Και τότε είναι που χρειαζόμαστε όσο ποτέ κάποια παρηγοριά, μια ασφαλή πτώση, κάποιον να μας «πιάσει» στην αγκαλιά του καθώς πέφτουμε. Κι έτσι, επιλέγουμε κάποιον από τους ανθρώπους που συναντούμε στη ζωή ή στη φαντασία μας και επινοούμε, μέσω διαφόρων μηχανισμών, κάποιον ικανό να μας υποδεχτεί στα χέρια του.
Είναι όπως κάποιος που πέφτει από έναν πανύψηλο γκρεμό και, βλέποντας το αμείλικτο έδαφος να πλησιάζει ταχύτατα, φαντάζεται ότι πετά ή βλέπει μιαν ανοιχτή αγκαλιά να τον περιμένει ή νιώθει κάτι μαγικό που έρχεται και τον σηκώνει απαλά.
Στην περίπτωση της δικής μας πτώσης, το μαγικό στοιχείο που επινοούμε είναι ο έρωτας για κάποιον συγκεκριμένο Άλλον, ο οποίος, ακριβώς επειδή τον χρειαζόμαστε τόσο απεγνωσμένα, νιώθουμε ότι μας έχει ληστέψει, ότι έχει αποσπάσει και κατέχει το κέντρο μας.
Γι’ αυτό και από τους έρωτές μας θέλουμε πολλά, πολύ πέρα από το να «διορθώνουμε» την εικόνα της μάνας μας.
Για παράδειγμα:
Να ξεπεράσουμε μια κι έξω τα όρια της ατομικής και μοναδικής μας ύπαρξης, ούτως ώστε να βιώσουμε την απόλυτη ένωση με τον Άλλον, να σβήσουμε την ανομολόγητη και συχνά βασανιστική γεύση μοναξιάς, που λανθάνει αδιόρατα σε κάθε στιγμή της όποιας ψυχικής και σωματικής σχέσης μας με τον κόσμο.
Να αγνοήσουμε τους απόηχους του αρχετυπικού και πανανθρώπινου φόβου που νιώθουμε μπροστά στον θάνατο και την απώλεια, μπροστά στην γκριζάδα της ματαιότητας και το εφιαλτικό παράδοξο της ευθύνης των επιλογών μας σε έναν κόσμο που διαρκώς μας αιφνιδιάζει.
Να «νικήσουμε» μια ανομολόγητα γνωστή και πάντα παράδοξη, γλυκόπικρη νοσταλγία που μας πλημμυρίζει σχεδόν αθόρυβα, όταν σε κάποιες ήσυχες στιγμές συλλογιζόμαστε τους ανθρώπους που πέρασαν, περνούν ή ευελπιστούμε να περάσουν από τη γραμμή των ερώτων μας.
Σε τέτοιες στιγμές, αντιλαμβανόμαστε ότι όλοι αυτοί οι απτοί άνθρωποι δάνεισαν ή πρόκειται να δανείσουν τα πρόσωπά τους στη χωρίς περίγραμμα Σκιά του «Άλλου» μέσα μας.
Σε τέτοιες στιγμές, αναβλύζει θαρρείς η νοσταλγία για κάτι που δεν ζήσαμε ακόμα, αλλά είναι λες και το έχουμε ήδη ζήσει· για κάτι το οποίο αόριστα διαισθανόμαστε ως επερχόμενο και προορισμένο να βιωθεί στο μέλλον, ενώ εμείς, ανεξήγητα, ήδη πενθούμε την απώλειά του από το παρόν μας, προτού καν το ζήσουμε.
Πρόκειται για τη νοσταλγία ενός μέλλοντος που δεν ήρθε ακόμα, αλλά είναι σαν να έγινε κιόλας παρελθόν, σε μια παράξενη αγκύλη του χρόνου μας.
Λες και το «τότε» της γέννησής μας στον πλανήτη γίνεται ένας αόρατος καμβάς, επάνω στον οποίο η αρχή και το τέλος όλων των ερώτων μας ενώνουν τα άκρα τους, σε έναν συνεχή βρόχο λήθης και νοσταλγίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου