Πέρα από τον χρόνο, πέρα από τον χώρο, πέρα ακόμα κι από την ίδια τη λογική, υπάρχει ένα μέρος που λέγεται απαγορευμένη επιθυμία. Εκεί τα όρια των σωμάτων είναι αδιόρατα κι η μίξη τους προκαλεί εκρήξεις χρωμάτων, ήχων, αισθήσεων κάθε λογής. Εκεί γίνονται καθημερινά, σε μυστικά σημεία σ’ όλη την πόλη, καταθέσεις ψυχής κι αγάπης, δωρεές αγγιγμάτων και φιλιών, μοίρασμα μοναξιάς και καταβυθίσματα στα απροσμέτρητα σοκάκια του συνειδητού και του ασυνείδητου.
Οι επιθυμούντες ακμάζουν στο σκοτάδι της ερωτικής δημιουργικότητας, με την ελπίδα να μείνουν αναλλοίωτοι στη μνήμη, ελεύθεροι από κοινωνικά δεσμά κι ανούσιες συνδιαλλαγές. Το σώμα τους σημαδεμένο από τις εκρήξεις επιθυμίας, η κλίνη τους υπερεαλιστικό έργο τέχνης κι απόδειξη ότι έζησαν για λίγο ελεύθεροι. Απαίσια η μοναξιά τους έξω, πληγωμένο το σώμα μέσα, βαρύ το τίμημα της συνενοχής. Ανίκανοι να διεκδικήσουν την πραγματική ελευθερία τους, ξεχειλίζει ο θυμός, η αγανάκτηση, η αδυναμία, η εξουσία στο σώμα του άλλου που δεν έχουν, που δεν τους δίνεται ή δεν τους επιτρέπεται, η οργή απέναντι σ’ ένα μέλλον που όλο κι απομακρύνεται. Φοβούνται κι οικτίρουν αυτόν τον φόβο τους, στερούνται και στερούν. Πότε το αδύναμο σαρκίο τους μπορεί να ονομάζεται άνθρωπος και πότε επιθυμία, αναρωτιούνται.
Σήμερα είναι εδώ μαζί, αύριο θ’ αμφιβάλλουν αν αυτή ανάμνηση είναι αληθινή ή ένα γεγονός που γεννήθηκε μέσα στην αχαλίνωτη φαντασία τους. Υπνοβατούν στη φθαρτή ζωή τους, ονειροβατούν σ’ ένα νόημα μιας άλλης ζωής. Διαπραγματεύονται με το φύλο τους και συνθηκολογούν, προσπαθώντας να βάλουν σε τάξη τα σκιρτήματα της καρδιάς. Αγνοούν την αρχή της πραγματικότητας και δηλώνουν πάντα στο εδώ και τώρα, παραμένουν όμως πάντα στο εκεί και τότε, στο μαγικό χθες ή στο άπιαστο αύριο, στο όνειρο, στο σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού τους, που παίρνει σάρκα μέσα από τη σάρκα τους και μορφή μέσα από τη μορφή τους.
Ετεροκαθορίζονται, αυτοαναιρούνται και ζουν στα όρια της προσωπικής μυθοπλασίας τους. Ναρκισσιστικά διεκδικούν, καθηλωμένοι στην παιδικόμορφη επιθυμία τους που τα θέλει όλα εδώ και τώρα, άμεσα, επιτακτικά, μόνο για εκείνους. Ακινητοποιούνται σ’ ένα αέναο γαϊτανάκι φαντασιώσεων ευτυχίας. Σε στιγμές αδυναμίας αναρωτιούνται τι συμβαίνει όταν ο σημαντικός άλλος δεν είναι απέναντι, ποιος άραγε να καθρεφτίζει την ύπαρξή τους; Απορρυθμίζεται το σώμα, υπνωτίζεται το μυαλό, κι ο χρόνος μοιάζει μετέωρος. Σαν αυτές τις παλιές μεταλλικές καρέκλες που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σου στον Εθνικό Κήπο. Μοιάζουν σαν να βρίσκονται εκεί, σ’ αυτή την ίδια θέση, από την αρχή του χρόνου του άχρονου, σαν η ύπαρξή τους να έχει ένα νόημα βαθύτερο από ό,τι μπορεί να συλλάβει η νόησή σου.
Κι εκείνες κάθονται μόνες τους, συμμετέχοντας απλά, λιτά στη διαμόρφωση τους περιβάλλοντος γύρω τους. Δεν επηρεάζουν και δεν επηρεάζονται από τις εναλλαγές του κόσμου και της φύσης που τις περιβάλλει, δε γνωρίζεις από πού προήλθαν αρχικά και τι τους συμβαίνει όταν δεν είναι κανείς εκεί τριγύρω. Στέκονται σαν μια απροσδιόριστη προσδοκία που δεν έχει τολμήσει να εκφραστεί ακόμα, χαράσσοντας μια μοναχική πορεία στην ιστορία του χρόνου, που αργά αλλά σταθερά γίνονται βορά του.
Όπως το νεαρό ζευγάρι από την Αρμενία, ο Tigran κι ο Arsen, που η κοινωνική συνθήκη δεν κατάφερε να συνθηκολογήσει μαζί τους κι απελπισμένοι από τη μη ανοχή, παρέδωσαν την κοινωνικά απαγορευμένη επιθυμία του ενός για τον άλλο στον θάνατο. Όπως η απαγορευμένη επιθυμία του Στάθη προς τη Χρυσαυγή, στο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, όπου η νεαρή κοπέλα γίνεται εν αγνοία της πόθος κρυφός κι ανομολόγητος ενός παντρεμένου άνδρα, στην πατριαρχική κοινωνία της Κέρκυρας του 1906. Όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, πριν και μετά, που δίψασαν, λαχτάρησαν να πλησιάσουν την ευτυχία μέσα από μια απαγορευμένη επιθυμία.
«Η επιθυμία δεν είναι ούτε όρεξη για ικανοποίηση, ούτε το αίτημα γι’ αγάπη, αλλά η διαφορά που προκύπτει αν αφαιρέσουμε την πρώτη από το δεύτερο», θ’ αναφέρει ο Lacan. Παραφράζοντας -ίσως κι αυθαίρετα προσθέτοντας σ’ ένα τέτοιο ορισμό της επιθυμίας- η απαγορευμένη επιθυμία είναι κι ένστικτο κι ανάγκη κι όρεξη γι’ αγάπη, μια ενόρμηση ζωής μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της ψυχής και του έξω κόσμου. Μετουσιώνει τα εσωτερικά πάθη επιτρέποντας να ξεπροβάλλουν στην καθημερινή πραγματικότητα, σπάει τις κοινωνικές συμβάσεις και τον καθωσπρεπισμό, μετατρέποντας τον κενό χώρο μεταξύ δύο ατόμων σ’ ένα φυτώριο συναισθημάτων κι εκπραξιών.
Προσκαλεί τα σκοτάδια μας ν’ αναδυθούν κι ίσως μ’ αυτό τον τρόπο να οδηγηθούμε και πάλι στο φως. Πόσο ασύμβατες μοιάζουν οι λέξεις «λογική» κι «επιθυμία» μέσα στην ίδια πρόταση, άλλωστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου