Γιατί εγώ γνωρίζω μερικά περισσότερα πράγματα; Γιατί κατ’ αρχήν να είμαι τόσο έξυπνος; Ποτέ μου δε με απασχόλησαν ερωτήματα που ουσιαστικά δεν είναι καν τέτοια – δεν ξοδεύτηκα σε τέτοια πράγματα.
Δυσκολίες με ουσιώδεις θρησκευτικές απορίες δεν είχα από δική μου πείρα και μου διέφυγε τελείως κατά πόσο θα ήμουν «αμαρτωλός». Για τον ίδιο λόγο μου λείπει ένα ασφαλές κριτήριο για το τι είναι συνείδηση: Απ’ όσα ακούει κανείς η οδύνη της συνείδησης δεν είναι τίποτα το αξιόλογο…
Εγώ δε θα ήθελα να παρατήσω στη μέση μια υπόθεση, θα προτιμούσα την κακή της έκβαση, αφήνοντας κατά μέρος και εκτός κριτηρίου αξίας τις συνέπειες. Γιατί σε μια κακή έκβαση χάνουμε εύκολα τη σωστή ματιά, γι’ αυτό που κανείς έπραξε: το να με τύπτει η συνείδησή μου φαίνεται σαν κακό «μάτι».
Κάτι που πήγε στραβά να το κρατάμε κοντά μας τιμητικά, για το λόγο ακριβώς ότι απέτυχε – αυτό είναι κάτι που ανήκει στη δική μου ηθική. -«Θεός», αθανασία της ψυχής, «λύτρωση», υπερπέραν, όλα αυτά είναι έννοιες στις οποίες δεν έδωσα προσοχή και δεν αφιέρωσα χρόνο, ούτε καν όταν ήμουν παιδί ή μήπως δεν ήμουν αρκετά παιδί για κάτι τέτοια; – Τον αθεϊσμό δεν τον γνωρίζω καθόλου ως αποτέλεσμα και ακόμα λιγότερο ως συμβάν: για μένα είναι κάτι το ενστικτώδες.
Εγώ είμαι πολύ περίεργος, αναρωτιέμαι πολύ, είμαι πολύ υψηλόφρων για να αρκεστώ σε μια χοντροκομμένη απάντηση. Ο Θεός είναι μια χοντροκομμένη απάντηση, μια χοντράδα απέναντι σε μας τους διανοούμενους – κατά βάθος μάλιστα δεν είναι παρά μια χοντροκομμένη απαγόρευση για μας: δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι!…
Εντελώς διαφορετικά, με ενδιαφέρει ένα άλλο πρόβλημα απ’ όπου εξαρτάται πολύ περισσότερο η σωτηρία της ανθρωπότητας παρά οποιοδήποτε άλλο θεολογικό αξιοπερίεργο: είναι το πρόβλημα της διατροφής. Μπορεί κανείς να το διατυπώσει για άμεση χρήση έτσι: «πώς πρέπει, ειδικά εσύ, να τραφείς ούτως ώστε να φτάσεις στη μέγιστη απόδοση των δυνάμεών σου, της αρετής σε αναγεννησιακό στιλ και μιας ενάρετης ηθικής με ελευθερία;» Εδώ οι εμπειρίες είναι όσο το δυνατόν οι χειρότερες και είμαι κατάπληκτος που η απορία αυτή μου γεννήθηκε τόσο αργά. Και άλλο τόσο που αυτές τις εμπειρίες τις διδάχθηκα τόσο αργά για να βάλω γνώση.
Μόνον η τελείως ανάξια γερμανική μας παιδεία -δηλαδή ο ιδεαλισμός της- μου εξηγούν, εν μέρει, γιατί έμεινα τόσο οπισθοδρομικός μέχρις… αγιοσύνης. Αυτή η «παιδεία» που σε διδάσκει πώς να χάνεις την πραγματικότητα από τα μάτια σου, για να κυνηγήσεις προβληματισμούς ή, όπως λέγονται, ιδεαλιστικούς στόχους, όπως π.χ. της «κλασικής παιδείας»: λες και δεν είναι εξαρχής καταδικασμένη η έννοια του «κλασικού» όταν περιλαμβάνει και το «γερμανικό»! Ίσως και κάτι περισσότερο που δίνει και κάποιον ιλαρό τόνο – ας μου βρει κάποιος έναν μορφωμένο με κλασική παιδεία από τη Λειψία!
Στην πραγματικότητα, εγώ έτρωγα πολύ άσχημα μέχρι τα χρόνια της ωριμότητάς μου – ή μεταφορικά, στην ηθική, έτρωγα «ανιδιοτελούς», «αλτρουιστικά», με αυταπάρνηση για τη σωτηρία των μαγείρων και άλλων… συγχριστιανών. Απαρνήθηκα στα σοβαρά, για παράδειγμα, με την κουζίνα Λειψίας, ταυτόχρονα με τις σπουδές μου του Σοπενχάουερ (1865), τη «βούλησή μου για τη ζωή». Το να χαλάσεις λοιπόν το στομάχι σου εκτός των άλλων λόγω ανεπαρκούς διατροφής – αυτό το πρόβλημα το έλυνε η προαναφερθείσα κουζίνα με καταπληκτική επιτυχία.
Λένε ότι το 1866 ήταν η χρονιά καμπής. Όμως η γερμανική κουζίνα και τι δεν κουβαλάει στη συνείδησή της! Η σούπα πριν από το γεύμα (που ονομάζεται ακόμα στα βενετσιάνικα βιβλία μαγειρικής του δεκάτου έκτου αιώνα alia tedesca)· τα πολύ βρασμένα κρέατα, τα λιπαρά λαχανικά και το μπαστάρδεμα των ζυμαρικών σε αβάσταχτο βάρος! Αν σ’ αυτά συνυπολογιστούν οι κυριολεκτικά κτηνώδεις ανάγκες σε οινοποσία των παλαιων (και όχι μόνον) Γερμανών, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι το γερμανικό πνεύμα προέρχεται από θλιβερά εντόσθια…
Το γερμανικό πνεύμα είναι μια δυσπεψία, που δεν τα καταφέρνει σε τίποτα. Η αγγλική όμως κουζίνα, που συγκρινόμενη με τη γερμανική και ακόμη και με τη γαλλική είναι ένα είδος επιστροφής στη φύση (δηλαδή στον κανιβαλισμό), είναι κατ’ εξοχήν αντίθετη προς το ένστικτό μου. Είναι σαν να βάζει κανείς βάρη στα πόδια του πνεύματος – πόδια Αγγλίδας… Η καλύτερη κουζίνα είναι του Πιεμόντε.
Τα αλκοολούχα δε μου κάνουν καλό. Ένα ποτήρι κρασί ή μπίρα την ημέρα μου είναι αρκετά για να μου κάνουν τη ζωή μια «κοιλάδα των δακρύων»· στο Μόναχο ζουν οι αντίποδές μου. Αυτό το κατάλαβα κάπως αργά, το έζησα όμως από παιδί. Σαν αγόρι πίστευα και ’γώ ότι η οινοποσία και το κάπνισμα είναι στην αρχή μόνο μια ανδρική νεανική ματαιοδοξία και αργότερα μια κακή συνήθεια. Ίσως να φταίει σ’ αυτή τη στίφη καταδίκη και το κρασί του Νάουμπουργκ, για να πιστέψω δε ότι ο οίνος ευφραίνει θα έπρεπε να είμαι χριστιανός, για μένα όμως η πίστη είναι ένα με το παράλογο.
Είναι αρκετά περίεργο ότι αυτή η ακραία δυσθυμία μου, που προκαλείται από μικρές νερωμένες δόσεις αλκοόλ, με μεταβάλλει όταν πρόκειται για δυνατές δόσεις σχεδόν σε θαλασσόλυκο. Όταν ακόμα ήμουν παιδί έδειχνα γενναιότητα σ’ αυτό. Όταν ήμουν μαθητής στην αξιοσέβαστη Schulpforta*, ξενυχτώντας για να γράψω ή ν’ αντιγράψω κάποια πραγματεία, όπου προσπαθούσα να φτάσω το πρότυπό μου τον Σαλούστιο σε αυστηρότητα ύφους και συμπύκνωση νοημάτων, ρούφαγα κανένα δυνατό γκρογκ μαζί με τα λατινικά μου· αυτό δεν ήταν καθόλου αντίθετο προς την ιδιοσυγκρασία μου και ούτε και του Σαλούστιου, όμως ασφαλώς δεν ταίριαζε καθόλου με την αξιοσέβαστη Schulpforta…
Αργότερα, μεσήλικας πια, ήμουν αντίθετος σε κάθε είδους «οινοπνευματώδες» ποτό: Εγώ ένας αντίπαλος της χορτοφαγίας από πείρα, όπως και ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος και με μύησε σ’ αυτήν, με μεγάλη υπομονή συμβουλεύω όλους τους πνευματικούς ανθρώπους να απέχουν από αλκοολούχα ποτά. Καλύτερα νερό… Διαλέγω πάντα τα μέρη όπου έχει κανείς τη δυνατότητα να προμηθευτεί τρεχούμενο νερό από πηγές (Νίκαια, Τορίνο, Σιλς)· ένα μικρό ποτήρι τρέχει ξοπίσω μου σαν σκυλάκι. Ούτε και με το ρητό in vino veritas συμφωνώ: φαίνεται ότι και εδώ ακόμα διαφωνώ με όλον τον κόσμο ως προς την έννοια «αλήθεια» – το δικό μου πνεύμα πλανάται υπεράνω υδάτων…
Και τώρα μερικά δείγματα της ηθικής μου. Ένα γερό γεύμα είναι πιο ευκολοχώνευτο από ένα μικρό. Η προϋπόθεση καλής χώνεψης είναι η πληρότης του στομαχιού. Η πρώτη προϋπόθεση για μια καλή χώνευση είναι να δουλεύει ολόκληρο το στομάχι. Πρέπει κανείς να γνωρίζει το μέγεθος του στομάχου του. Για τον ίδιο λόγο συνιστάται να αποφεύγονται τα γεύματα μακράς διάρκειας, τα γεύματα table d’ hote, που εγώ ονομάζω διακεκομμένες γιορτές θυσιών.
Ανάμεσα στα γεύματα τίποτα, ούτε καφέ: ο καφές φέρνει κατάθλιψη. Το τσάι μόνο το πρωί υποφέρεται. Λίγο όμως δυνατό· τσάι που είναι έστω και ένα γράδο πιο αδύνατο είναι βλαβερό και μπορεί να σ’ αρρωστήσει όλη τη μέρα. Ο καθένας έχει το δικό του μέτρο, συχνά μέσα σε περιορισμένα και λεπτά όρια. Σε ένα βαρύ κλίμα πολύ agagant δε συνιστάται το τσάι για την αρχή- αλλά μια ώρα πριν ένα φλυτζάνι κακάο χωρίς λιπαρά… Να κάθεσαι όσο το δυνατόν λιγότερο. Να μην εμπιστεύεσαι κανέναν στοχασμό που δε γεννήθηκε στο ύπαιθρο και σε ελεύθερη κίνηση – και όπου δε συνεορτάζουν οι μύες. Όλες οι προκαταλήψεις προέρχονται από τα εντόσθια. Η καθιστική ζωή -το έχω ξαναπεί- είναι η κατ’ εξοχήν αμαρτία ενάντια στο Άγιο Πνεύμα.
Φρ. Νίτσε, Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου