοινωνίας και της προσωπικότητας του ατόμου υπέστησαν αλλαγές κατά τον όψιμο Μεσαίωνα. Η ενότητα και ο συγκεντρωτισμός της μεσαιωνικής κοινωνίας χαλάρωσαν. Το κεφάλαιο, η ατομική οικονομική πρωτοβουλία και ο ανταγωνισμός άρχισαν να αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, ενώ εμφανίστηκε μια καινούρια τάξη κεφαλαιούχων. Τότε σημειώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ανάπτυξη του ατομισμού, γεγονός που επηρέασε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας, την αισθητική, τη μόδα, την τέχνη, τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσω ότι το νόημα αυτής της διαδικασίας στο σύνολό της ήταν διαφορετικό από τη μια για τις ολιγομελείς ομάδες των πλουσίων και των κεφαλαιούχων και από την άλλη για τις μάζες που κατοικούσαν στην ύπαιθρο, κυρίως μάλιστα για τη μεσαία τάξη στις πόλεις – για την οποία αυτές οι μεταβολές ναι μεν συνεπάγονταν νέες ευκαιρίες και δυνατότητες πλουτισμού και ατομικής πρωτοβουλίας, την ίδια στιγμή όμως σηματοδοτούσαν το τέλος του παραδοσιακού τρόπου ζωής τους. Είναι σημαντικό να έχουμε στον νου μας αυτή τη διαφορά, καθώς αποτελούσε τον καθοριστικό παράγοντα των ψυχολογικών και ιδεολογικών αναδράσεων αυτών των ξεχωριστών ομάδων.
Η καινούρια οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη ακολούθησε ταχύτερους ρυθμούς στην Ιταλία και σε εκείνη τη χώρα η επίδραση αυτής της ανάπτυξης στην τέχνη, στη φιλοσοφία και στον τρόπο ζωής εν γένει ήταν βαθύτερη από ό,τι στη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Στην Ιταλία για πρώτη φορά αναδύθηκε το άτομο μέσα από τη φεουδαρχική κοινωνία, για να συντρίψει εκείνα ακριβώς τα δεσμά τα οποία το περιόριζαν την ίδια στιγμή που του παρείχαν σιγουριά. Ο Ιταλός αναγεννησιακός άνθρωπος έγινε, κατά τη ρήση του Μπούρκχαρντ, «το πρωτότοκο από τα παιδιά της νεωτερικής Ευρώπης», το πρώτο άτομο.
Υπήρξαν πολλοί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες που ευθύνονταν για την κατάρρευση της μεσαιωνικής κοινωνίας στην Ιταλία νωρίτερα από ό,τι στην κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες ήταν η γεωγραφική θέση της Ιταλίας και τα εμπορικά πλεονεκτήματα τα οποία προέκυπταν από αυτή σε μια περίοδο κατά την οποία η Μεσόγειος ήταν η μεγάλη οδός του εμπορίου για την Ευρώπη, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον Πατριάρχη και τον αυτοκράτορα, που είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη πολλών ανεξάρτητων πολιτικών μονάδων, και η εγγύτητα προς την Ανατολή, που είχε ως επακόλουθο να διαδοθούν στην Ιταλία νωρίτερα από ό,τι σε άλλες χώρες αρκετές δεξιότητες σημαντικές για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, όπως για παράδειγμα η μεταξουργία.
Το αποτέλεσμα αυτών και κάποιων άλλων ακόμη συνθηκών ήταν η ανάδυση στην Ιταλία μιας ισχυρής τάξης κεφαλαιούχων, τα μέλη της οποίας διαπνέονταν από ένα πνεύμα πρωτοβουλίας, ισχύος και φιλοδοξίας. Η διαστρωμάτωση της φεουδαρχικής τάξης άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο σημαντική. Από τον δωδέκατο αιώνα και έπειτα ευγενείς και αστοί ζούσαν μαζί μέσα από τα τείχη των πόλεων. Στις κοινωνικές συναναστροφές άρχισαν να αγνοούνται οι διακρίσεις ανάμεσα στις τάξεις. Η γέννηση και η καταγωγή άρχισαν να έχουν μικρότερη σημασία από τον πλούτο.
To αποτέλεσμα αυτής της σταδιακής καταστροφής της μεσαιωνικής κοινωνικής δομής ήταν η ανάδυση του ατόμου υπό τη σύγχρονη έννοια. Για να παραπέμψω και πάλι στον Μπούρκχαρντ: «Πρώτα στην Ιταλία αυτό το πέπλο (από πίστη, ψευδαίσθηση και παιδαριώδη προκατάληψη) διαλύθηκε- στάθηκε έτσι δυνατή μια αντικειμενική μελέτη και σύλληψη του κράτους και όλων των εγκόσμιων πραγμάτων. Η υποκειμενική πλευρά αναπτύχθηκε παράλληλα με αντίστοιχη έμφαση, και ο άνθρωπος έγινε ένα πνευματικό άτομο που αναγνώριζε τον εαυτό του ως τέτοιο. Με τον ίδιο τρόπο που ο Έλληνας είχε κάποτε διακρίνει τον εαυτό του από τους βάρβαρους ή που ο Άραβας είχε βιώσει τον εαυτό του ως άτομο ήδη από την εποχή όπου οι άλλοι ασιατικοί λαοί αναγνώριζαν τον εαυτό τους μόνο ως μέλη μιας φυλής». Η περιγραφή που κάνει ο Μπούρκχαρντ σχετικά με το πνεύμα αυτού του νέου ατόμου ρίχνει φως σε όσα είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με την ανάδυση του ατόμου και την αποκοπή του από τους πρωταρχικούς δεσμούς. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του και τους άλλους ως άτομα, ως ξεχωριστές οντότητες· ανακαλύπτει τη φύση ως κάτι ξεχωριστό από τον ίδιο υπό δύο έννοιες: ως αντικείμενο θεωρητικής και πρακτικής κυριαρχίας, αλλά και ως κάτι όμορφο, μέσα στην ομορφιά αυτή σαν αντικείμενο τέρψης. Ανακαλύπτει τον κόσμο, τον ανακαλύπτει στην πράξη, καθώς ανακαλύπτει καινούριες ηπείρους, αλλά τον ανακαλύπτει και πνευματικά, αναπτύσσοντας ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα, το ίδιο πνεύμα μέσα στο οποίο ο Ντάντε όπως και ο Σωκράτης, μπόρεσε να πει: «Πατρίδα μου είναι ο κόσμος».
Η Αναγέννηση ήταν η κουλτούρα μιας πλούσιας και ισχυρής ανώτερης τάξης, η οποία βρισκόταν στην κορυφή του κύματος που είχε ξεσηκώσει η θύελλα των καινούριων οικονομικών δυνάμεων. Όμως οι μάζες οι οποίες δεν μοιράζονταν τα πλούτη και την εξουσία αυτής της ανώτερης ηγεμονικής τάξης είχαν πια χάσει και τη σιγουριά που τους παρείχε η προηγούμενη κατάσταση τους και είχαν πια μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα που άλλοτε την κολάκευαν και άλλοτε τη απειλούσαν -ωστόσο σε κάθε περίπτωση τη χειραγωγούσαν και την εκμεταλλεύονταν- αυτοί που είχαν την εξουσία. Ένας καινούριος δεσποτισμός βάδιζε πλάι πλάι με την εξατομίκευση. Ελευθερία και τυραννία, ατομικότητα και αταξία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα ζεύγη. Και η Αναγέννηση δεν ήταν η κουλτούρα των μικρών επαγγελματιών και των μικροαστών, αλλά των εύπορων ευγενών και των μεγαλοαστών. Η οικονομική τους δραστηριότητα και τα κεφάλαιά τους τους παρείχαν ένα αίσθημα ελευθερίας και ατομικότητας. Την ίδια στιγμή όμως, είχαν απολέσει κάτι: τη σιγουριά και την αίσθηση πως ανήκουν κάπου. Αυτό τους το πρόσφερε η μεσαιωνική κοινωνική οργάνωση. Ναι, ήταν πιο ελεύθεροι, ήταν όμως και πιο μόνοι. Χρησιμοποιούσαν την ισχύ τους και τα πλούτη τους για να αντλούν και το έσχατο ίχνος απόλαυσης από τη ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν χωρίς οίκτο κάθε μέσο, από τα σωματικά βασανιστήρια ως τους ψυχολογικούς χειρισμούς, προκειμένου να κυριαρχούν στις μάζες χωρίς να αφήνουν περιθώριο για την άνοδο των ανταγωνιστών τους. Οι ανθρώπινες σχέσεις στο σύνολό τους δηλητηριάστηκαν από αυτόν τον μανιασμένο αγώνα ζωής και θανάτου για τη διατήρηση της ισχύος και του πλούτου. Η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων -ή έστω μεταξύ των μελών μιας τάξης— αντικαταστάθηκε από μια στάση κυνικής απόσπασης- τα άλλα άτομα θεωρήθηκαν έκτοτε ως αντικείμενα προς χρήση και χειρισμό, ή καταστρέφονταν χωρίς οίκτο, αν αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς κάποιου. Το άτομο απορροφήθηκε από έναν άμετρο εγωκεντρισμό και από έναν ασίγαστο πόθο για ισχύ και απόκτηση πλούτου. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να δηλητηριαστεί επίσης η ως τότε ισορροπημένη σχέση του ατόμου με τον ίδιο του τον εαυτό, όπως και η αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης που είχε. Ο εαυτός του ατόμου έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από το άτομο, όπως ακριβώς και τα άλλα άτομα. Όμως έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε κατά πόσο οι πανίσχυροι ηγεμόνες της κεφαλαιοκρατίας της Αναγέννησης ήταν τόσο ευτυχισμένοι και σίγουροι όσο περιγράφονται συνήθως. Όλα δείχνουν ότι η καινούρια αυτή ελευθερία τούς παρείχε δύο πράγματα: Από τη μια ένα ολοένα και αυξανόμενο αίσθημα ισχύος και από την άλλη πιο έντονη απομόνωση, αμφιβολίες και σκεπτικισμό και, ως συνέπεια των παραπάνω, αρκετό άγχος. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς αντίφαση που βρίσκουμε στα φιλοσοφικά κείμενα των ουμανιστών. Ενώ εξυψώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, την εξατομίκευση και τη δύναμη, την ίδια στιγμή μιλούν στη φιλοσοφία τους για την ανασφάλεια και την απόγνωση.
Η ανασφάλεια αυτή, που υποβόσκει πίσω από την τοποθέτηση ενός ξεκομμένου και απομονωμένου ατόμου σε έναν εχθρικό κόσμο, τείνει να εξηγήσει και τη δημιουργία ενός χαρακτηριολογικού γνωρίσματος το οποίο ήταν, όπως επισήμανε ο Μπούρκχαρντ, χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου της Αναγέννησης και δεν το συναντάμε, με την ίδια τουλάχιστον συχνότητα, στα υποκείμενα της μεσαιωνικής κοινωνικής δομής: Μιλάμε για την παθιασμένη λαχτάρα του ατόμου να αποκτήσει φήμη. Αν το νόημα της ζωής είχε γίνει πια αμφίβολο, αν οι σχέσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τους άλλους δεν του παρείχαν πια σιγουριά, τότε η φήμη ήταν το μέσο για να κατασιγάσει κανείς τις αμφιβολίες του. Η λειτουργία της θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη των πυραμίδων της Αιγύπτου ή με αυτή της χριστιανικής πίστης στην αθανασία: Εξυψώνει την ατομική ζωή από τα όρια και τον εφήμερο χαρακτήρα της ως επίφαση της αφθαρσίας. Αν το όνομα κάποιου γίνει γνωστό στους συγχρόνους του και αν συγχρόνως μπορεί αυτός να ελπίζει πως η φήμη θα διαρκέσει για αιώνες, τότε η ζωή του αποκτά νόημα και σημασία απλώς και μόνο με την επίδραση αυτού του γεγονότος στην κρίση των άλλων. Είναι βέβαια φανερό πως αυτή η λύση του προβλήματος της ατομικής ανασφάλειας ήταν προσιτή μόνο σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες των οποίων τα μέλη είχαν στη διάθεσή τους τα μέσα που θα τους επέτρεπαν να αποκτήσουν φήμη. Ήταν όμως μια λύση ανέφικτη για τις ανίσχυρες μάζες της ίδιας πολιτισμικής περιόδου, όπως επίσης ήταν ανέφικτη και για τα μεσαία αστικά στρώματα, που αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της Μεταρρύθμισης.
Erich Fromm, Ο Φόβος μπροστά στην Ελευθερία
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου