Με ρωτάς, αδερφέ μου, πότε θά φτάσει ο άνθρωπος στην τελειότητα. Άκουσε την απάντησή μου:
Ο άνθρωπος πλησιάζει την τελειότητα σαν νιώθει πως είναι ένας άπειρος χώρος και μια θάλασσα χωρίς ακτή,
Μια αιώνια φωτιά, ένα άσβηστο φως
Ένας απαλός άνεμος ή μια ορμητική καταιγίδα, ένας ουρανός με βροχές και κεραυνούς.
Ένα τραγουδιστό ρυάκι, ένα παραπονιάρικο ρεματάκι, ένα ολάνθιστο δέντρο την άνοιξη, ή ένα γυμνό δεντράκι το φθινόπωρο, ένα βουνό που υψώνεται ή μια κοιλάδα που κατεβαίνει, ένας γόνιμος κάμπος ή μια έρημος.
Όταν ο άνθρωπος τα νιώθει ολ’ αυτά, έχει κιόλας φτάσει στα μισά του δρόμου προς την τελειότητα.
Μα, για να φτάσει στο σκοπό του, πρέπει μετά να καταλάβει πώς είναι παιδί που εξαρτιέται από τη μάνα του, πατέρας πού νιώθει υπεύθυνος για τη φαμίλια του, νέος πού χάνεται με τον έρωτα, γέρος πού παλεύει ενάντια στον παρελθόν πιστός λάτρης στο ναό του, εγκληματίας στη φυλακή του, φιλόλογος μέσα στις περγαμηνές του, ψυχή γεμάτη άγνοια, που σκουντουφλά ανάμεσα στο σκοτάδι της νύχτας της και την αφεγγιά της μέρας της,
Καλόγρια πού πονά ανάμεσα στα λουλούδια της πίστης της και τ’ αγκάθια της μοναξιάς της, πόρνη πιασμένη ανάμεσα στα φιδίσια δόντια της αδυναμίας της και τ' άγρια νύχια της ανάγκης, φτωχός παγιδευμένος ανάμεσα στην πίκρα του και την υποταγή τουλουμίσιος αιχμαλωτισμένος ανάμεσα στην απληστία και τη συνείδησή του, ποιητής ανάμεσα στο μισοσκόταδο της δύσης του και τις αχτίνες της αυγής του.
Αυτός που μπορεί να νιώσει, να δει και να καταλάβει ολ’ αυτά τα πράγματα, μπορεί να φτάσει στην τελειότητα καί νά γίνει ίσκιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου