Στωικοί κι επικούρειοι ανάγουν κάθε παραστασιακό περιεχόμενο σε αισθητηριακές εντυπώσεις, αλλά τελικά, μόνο οι επικούρειοι προχωρούν με συνέπεια ως το συμπέρασμα ότι το διακριτικό γνώρισμα της αλήθειας είναι απλώς το συναίσθημα της αναγκαιότητας, με τα όποιο επιβάλλεται η αισθητηριακή αντίληψη στη συνείδηση.
Είναι η ακαταμάχητη προφάνεια ή προδηλότητα (ενάργεια) με την οποία έχει συνδεθεί η πρόσληψη του εξωτερικού κόσμου διαμέσου των αισθήσεων. Κάθε αισθητηριακή αντίληψη καθαυτή είναι αδιαμφισβήτητη. Υπάρχει καθ αυτή σαν ένα άτομο, θα μπορούσαμε να πούμε, μέσα στον κόσμο των παραστάσεων και είναι, αναμφίβολα, ανεξάρτητη και απρόσβλητη από οποιαδήποτε αντίθετη επιχειρηματολογία. Και όταν δημιουργείτε η εντύπωση ότι για τα ίδια αντικείμενα υπάρχουν διαφορετικές και αντιφατικές αισθητηριακές αντιλήψεις, η πλάνη σ’ αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται στις σχετικές γνώμες και όχι στις αισθητηριακές αντιλήψεις, οι οποίες ακριβώς με τη διαφορετικότητά τους αποδείχνουν ότι και οι αφορμές τους είναι διαφορετικές. Γι’ αυτό η σχετικότητα δεν είναι, ένδειξη κατά της ορθότητας των αισθητηριακών αντιλήψεων.
Αλλά οι γνώμες (δόξαι) προχωρούν κατ ανάγκην πιο πέρα από τα άμεσα δεδομένα των αισθητηριακών εντυπώσεων. Γιατί στο πράττειν είναι εντελώς αναγκαία και η γνώση εκείνου που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, δηλαδή και των αιτίων των φαινομένων (άδηλον) και εκείνων που πρέπει να περιμένουμε ότι στο μέλλον θα προέλθουν από αυτά (προσμένον). Αλλά και για όλες τις παραπέρα λειτουργίες του ψυχικού μηχανισμού δεν υπάρχει κατά τους επικούρειους καμία άλλη εγγύηση εκτός από την αισθητηριακή αντίληψη.
Εφόσον οι έννοιες (προλήψεις) είναι αισθητηριακές εντυπώσεις που τις έχει συγκρατήσει η μνήμη, η βεβαιότητα που έχουμε γι’ αυτές (βεβαιότητα που δεν αποδείχνεται άλλα ούτε και αμφισβητείται) στηρίζεται στην προδηλότητα των αισθητηριακών εντυπώσεων. Αλλά και οι υποθέσεις (υπολήψεις) που διατυπώνονται είτε για τα απρόσιτα στην αισθητηριακή αντίληψη αίτια των πραγμάτων είτε για τα μελλοντικά γεγονότα έχουν κριτήριο την αισθητηριακή αντίληψη, αφού αυτή τις επιβεβαιώνει ή, αντίθετα, τις αναιρεί: το πρώτο αναφέρεται στην πρόγνωση του μέλλοντος, το δεύτερο στις εξηγητικές θεωρίες επικούρειοι λοιπόν δεν υποστηρίζουν ότι η νόηση έχει μια δική της ξεχωριστή πειστικότητα. Αν σωστά περιμένουμε να πραγματοποιηθεί κάτι, μπορούμε να το ξέρουμε μόνο εφόσον πραγματοποιηθεί το γεγονός αυτό. Τούτο σημαίνει ότι οι επικούρειοι είχαν καταρχήν παραιτηθεί από τη διατύπωση μιας πραγματικής θεωρίας της επιστημονικής έρευνας.
Γίνεται έτσι φανερό ότι και τη δική τους μεταφυσική οι επικούρειοι τη θεωρούσαν απλώς υπόθεση που δεν αναιρείται. από τα γεγονότα αλλά, ούτε και επιβεβαιώνεται —υπόθεση που αποσκοπούσε να εκτοπίσει τις άλλες υποθέσεις για τις όποιες είχαν ηθικούς ενδοιασμούς. Έτσι, ο δογματισμός τους είναι προβληματικός. Αλλά και τη γνωσιολογία τους, εφόσον αναφέρεται στην ορθολογική γνώση, τη διαπερνά ένας έντονος σκεπτικισμός. Καθώς παραδέχονταν ότι έγκυρο είναι μόνο αυτό πού θεωρεί “γεγονός” η αισθητηριακή αντίληψη, αλλά και είναι απόλυτα βέβαιο, η άποψή τους είναι δυνατό να χαρακτηριστεί θετικιστική.
Αυτός ο θετικισμός διαμορφώθηκε με ακόμη πιο μεγάλη συνέπεια, και χωρίς τις ηθικές-μεταφυσικές τάσεις του Επίκουρου, στις απόψεις των νεώτερων εμπειρικών ιατρικών σχολών. Οι σχολές αυτές συμφωνούσαν με τους σκεπτικούς σε ότι είχε σχέση με τη γνώση εκείνου που δεν γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις συμφωνούσαν επίσης και με όλες τις ορθολογικές θεωρίες των σκεπτικών. Αντίθετα, παραδέχονταν, όπως και οι επικούρειοι, την προδηλότητα της αισθητηριακής αντίληψης. Περιγράφουν την παρατήρηση (τήρησις) ως το θεμέλιο της ιατρικής τέχνης και υποστηρίζουν ότι η ουσία της θεωρίας έγκειται στην παρατήρηση που έχει συγκρατηθεί μέσα στην ανάμνηση. Ειδικότερα αποκρούουν —για λόγους αρχής— κάθε αιτιολογική ερμηνεία.
Σχετικό με αυτά είναι το γεγονός ότι και οι νεώτεροι σκεπτικοί φιλόσοφοι διερεύνησαν διεξοδικά: την έννοια της αιτιότητας και αποκάλυψαν τις δυσκολίες της. Ήδη ο Αινησίδημος είχε διατυπώσει μια σειρά τέτοιες απορίες, πού τις ξαναβρίσκουμε πιο αναπτυγμένες και πιο ολοκληρωμένες στον Σέξτο τον Εμπειρικό.
Στην αρχή επισημαίνονται τα αδύνατα σημεία των αιτιολογικών θεωριών. Οι θεωρίες αυτές ανάγουν το γνωστό σε κάτι άγνωστο, που κι αυτό δεν έχει εξηγηθεί επιλέγουν χωρίς επαρκή λόγο μία μόνο ερμηνεία ενώ είναι δυνατές και άλλες δεν υποβάλλουν σε προσεχτικό έλεγχο την εμπειρία για ενδεχόμενες αρνητικές ενδείξεις εξηγούν εκείνο που δεν είναι προσιτό στην αισθητηριακή αντίληψη με βάση κάποιο πολύ απλό σχήμα που το γνωρίζουμε διαμέσου της αισθητηριακής αντίληψης και που γι’ αυτό εμφανίζεται σαν αυτονόητο.
Εξετάζονται ακόμη όλες οι γενικές δυσκολίες που μας εμποδίζουν να έχουμε εποπτική εικόνα για τη σχέση αιτίου και αιτιατού. Η διαδικασία της επίδρασης, η μετάβαση από το ένα πράγμα στο άλλο δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητή ούτε αν δεχτούμε ότι αυτό που επιδρά (ως δύναμη)είναι ασώματο ούτε αν δεχτούμε το αντίθετο: γιατί και η επαφή (αφή) που είχε θεωρηθεί (ήδη από τον Αριστοτέλη) conditio sine qua non [απαραίτητη προϋπόθεση] της αιτιοκρατικής διεργασίας δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να την εξηγήσει. Εξάλλου είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί και η χρονική σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα.
Αλλά η πιο σημαντική άποψη που εμφανίζεται σ αυτές τις διερευνήσεις είναι η επισήμανση της σχετικότητας της αιτιακής σχέσης: κανένα πράγμα δεν είναι καθαυτό ούτε αιτία ούτε αποτέλεσμα, αλλά μόνο σε σχέση με το άλλο. Αίτιον και πάσχον είναι συσχετικοί χαρακτηρισμοί που δεν πρέπει να τους θέτουμε απόλυτα. Έτσι αποκλείεται και η (στωική) έννοια μιας αιτίας που ενεργεί ουσιαστικά, δηλαδή η έννοια της δημιουργικής θεότητας.
Οι σκεπτικοί της Ακαδημίας αναζητούσαν προς άλλη κατεύθυνση κάποιο υποκατάστατο της έλλογης γνώσης, που κι αυτοί δεν τη θεωρούσαν πια κάτι βέβαιο. Στην καθημερινή ζωή δεν είναι δυνατό να απέχει κανείς από το πράττειν, που είναι υποχρεωτικό. Απαραίτητες είναι επίσης και ορισμένες παραστάσεις που το καθορίζουν. Γι’ αυτό, υποστήριζε ήδη ο Αρκεσίλαος, οι παραστάσεις μπορούν να κινητοποιούν τη βούλησή μας ακόμη και όταν δεν τις δεχόμαστε ως εντελώς σωστές. Στον πρακτικό βίο πρέπει να μας αρκεί μια κάποια εμπιστοσύνη (πίστις) ότι ορισμένες παραστάσεις είναι δυνατό να θεωρούνται πιο πιθανές (εύλογον), πιο σκόπιμες και πιο λογικές από τις άλλες.
Τη θεωρία της πιθανολογίας την ανέπτυξε έπειτα ακόμη περισσότερο ο Καρνεάδης, που προσπάθησε να προσδιορίσει πιο συγκεκριμένα τους επιμέρους αναβαθμούς αυτής της «πίστης» με βάση τις λογικές σχέσεις. Τον μικρότερο βαθμό πιθανότητας τον έχει η απομονωμένη παράσταση, η οποία (ως ασαφής, ατελής μορφή της καθημερινής προδηλότητας —ενάργεια) δεν ανήκει σε κάποιο ευρύτερο πλαίσιο. Πιο μεγάλο βαθμό πιθανότητας έχει η παράσταση που δεν έρχεται σε αντίφαση με τις άλλες παραστάσεις που ανήκουν στο ίδιο πλαίσιο (απερίσπαστος). Στην ανώτατη, τέλος, βαθμίδα πίστης φτάνουμε εκεί όπου ένα ολόκληρο σύστημα από τέτοιες παραστάσεις αποδείχνεται (ότι έχει εσωτερική αλληλουχία και δεν αντιφάσκει προς την εμπειρία.
Η εμπιστοσύνη, λοιπόν, που μπορούμε να έχουμε στην εμπειρία μεγαλώνει καθώς προχωρούμε από τα απομονωμένα δεδομένα των αισθήσεων προς τις λογικές αλληλουχίες της επιστημονικής έρευνας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου