Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (18.346-18.393)

Μνηστῆρας δ᾽ οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη
λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον
δύη ἄχος κραδίην Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἄρχ᾽ ἀγορεύειν,
350 κερτομέων Ὀδυσῆα· γέλω δ᾽ ἑτάροισιν ἔτευχε·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει·
ἔμπης μοι δοκέει δαΐδων σέλας ἔμμεναι αὐτοῦ
355 κὰκ κεφαλῆς, ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι τρίχες οὐδ᾽ ἠβαιαί.»
Ἦ ῥ᾽, ἅμα τε προσέειπεν Ὀδυσσῆα πτολίπορθον·
«ξεῖν᾽, ἦ ἄρ κ᾽ ἐθέλοις θητευέμεν, εἴ σ᾽ ἀνελοίμην,
ἀγροῦ ἐπ᾽ ἐσχατιῆς ―μισθὸς δέ τοι ἄρκιος ἔσται―
αἱμασιάς τε λέγων καὶ δένδρεα μακρὰ φυτεύων;
360 ἔνθα κ᾽ ἐγὼ σῖτον μὲν ἐπηετανὸν παρέχοιμι,
εἵματα δ᾽ ἀμφιέσαιμι ποσίν θ᾽ ὑποδήματα δοίην.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ᾽ ἔμμαθες, οὐκ ἐθελήσεις
ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσειν κατὰ δῆμον
βούλεαι, ὄφρ᾽ ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ᾽ ἄναλτον.»
365 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Εὐρύμαχ᾽, εἰ γὰρ νῶϊν ἔρις ἔργοιο γένοιτο
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ᾽ ἤματα μακρὰ πέλονται,
ἐν ποίῃ, δρέπανον μὲν ἐγὼν εὐκαμπὲς ἔχοιμι,
καὶ δὲ σὺ τοῖον ἔχοις, ἵνα πειρησαίμεθα ἔργου
370 νήστιες ἄχρι μάλα κνέφαος, ποίη δὲ παρείη.
εἰ δ᾽ αὖ καὶ βόες εἶεν ἐλαυνέμεν, οἵ περ ἄριστοι,
αἴθωνες μεγάλοι, ἄμφω κεκορηότε ποίης,
ἥλικες ἰσοφόροι, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
τετράγυον δ᾽ εἴη, εἴκοι δ᾽ ὑπὸ βῶλος ἀρότρῳ·
375 τῷ κέ μ᾽ ἴδοις, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην.
εἰ δ᾽ αὖ καὶ πόλεμόν ποθεν ὁρμήσειε Κρονίων
σήμερον, αὐτὰρ ἐμοὶ σάκος εἴη καὶ δύο δοῦρε
καὶ κυνέη πάγχαλκος, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖα,
τῷ κέ μ᾽ ἴδοις πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα,
380 οὐδ᾽ ἄν μοι τὴν γαστέρ᾽ ὀνειδίζων ἀγορεύοις.
ἀλλὰ μάλ᾽ ὑβρίζεις καί τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής·
καί πού τις δοκέεις μέγας ἔμμεναι ἠδὲ κραταιός,
οὕνεκα πὰρ παύροισι καὶ οὐκ ἀγαθοῖσιν ὁμιλεῖς.
εἰ δ᾽ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν,
385 αἶψά κέ τοι τὰ θύρετρα, καὶ εὐρέα περ μάλ᾽ ἐόντα,
φεύγοντι στείνοιτο διὲκ προθύροιο θύραζε.»
Ὣς ἔφατ᾽, Εὐρύμαχος δ᾽ ἐχολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἆ δείλ᾽, ἦ τάχα τοι τελέω κακόν, οἷ᾽ ἀγορεύεις
390 θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ
ταρβεῖς· ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ
τοιοῦτος νόος ἐστίν, ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.
ἦ ἀλύεις, ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;»

***
Αλλά τους αλαζονικούς μνηστήρες δεν άφηνε η Αθηνά να σταματήσουν
τη φαρμακερή τους βλάβη, για να σουρώσει η πίκρα πιο βαθιά
στου Οδυσσέα την καρδιά, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Τότε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, πήρε τον λόγο πρώτος
350 εμπαίζοντας τον Οδυσσέα, κι έκανε τους άλλους να γελάσουν:
«Μνηστήρες της περίλαμπρης βασίλισσας, ακούστε με
το τι θα πω, γιατί με σπρώχνει η ψυχή μου να το βγάλω απέξω·
λέω πως δεν έφτασε αυτός εδώ στου Οδυσσέα το σπιτικό άθελα των θεών·
όσο κι αν φαίνεται παράλογο, είναι δική του η λάμψη των δαδιών,
την κατεβάζει η κούτρα του, όπου μήτε για δείγμα δεν υπάρχει
κάποια τρίχα.» Κι αμέσως στράφηκε στον Οδυσσέα,
σ᾽ αυτόν που πάτησε της Τροίας το κάστρο:
«Ξενοφερμένε, δέχεσαι αλήθεια, αν σε καπάρωνα, να μου δουλεύεις
πέρα στους μακρινούς αγρούς, μ᾽ ένα μισθό καλούτσικο; να κουβαλάς
πέτρες και χώμα για τους φράχτες, να μου φυτεύεις δέντρα που ψηλώνουν;
360 Εγώ θα σου εξασφάλιζα όλον τον χρόνο το ψωμί,
ρούχο να βάλεις πάνω σου, στα πόδια σου ποδήματα.
Αλλά σε βλέπω κακομαθημένο κι ακαμάτη, δεν θα ᾽θελες να ζοριστείς
δουλεύοντας· το ᾽χεις καλύτερο στην πόλη εδώ να σκύβεις
το κεφάλι ζητιανεύοντας, κι έτσι να βόσκεις την ακόρεστη κοιλιά σου.»
Στην πρόκλησή του αυτή απάντησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ευρύμαχε, αν ήτανε οι δυο να παραβγούμε μεταξύ μας
(άνοιξη να ᾽ναι, όταν οι μέρες έχουν μεγαλώσει πια) σ᾽ όποια δουλειά,
ας πούμε κόβοντας χορτάρι, εγώ με το καλόγυρτο
δρεπάνι μου στο χέρι, όμοια κι εσύ, και να ριχτούμε στη δουλειά
370 ολονήστικοι, ώσπου να πέσει το σκοτάδι — χόρτο να μη μας λείψει·
αλλά και βόδια αν είχαμε να οργώσουμε, πες τα καλύτερα,
μεγάλα, ορμητικά και καλοχορτασμένα, ισόπαλα στα χρόνια και στη δύναμη,
στον μόχθο ακούραστα, μπροστά μας τέσσερα στρέμματα χωράφι,
χώμα που να υποχωρεί στο αλέτρι, τότε θα μ᾽ έβλεπες μεμιάς
τις αυλακιές ν᾽ ανοίγω απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη.
Ή πόλεμο αν σήκωνε για κάποιο λόγο ο γιος του Κρόνου,
σήμερα, σκουτάρι μόνο να φορούσα και δυο δόρατα,
πάγχαλκο κράνος ταιριασμένο στους κροτάφους·
πάλι θα μ᾽ έβλεπες να πολεμώ με τους προμάχους πρώτος.
380 Δεν θα μιλούσες τότε, όπως μιλάς, περιγελώντας την κοιλιά μου.
Μα τώρα επαίρεσαι, σκληρή και αλύγιστη καρδιά, γιατί φαντάζεσαι
πως είσαι μέγας και τρανός, καθώς σε τριγυρίζουν τιποτένιοι κι άνανδροι.
Αν όμως ο Οδυσσέας γύριζε, αν πάλι το χώμα της πατρίδας του πατούσε,
αυτές οι πόρτες, δίφυλλες και διάπλατες, πολύ στενές
θα σου φαίνονταν ξαφνικά, καθώς θα το ᾽βαζες στα πόδια πατώντας
το κατώφλι, για να βρεθείς στον δρόμο.»
Τόσα του είπε, και χολώθηκε τώρα βαριά ο Ευρύμαχος,
λοξά τον κοίταξε, κι όπως του μίλησε, έφυγαν σαν πουλιά τα λόγια του:
«Άτιμε, θα μου το πληρώσεις τούτο το κακό, όσα ξεστόμισες
390 με θράσος μπροστά σε τόσους άντρες, και δεν φοβήθηκες
τίποτε και κανένα. Αν δεν παραζαλίστηκες απ᾽ το πολύ κρασί,
είσαι από φυσικού σου ξιπασμένος, γι᾽ αυτό μας αραδιάζεις φλυαρίες·
το πήρες πάνω σου, που νίκησες τον Ίρο, έναν αλιτήριο ζήτουλα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου