Οιδίπους επί Κολωνώ: Η εμπειρία της ζωής και το καλό του θανάτου
§1
Ι. Είναι κοινός τόπος πως η αρχαία Ελληνική τραγωδία διακρίνεται για ένα ειδικό είδος σοφίας, το οποίο συνήθως εκδηλώνεται με ισχυρές, διεισδυτικές ανα-γνώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και με συναρπαστικές αφηγήσεις, που συμπυκνώνουν τα βαθύτερα νοήματα αυτών των ανα-γνώσεων και έτσι παρέχουν ένα πολύ γόνιμο έδαφος για φιλοσοφικές διερευνήσεις γύρω από τη στάση ζωής του ανθρώπου [1] και αντιστοίχως την ύπαρξή του. Σημαντικό ρόλο στην τραγική σοφία της τραγωδίας ως τέτοιας παίζει ο χορός, καθώς διευρύνει, κατά κανόνα, το φιλοσοφικό νόημα της ύπαρξης σε μια κοσμική προοπτική [2]. Όπως λέει και ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, ο χορός στον Σοφοκλή αποτελεί έναν ακόμη ηθοποιό και είναι μέρος με αξιοσημείωτη συμμετοχή στη συνολική δράση.
ΙΙ. Στον Οιδίποδα επί Κολωνώ και ειδικά στην αρχή του δράματος, παρεμβαίνει άμεσα και απαιτεί να φύγει ο ήρωας από τον ιερό χώρο των Ευμενίδων, όταν μαθαίνει πως είναι μιασμένος. Ως το κεντρικό πρόσωπο του δράματος, ο Οιδίποδας, τυφλωμένος και εξορισμένος από την πόλη του, τη Θήβα, όπου ήταν βασιλιάς, περιπλανιέται μαζί με την κόρη του, την Αντιγόνη, ώσπου κάποια στιγμή φτάνει στον δήμο Κολωνό της Αττικής, ξένος μέσα στους ξένους. Έτσι όπως το ήθελε η κακή του μοίρα τελικά, ο γέρος Οιδίποδας από βασιλιάς κατέληξε ένας τυφλός επαίτης, χωρίς καμιά πλέον δύναμη αντίστασης σ’ αυτή τη μοίρα. Έτσι, η Αντιγόνη παρακαλεί τον χορό να δείξει συμπόνια για τις δυστυχίες που τους βρήκαν και στο τέλος πραγματικά τον συγκινεί: ο χορός με τις παρεμβάσεις του δείχνει κατανόηση για όσα συμβαίνουν στον Οιδίποδα, δεδομένου ότι ο ρόλος του είναι να ασκεί ένα είδος ηθικής εξουσίας. Γι’ αυτό και για την τύχη του Οιδίποδα θα αποφασίσει η πολιτική εξουσία: ο άρχοντας της πόλης, ο Θησέας.
ΙΙΙ. Είναι γεγονός πια πως ο Οιδίποδας έχει υποστεί τα πιο φοβερά δεινά, που καθιστούν κυριολεκτικά τη δική του βιο-πορεία και των ανθρώπων του από τη γέννησή τους ως το θάνατο τραγική. Τέτοιες τραγικές όψεις εμφανίζεται να άδει συχνά ο χορός, υπό μορφή «μαθημάτων» για το πόσο τραγική είναι μοίρα των ανθρώπων. Ο Οιδίποδας δεν έχει τώρα άλλη επιλογή παρά να ζητήσει την συμπαράσταση του Θησέα για να μείνει στην Αθήνα και να μην παραδοθεί, χωρίς τη θέλησή του, πίσω στους Θηβαίους. Ο Θησέας τώρα υπόσχεται να του εξασφαλίσει την αναγκαία προστασία, καθώς με το διαπεραστικό του βλέμμα πηγαίνει πίσω από τα φαινόμενα, που σχετίζονται με τα αμαρτήματα του Οιδίποδα, δηλαδή με το φόνο του πατέρα του και την αιμομειξία με τη μάνα του. Αυτές οι πράξεις ενσαρκώνουν την ενδοσυνάφεια του τραγικού με το μοιραίο και δεν μπορεί ο πιο άξιος άρχοντας της Αθήνας να μην το βλέπει. Γι’ αυτό διαβεβαιώνει τον Οιδίποδα ότι «δεν θα αφήσει κανέναν να γίνει κύριος της ψυχής του» (στ. 1207).
§2
Ο Οιδίποδας, όπως εξωτερικεύεται ο ίδιος με δραματικό τόνο, προχώρησε σε αυτές τις πράξεις, γιατί επρόκειτο για βούληση των θεών και όχι δική του: αυτός δεν ήξερε τίποτα. Στην αποκορύφωση, κατά ταύτα, της δραματικής δράσης ο ήρωας προσωποποιεί όλη την τραγικότητα των απρόσμενων δεινών, που επιφυλάσσει η ζωή με τα αναπάντεχα περάσματα από τη φαινομενικότητα των ευτυχισμένων στιγμών στην πραγματικότητα των συμφορών. Η εν λόγω φαινομενικότητα είναι κι αυτή μια πραγματικότητα αλλά τέτοιου είδους, ώστε να λειτουργεί ως προπομπός της δυστυχίας: ο Οιδίποδας, όπως τον συναντάμε στον Οιδίποδα τύραννο, ήταν ο απόλυτος άρχοντας της Θήβας, χωρίς να είναι τυφλός· όμως δεν μπορούσε να δει ποτέ, αν και έβλεπε, πως αυτή η φαινομενικά ευτυχής πραγματικότητα του άνοιγε ουσιαστικά τον δρόμο προς την ανείπωτη δυστυχία, που ήταν η αληθινή πραγματικότητα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο θάνατος να εισέρχεται στην υπαρκτική του πορεία ως προσδοκία λύτρωσης. Πρόκειται, από την άποψη της γενικής αρχής, για τη λύτρωση της ανθρώπινης ύπαρξης από τα δεινά που συσσωρεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου από τη νεαρή ηλικία του ανθρώπου ως τα γεράματά του. Η χορωδιακή ωδή (στ. 1211–48) μας λέει, μεταξύ των άλλων, πως ο θάνατος είναι ο κοινός βοηθός όλων των ανθρώπων, καθώς η ζωή γεμίζει τον καθέναν με δοκιμασίες και θλίψεις, ώστε να μην μπορεί να δει, όπως ο Οιδίποδας τότε που έβλεπε, πού βρίσκονται τα ευχάριστα. Πιο καλό, συνεχίζει, είναι να μη γεννιέται κανείς, αλλά το πιο καλό, όταν κανείς γεννηθεί, είναι να πάει, το ταχύτερο δυνατόν, εκεί απ’ όπου ήρθε, δηλαδή στο θάνατο. Όσο κρατάει η ζωή, κουβαλάει κούφιες αφροσύνες και δεν μπορεί να αποτρέψει τα ατέλειωτα βάσανα: φθόνους, διχόνοιες, διενέξεις, πολέμους, σκοτωμούς.
§3
Το ενδότερο νόημα της ως άνω χορωδιακής ωδής δεν σχετίζεται απλώς με τα βάσανα των γηρατειών αλλά κυρίως με τα συμπεράσματα που βγαίνουν για την ανθρώπινη ζωή και τα οποία είναι πολύ πιο ριζοσπαστικά και σαρωτικά από ό,τι φαίνεται να δικαιολογούνται από τους προβληματισμούς για τα γηρατειά. Ο χορός, στην εν λόγω ωδή, ξεκινά να μιλά για τους αμέτρητους πόνους, αλλά και τις απανωτές απολαύσεις στη ζωή, κάτι που στο βάθος υποδηλώνει ότι η ζωή μετριέται με την ποσότητα της ευχαρίστησης και του πόνου και όχι ως μια καθορισμένου χρόνου αυταξία. Προτάσσει λοιπόν την αναγκαιότητα για μια μετρημένη διάρκεια ζωής, κάτι που παραπέμπει στο γεγονός ότι η ωδή αναγνωρίζει τις χρήσιμες υπηρεσίες και τον αγαθό χαρακτήρα του θανάτου. Ο προβληματισμός τώρα επεκτείνεται στην αγαθοσύνη και τον ευεργετικό ρόλο του θανάτου στην ανθρώπινη ζωή πριν από τα γηρατειά. Εκείνος, που προσβλέπει σε μια άμετρη, υπερβολική διάρκεια ζωής, αδιαφορώντας για το αν ζει μέσα σε βάσανα και λύπες, για το αν η ζωή του είναι μια πύρινη κόλαση, είναι ανόητος. Εδώ ο Σοφοκλής φαίνεται να εκφράζει έναν φιλοσοφικό πραγματισμό και μια, τρόπον τινά, ρεαλιστική σοφία, καθώς αποφαίνεται αρκετά εύλογα ότι υπάρχει ένα σημείο, ένα όριο, μετά από το οποίο η ζωή είναι γεμάτη πόνους και συμφορές, που διαλύουν πλήρως μια αξιοβίωτη κάπως ύπαρξή μας, και δεν αξίζει πλέον να τη ζει ένα άτομο. Ο χορός δείχνει να θέτει τα πρότυπα για μια λελογισμένη διάρκεια ζωής· μια ζωή που αξίζει να τη ζει κανείς ως το σημείο όπου η ζωή είναι κυρίαρχη επί του πόνου.
§4
Το βασικό αξίωμα της συγκεκριμένης ωδής συνοψίζεται στο εξής: αν η συνέχιση της ζωής περιέχει κυρίως πόνο, ο θάνατος είναι προτιμότερος από μια τέτοια ζωή. Αυτό το αξίωμα δεν πρέπει να ανα-γιγνώσκεται ως ένα κήρυγμα μηδενισμού ή αυτοκαταστροφής. Απεναντίας έρχεται, πρώτα πρώτα να μας θυμίσει ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος για όλους μας και δεν πρέπει να τον προκαλούμε με έναν δυσάρεστο ή οδυνηρό τρόπο ζωής. Επειδή όμως ένας τέτοιος τρόπος ζωής μοιάζει πολλές φορές σαν να έχει οριστεί από τη μοίρα, ο θάνατος μας παρέχει ευπρόσδεκτη ανακούφιση από την οδυνηρή ύπαρξη και δη αυτή των γηρατειών. Με αυτή την έννοια είναι, από άποψη αρχής, καλός, επομένως καλός και για το άτομο που πεθαίνει. Αλλά έρχεται «χωρίς γαμήλιο τραγούδι, χωρίς λύρα και χορό» (στ.1221-23). Όλοι οι γαμήλιοι εορτασμοί περιλαμβάνουν ένα τελετουργικό που σηματοδοτεί ένα μοναδικό άλμα προς τον εσωτερικό κόσμο της ζωής και συνήθως γεμίζουν τους ανθρώπους με χαρά, ευχαρίστηση και ελπίδα, ενώ η επικείμενη έλευση του θανάτου είναι κάτι ασυνήθιστο και συχνά τρομακτικό και βασανιστικό. Ένα λοιπόν από τα κεντρικά θέματα της τραγωδίας είναι το εξής: ο θάνατος συνήθως συνοδεύεται από βάσανα και πόνο, γι’ αυτό και ο χορός προσεύχεται για έναν ανώδυνο θάνατο του Οιδίποδα, καθώς στη ζωή του τον βρήκαν πολλές και άδικες συμφορές. Μόνο ο δίκαιος θεός, ο θεός-θανατος, μπορεί να του δείξει καλοσύνη και να τον σώσει, εξασφαλίζοντάς του έναν αιώνιο ύπνο μέσα στον κόσμο των νεκρών (1556–78), όπου δεν θα ταλαιπωρείται από βάσανα, αρρώστιες και στεναγμούς. Οι στεναγμοί τώρα, μετά τον θάνατο του Οιδίποδα, κατακλύζουν τις κόρες του σε σημείο που η Ισμήνη φτάνει να πει:
«Μακάρι ο θανατηφόρος/Άδης να μ’ έπαιρνε μαζί με τον πατέρα/ τον γέροντα να πέθαινα/η δύστυχη/γιατί για μένα η παραπέρα ζωή μου/είναι ου βιωτή» (στ. 1688-92).
§5
Ι. Ο θάνατος είναι καλός για τον Οιδίποδα που πεθαίνει και λυτρώνεται από την ανυπόφορη δυστυχία του, αλλά όχι και για τους επιζώντες συγγενείς. Με τούτη την τραγική κατάσταση των επιζώντων υποδηλώνεται ακόμη και το γεγονός πως τα αγαθά στη ζωή είναι λιγότερα από τα κακά, τα οποία, ακόμη κι αν ήταν λιγότερα από τα αγαθά, αρκούσαν για να προκαλέσουν το θρήνο και τον πόνο. Σε κάθε περίπτωση το κακό επιβάλλεται πάνω στο αγαθό και αυξάνει τα βάσανα της ζωής. Γι’ αυτό και καμιά απόλαυση δεν μπορεί να σβήσει τον πόνο από την ψυχή, όπως ακριβώς συμβαίνει με την Αντιγόνη και την Ισμήνη εδώ. Στη συνάφεια τούτη, αν κανείς μετρούσε όλες τις απολαύσεις και τους πόνους, θα ταίριαζε, όπως ρητά λέει ο χορός, να μην είχε γεννηθεί ποτέ· κάτι για το οποίο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το ιδανικό, αλλά όχι το ρεαλιστικά πραγματικό. Το «να μην έχει γεννηθεί ποτέ» στέκεται πάνω, σε εκτίμηση, από οποιαδήποτε πιθανή ωφέλεια από τη γέννηση, συγκριτικά με τον θάνατο. Ο Σοφοκλής γνωρίζει καλά ότι ιδανικό δεν μπορεί να αντικαταστήσει ή να εξαφανίσει το πραγματικό, με όλες τις χαρές και τις λύπες του. Απεναντίας, αυτό που φαίνεται να επιδιώκει εδώ είναι δει τη ζώσα πραγματικότητα του ανθρώπου από τη σκοπιά μιας καλοζυγισμένης συμμετρίας μεταξύ του χρόνου πριν από τη γέννηση και του χρόνου μετά το θάνατο, μετατρέποντας έτσι το θάνατο σε ένα είδος επιστροφής.
ΙΙ. Η προτίμηση του θανάτου διατυπώθηκε με τέτοιο τρόπο από τον χορό, ώστε να αφήνει ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο ορισμένα στάδια της ζωής ικανοποιούν πραγματικά το κριτήριο για μια ζωή που αξίζει να ζει κανείς. Αυτό το ερώτημα υπονοείται, πριν απ’ όλα, από αυτά που αναφέρει για τα γηρατειά: από κάθε άποψη είναι άθλια, επειδή εκτείνονται πέρα από μια μετρημένη ή συνετή διάρκεια ζωής. Τουτέστι, υπάρχει μια περίοδος της ζωής, που ικανοποιεί το κριτήριο για μια ζωή που αξίζει να ζει κανείς. Όσο για τα γηρατειά είναι ότι η ζωή απλά έχει διαρκέσει πάρα πολύ. Αλλά στη συνέχεια ο χορός αποτιμά όλες τις περιόδους της ζωής με την ίδια συλλογιστική, για να διαπιστώσει ότι το να είσαι ζωντανός υφίσταται κανείς πάντα πόνο και συντριβή. Αυτό γίνεται όμως ιδιαίτερα αισθητό σε μεγάλη ηλικία, καθώς το γήρας είναι απλώς μια ακραία περίπτωση της ανθρώπινης κατάστασης. Μπορεί κανείς έτσι να οδηγηθεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: για κάθε ζωντανό άνθρωπο, ο θάνατος είναι καλός για το ίδιο το άτομο. Είναι καλός, και όχι απλώς προτιμότερος από τη ζωή, ακριβώς επειδή είναι πάντα η καλύτερη διαθέσιμη επιλογή για κάθε ζωντανό άνθρωπο. Η ιδανική κατάσταση του να μην έχουμε γεννηθεί ποτέ - η προγεννητική ανυπαρξία - είναι θεωρητικά ανώτερη, αλλά στην πράξη αδύνατη για εμάς. Αυτό που κάνει αυτή την εικόνα ακόμη πιο ζοφερή είναι ότι αυτό το καλό πράγμα, ο θάνατος, που θα μας απαλλάξει από τα δεινά της ζωής, απαιτεί, σε αντίθεση με τα γαμήλια γλέντια, μια συχνά τρομακτική και οδυνηρή εμπειρία, δηλαδή τον θνήσκειν, το να μην μπορείς να τον αποφύγεις. Έτσι, ακόμη κι αν το να είσαι πεθαμένος είναι καλό, η πράξη του θνήσκειν είναι πραγματικά απαίσια [3].
--------------------------------
[1] Η αρετή είναι να Είσαι, έχοντας συνείδηση αυτού που είσαι. Και ο Σωκράτης Ήταν και Είναι. Υπήρξε και υπάρχει ως Ακάμας. Αλλά ο καθείς δεν Ήταν και Είναι ακόμα και ως αγέννητος; Αυτό ισχύει επειδή η Ιδέα αυτού που Είμαι ή θα Ήμουν. αν γεννιόμουν, και ανεξαρτήτως από το πώς θα ζούσα, αλλά σε απόλυτη εξάρτηση από αυτό, υπάρχει ανεξάρτητα του αν Είμαι ή δεν θα Ήμουν ποτέ.
[2] Σκέφτομαι πως για το ον του νοητού κόσμου, η επιστροφή στην αισθητή ζωή, σημαίνει ταυτόχρονα την αναγέννησή του ως αισθητό ον και τον θάνατό του ως νοητό. Τούτος ο θάνατος, είναι μια ανάπαυση της νοητής ζωής που συντελείται δια της αναγέννησης του όντος ως αισθητού. Ο δε θάνατος του αισθητού όντος, είναι η δική του ανάπαυση από τον κόσμο του αισθητού. Αναπαύτηκε, λέμε για τον νεκρό. Τούτη η ανάπαυση του αισθητού θανάτου (σύμφωνα με τη θεωρία) γίνεται δια της επιστροφής του όντος στον νοητό κόσμο. Γι' αυτό και ο Σωκράτης ανυπομονεί να πεθάνει και παραδίδεται στους δικούς του Θηβαίους που είναι οι Αθηναίοι, δίχως να μετανοήσει για καμία από τις πράξεις του αφού ήταν όλες εκούσιες και δίχως να χρησιμοποιήσει την επιλογή διαφυγής από τον θάνατο που του προσφέρθηκε.
Νομίζω ωστόσο πως η αξία της πράξης του Σωκράτη δεν οφείλεται στη βεβαιότητα μιας προδιαγεγραμμένης μετάβασης στον νοητό κόσμο, όσο στη βεβαιότητα πως σε τούτη τη ζωή, η αρετή είναι να φεύγεις με αυτόν τον τρόπο, ανεξαρτήτως του αν πηγαίνεις κάπου...
Νομίζω ωστόσο πως η αξία της πράξης του Σωκράτη δεν οφείλεται στη βεβαιότητα μιας προδιαγεγραμμένης μετάβασης στον νοητό κόσμο, όσο στη βεβαιότητα πως σε τούτη τη ζωή, η αρετή είναι να φεύγεις με αυτόν τον τρόπο, ανεξαρτήτως του αν πηγαίνεις κάπου...
[3]Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε όμως εδώ πως η πράξη του θνήσκειν είναι τουλάχιστον μετά απόλυτης βεβαιότητας αισθητή/φυσική όσο και ανθρώπινη (δείγμα ανθρωπινότητας και όχι θεϊκότητας). Το αναπόφευκτο της πράξης του θνήσκειν, είναι δεδομένο κάθε πράξης μας ανά πάσα στιγμή μας. Δεν υπάρχει στιγμή, που ο θάνατος (ο απόλυτος και εκούσιος θάνατος) να μην παρίσταται ως βέβαιη επιλογή της βούλησης του όποιου πνεύματος. Μόνο έτσι το Πνεύμα μπορεί να είναι όντως Ελεύθερο. Αν γνωρίζει πως μπορεί ανά πάσα στιγμή να μην Είναι - είτε παρωδικά, είτε ανεπιστρεπτί. Να γνωρίζει δηλαδή πως μπορεί να διαφύγει (διαφεύγει) του εαυτού του.
Ωστόσο όλο αυτό που βλέπουμε γύρω μας τη νύχτα, ο Έναστρος Ουρανός, το σύμπαν, είναι η μήτρα του Πνεύματος.
Ωστόσο όλο αυτό που βλέπουμε γύρω μας τη νύχτα, ο Έναστρος Ουρανός, το σύμπαν, είναι η μήτρα του Πνεύματος.
Ένα ενδιαφέρον σημείο διερεύνησης εδώ είναι πως ενώ στην ελληνική τραγωδία η πράξη του θνήσκειν (ως πραγματικά απαίσια) ποτέ δεν τελείται επί σκηνής, στη ρωμαϊκή τραγωδία όχι μόνο τελείται, αλλά τελείται πραγματικά. Το σύνηθες ήταν να αντικαθιστούν τον ηθοποιό με δούλο, ο οποίος βασανιζόταν επί σκηνής μέχρι θανάτου, σύμφωνα με την ακριβή περιγραφή του τραγικού ποιητή. Με την πάροδο όμως του χρόνου ελεύθεροι ρωμαίοι πολίτες γίνονταν χορηγοί της παράστασης, έδιναν δηλαδή χρήματα, προκειμένου να αντικαταστήσουν οι ίδιοι τον ηθοποιό επί σκηνής και να βασανιστούν οι ίδιοι μέχρι θανάτου, υπό τα χειροκροτήματα των ελεύθερων συμπολιτών τους. Όχι μόνο το πραγματικά απαίσιο τελείται, αλλά τελείται δημοσίως και απολύτως ελεύθερα ως έκφραση πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου