ΘΟΥΚ 6.96.1–6.97.5
Οι Αθηναίοι οχυρώνουν το Λάβδαλο
Το φθινόπωρο του 415 π.Χ. αναλώθηκε από τους Αθηναίους σε δευτερεύουσες επιχειρήσεις στη Σικελία, ενώ ο χειμώνας που ακολούθησε υπήρξε περίοδος διπλωματικών επαφών και πολεμικής προπαρασκευής και για τους δύο αντιπάλους, Αθηναίους και Συρακουσίους. Τον Μάιο του 414 π.Χ. οι Αθηναίοι αρχίζουν την επίθεσή τους εναντίον των Συρακουσών.
[6.96.1] Καὶ οἱ Συρακόσιοι τοῦ αὐτοῦ θέρους, ὡς ἐπύθοντο τούς
[τε] ἱππέας ἥκοντας τοῖς Ἀθηναίοις καὶ μέλλοντας ἤδη ἐπὶ
σφᾶς ἰέναι, νομίσαντες, ἐὰν μὴ τῶν Ἐπιπολῶν κρατήσωσιν
οἱ Ἀθηναῖοι, χωρίου ἀποκρήμνου τε καὶ ὑπὲρ τῆς πόλεως
εὐθὺς κειμένου, οὐκ ἂν ῥᾳδίως σφᾶς, οὐδ’ εἰ κρατοῖντο
μάχῃ, ἀποτειχισθῆναι, διενοοῦντο τὰς προσβάσεις αὐτῶν
φυλάσσειν, ὅπως μὴ κατὰ ταύτας λάθωσι σφᾶς ἀναβάντες
οἱ πολέμιοι· οὐ γὰρ ἂν ἄλλῃ γε αὐτοὺς δυνηθῆναι. [6.96.2] ἐξήρτηται
γὰρ τὸ ἄλλο χωρίον, καὶ μέχρι τῆς πόλεως ἐπικλινές τ’ ἐστὶ
καὶ ἐπιφανὲς πᾶν ἔσω· καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων
διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου εἶναι Ἐπιπολαί. [6.96.3] καὶ οἱ μὲν
ἐξελθόντες πανδημεὶ ἐς τὸν λειμῶνα παρὰ τὸν Ἄναπον
ποταμὸν ἅμα τῇ ἡμέρᾳ (ἐτύγχανον γὰρ αὐτοῖς καὶ οἱ περὶ
τὸν Ἑρμοκράτη στρατηγοὶ ἄρτι παρειληφότες τὴν ἀρχήν)
ἐξέτασίν τε ὅπλων ἐποιοῦντο καὶ ἑξακοσίους λογάδας τῶν
ὁπλιτῶν ἐξέκριναν πρότερον, ὧν ἦρχε Διόμιλος φυγὰς ἐξ
Ἄνδρου, ὅπως τῶν τε Ἐπιπολῶν εἶεν φύλακες, καὶ ἢν ἐς
ἄλλο τι δέῃ, ταχὺ ξυνεστῶτες παραγίγνωνται. [6.97.1] οἱ δὲ Ἀθη-
ναῖοι ταύτης τῆς νυκτὸς τῇ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ ἐξητάζοντο
καὶ ἔλαθον αὐτοὺς παντὶ ἤδη τῷ στρατεύματι ἐκ τῆς Κατάνης
σχόντες κατὰ τὸν Λέοντα καλούμενον, ὃς ἀπέχει τῶν Ἐπι-
πολῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ σταδίους, καὶ τοὺς πεζοὺς ἀποβιβάσαντες,
ταῖς τε ναυσὶν ἐς τὴν Θάψον καθορμισάμενοι· ἔστι δὲ
χερσόνησος μὲν ἐν στενῷ ἰσθμῷ προὔχουσα ἐς τὸ πέλαγος,
τῆς δὲ Συρακοσίων πόλεως οὔτε πλοῦν οὔτε ὁδὸν πολλὴν
ἀπέχει. [6.97.2] καὶ ὁ μὲν ναυτικὸς στρατὸς τῶν Ἀθηναίων ἐν τῇ
Θάψῳ διασταυρωσάμενος τὸν ἰσθμὸν ἡσύχαζεν· ὁ δὲ πεζὸς
ἐχώρει εὐθὺς δρόμῳ πρὸς τὰς Ἐπιπολὰς καὶ φθάνει ἀναβὰς
κατὰ τὸν Εὐρύηλον πρὶν τοὺς Συρακοσίους αἰσθομένους ἐκ
τοῦ λειμῶνος καὶ τῆς ἐξετάσεως παραγενέσθαι. [6.97.3] ἐβοήθουν
δὲ οἵ τε ἄλλοι, ὡς ἕκαστος τάχους εἶχε, καὶ οἱ περὶ τὸν
Διόμιλον ἑξακόσιοι· στάδιοι δὲ πρὶν προσμεῖξαι ἐκ τοῦ
λειμῶνος ἐγίγνοντο αὐτοῖς οὐκ ἔλασσον ἢ πέντε καὶ εἴκοσι.
[6.97.4] προσπεσόντες οὖν αὐτοῖς τοιούτῳ τρόπῳ ἀτακτότερον καὶ
μάχῃ νικηθέντες οἱ Συρακόσιοι ἐπὶ ταῖς Ἐπιπολαῖς ἀνεχώ-
ρησαν ἐς τὴν πόλιν· καὶ ὅ τε Διόμιλος ἀποθνῄσκει καὶ τῶν
ἄλλων ὡς τριακόσιοι. [6.97.5] καὶ μετὰ τοῦτο οἱ Ἀθηναῖοι τροπαῖόν
τε στήσαντες καὶ τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδόντες τοῖς
Συρακοσίοις, πρὸς τὴν πόλιν αὐτὴν τῇ ὑστεραίᾳ ἐπικατα-
βάντες, ὡς οὐκ ἐπεξῇσαν αὐτοῖς, ἐπαναχωρήσαντες φρούριον
ἐπὶ τῷ Λαβδάλῳ ᾠκοδόμησαν, ἐπ’ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς τῶν
Ἐπιπολῶν, ὁρῶν πρὸς τὰ Μέγαρα, ὅπως εἴη αὐτοῖς, ὁπότε
προΐοιεν ἢ μαχούμενοι ἢ τειχιοῦντες, τοῖς τε σκεύεσι καὶ
τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη.
***
[6.96.1] Οι Συρακούσιοι τώρα, μαθαίνοντας το καλοκαίρι εκείνο πως είχαν έρθει καβαλλάρηδες στους Αθηναίους και πως όπου να 'ναι θα 'ρχονταν να τους χτυπήσουν, με την ιδέα πως αν δεν καταλάβουν οι Αθηναίοι τις Επιπολές, μέρος ψηλό και απόκρημνο πολύ κοντά πάνω από την πολιτεία τους, δε θα ήταν εύκολο, ακόμα κι αν τους νικούσαν οι εχτροί σε μάχη, να τους αποκλείσουνε με τείχος, άρχισαν να σχεδιάζουν πώς να φρουρήσουν τα μέρη που έφερναν προς τα εκεί, για να μην ξεμπαρκάρουν εκεί οι εχτροί χωρίς να τους πάρουν είδηση· γιατί δε θα μπορούσαν να τα κάνουν από άλλη μεριά. [6.96.2] Όλη η υπόλοιπη περιφέρεια κρέμεται να πούμε από κει και είναι κατηφορική ως την ίδια την πολιτεία, ώστε φαίνεται ολόκληρη στους μέσα· [6.96.3] γι' αυτό του έδωσαν αυτό το όνομα, Επιπολές, οι Συρακούσιοι, γιατί απλώνεται πάνω από όλη τη χώρα σαν υψηλό πλάτωμα. Και βγαίνοντας όλος ο ένοπλος λαός στα λιβάδια κοντά στον ποταμό Άναπο μόλις ξημέρωσε (και κατά σύμπτωση μόλις είχαν αναλάβει την αρχηγία του στρατού οι στρατηγοί που συνεργάζονταν με τον Ερμοκράτη) έκαναν γενική επιθεώρηση των βαριά αρματωμένων και ξεχώρισαν πρωτ' απ' όλους εξακόσιους διαλεχτούς στρατιώτες που τους διοικούσε ο Διάμιλος, εξόριστος από την Άντρο, για να σχηματίσουν τη φρουρά των Επιπολών, κι αν παρουσιαστεί καμιά άλλη ανάγκη, να τρέξουν προς τα εκεί, σχηματίζοντας γρήγορα τη φάλαγγά τους.
[6.97.1] Οι Αθηναίοι πάλι, την ίδια εκείνη νύχτα, πριν από την ημέρα της γενικής επιθεώρησης, πέρασαν χωρίς να τους καταλάβουν με ολόκληρη τη δύναμή τους και προσεγγίζοντας στην ακτή που λέγεται Λέων, και που απέχει έξη ή επτά στάδια από τις Επιπολές, και ξεμπαρκάροντας εκεί το πεζικό πήγαν κι άραξαν τα καράβια, στη Θάψο· αυτή είναι χερσόνησος που εξέχει στο πέλαγος σα στενός ισθμός, και δεν απέχει πολύ από την πολιτεία των Συρακουσών ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα. [6.97.2] Ο ναυτικός λοιπόν στρατός των Αθηναίων αφού έκλεισε τον ισθμό με πασσάλους έμεινε σε ανάπαυση· το πεζικό όμως προχώρησε αμέσως τρέχοντας προς τις Επιπολές και πρόφτασε κι ανέβηκε τον Ευρύηλο πριν τους πάρουν είδηση οι Συρακούσιοι και προστρέξουν από το λιβάδι και την επιθεώρηση. [6.97.3] Πήγαν να τους αποκρούσουν τόσο οι άλλοι, όσο γρηγορότερα μπορούσε ο καθένας και οι εξακόσιοι με το Διόμιλο· αλλά είχαν να διανύσουν όχι λιγότερο από είκοσι πέντε στάδια από το λιβάδι πριν έρθουνε στα χέρια με τους Αθηναίους [6.97.4] και πέφτοντας απάνω τους έτσι με τον ακατάστατο αυτό τρόπο νικήθηκαν οι Συρακούσιοι στη μάχη πάνω στις Επιπολές και υποχώρησαν πίσω στην πολιτεία· και σκοτώθηκε κι ο Διόμιλος και κάπου τρακόσιοι από τους άλλους. [6.97.5] Ύστερ' απ' αυτό οι Αθηναίοι, αφού έστησαν τρόπαιο κ' έδωσαν πίσω τους νεκρούς τους στους Συρακουσίους με προσωρινή ανακωχή, κατέβηκαν την άλλη μεριά έξω από την ίδια την πολιτεία των Συρακουσίων· επειδή όμως αυτοί δε βγήκαν να δώσουνε μάχη, γύρισαν στις θέσεις τους κ' έχτισαν φρούριο πάνω στο Λάβδαλο, που βρίσκεται στην άκρη–άκρη του γκρεμού του βουνού των Επιπολών και κοιτάει προς τα Μέγαρα, για να 'χουν, όποτε απομακρύνονταν είτε για να πολεμήσουν είτε για να χτίσουν τείχος, αποθήκη για τα όπλα και τα χρήματά τους.
[6.96.1] Οι Συρακούσιοι τώρα, μαθαίνοντας το καλοκαίρι εκείνο πως είχαν έρθει καβαλλάρηδες στους Αθηναίους και πως όπου να 'ναι θα 'ρχονταν να τους χτυπήσουν, με την ιδέα πως αν δεν καταλάβουν οι Αθηναίοι τις Επιπολές, μέρος ψηλό και απόκρημνο πολύ κοντά πάνω από την πολιτεία τους, δε θα ήταν εύκολο, ακόμα κι αν τους νικούσαν οι εχτροί σε μάχη, να τους αποκλείσουνε με τείχος, άρχισαν να σχεδιάζουν πώς να φρουρήσουν τα μέρη που έφερναν προς τα εκεί, για να μην ξεμπαρκάρουν εκεί οι εχτροί χωρίς να τους πάρουν είδηση· γιατί δε θα μπορούσαν να τα κάνουν από άλλη μεριά. [6.96.2] Όλη η υπόλοιπη περιφέρεια κρέμεται να πούμε από κει και είναι κατηφορική ως την ίδια την πολιτεία, ώστε φαίνεται ολόκληρη στους μέσα· [6.96.3] γι' αυτό του έδωσαν αυτό το όνομα, Επιπολές, οι Συρακούσιοι, γιατί απλώνεται πάνω από όλη τη χώρα σαν υψηλό πλάτωμα. Και βγαίνοντας όλος ο ένοπλος λαός στα λιβάδια κοντά στον ποταμό Άναπο μόλις ξημέρωσε (και κατά σύμπτωση μόλις είχαν αναλάβει την αρχηγία του στρατού οι στρατηγοί που συνεργάζονταν με τον Ερμοκράτη) έκαναν γενική επιθεώρηση των βαριά αρματωμένων και ξεχώρισαν πρωτ' απ' όλους εξακόσιους διαλεχτούς στρατιώτες που τους διοικούσε ο Διάμιλος, εξόριστος από την Άντρο, για να σχηματίσουν τη φρουρά των Επιπολών, κι αν παρουσιαστεί καμιά άλλη ανάγκη, να τρέξουν προς τα εκεί, σχηματίζοντας γρήγορα τη φάλαγγά τους.
[6.97.1] Οι Αθηναίοι πάλι, την ίδια εκείνη νύχτα, πριν από την ημέρα της γενικής επιθεώρησης, πέρασαν χωρίς να τους καταλάβουν με ολόκληρη τη δύναμή τους και προσεγγίζοντας στην ακτή που λέγεται Λέων, και που απέχει έξη ή επτά στάδια από τις Επιπολές, και ξεμπαρκάροντας εκεί το πεζικό πήγαν κι άραξαν τα καράβια, στη Θάψο· αυτή είναι χερσόνησος που εξέχει στο πέλαγος σα στενός ισθμός, και δεν απέχει πολύ από την πολιτεία των Συρακουσών ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα. [6.97.2] Ο ναυτικός λοιπόν στρατός των Αθηναίων αφού έκλεισε τον ισθμό με πασσάλους έμεινε σε ανάπαυση· το πεζικό όμως προχώρησε αμέσως τρέχοντας προς τις Επιπολές και πρόφτασε κι ανέβηκε τον Ευρύηλο πριν τους πάρουν είδηση οι Συρακούσιοι και προστρέξουν από το λιβάδι και την επιθεώρηση. [6.97.3] Πήγαν να τους αποκρούσουν τόσο οι άλλοι, όσο γρηγορότερα μπορούσε ο καθένας και οι εξακόσιοι με το Διόμιλο· αλλά είχαν να διανύσουν όχι λιγότερο από είκοσι πέντε στάδια από το λιβάδι πριν έρθουνε στα χέρια με τους Αθηναίους [6.97.4] και πέφτοντας απάνω τους έτσι με τον ακατάστατο αυτό τρόπο νικήθηκαν οι Συρακούσιοι στη μάχη πάνω στις Επιπολές και υποχώρησαν πίσω στην πολιτεία· και σκοτώθηκε κι ο Διόμιλος και κάπου τρακόσιοι από τους άλλους. [6.97.5] Ύστερ' απ' αυτό οι Αθηναίοι, αφού έστησαν τρόπαιο κ' έδωσαν πίσω τους νεκρούς τους στους Συρακουσίους με προσωρινή ανακωχή, κατέβηκαν την άλλη μεριά έξω από την ίδια την πολιτεία των Συρακουσίων· επειδή όμως αυτοί δε βγήκαν να δώσουνε μάχη, γύρισαν στις θέσεις τους κ' έχτισαν φρούριο πάνω στο Λάβδαλο, που βρίσκεται στην άκρη–άκρη του γκρεμού του βουνού των Επιπολών και κοιτάει προς τα Μέγαρα, για να 'χουν, όποτε απομακρύνονταν είτε για να πολεμήσουν είτε για να χτίσουν τείχος, αποθήκη για τα όπλα και τα χρήματά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου