Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Η κοινωνία ως διαμορφωτής της προσωπικότητας και της ταυτότητάς μας

Το σημερινό άρθρο θα επικεντρωθεί στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της αίσθησης της ταυτότητάς μας, υπό το πρίσμα του παράγοντα της επιρροής της κοινωνίας και των κοινωνικών φαινομένων πάνω στους ανθρώπους.

Συγκεκριμένα, θα γίνει λόγος για κάποια πολύ γνωστά κοινωνικά φαινόμενα, που δυστυχώς στις μέρες μας έχουν πάρει αρκετά μεγάλες διαστάσεις. Μιλάμε φυσικά, για την προκατάληψη, τα στερεότυπα, τον στιγματισμό, τις διακρίσεις και τον ρατσισμό.

Η τρισδιάστατη επιρροή πάνω σε ένα άτομο

Υπάρχει μια γενική τάση να επιρρίπτονται ευθύνες σε ένα άτομο, τόσο για την ψυχική του υγεία, όσο και για:

τον τρόπο σκέψης του
τις αντιλήψεις του
και την συμπεριφορά του

Αυτές οι ευθύνες αποδίδονται κυρίως στους γενετικούς/βιολογικούς παράγοντες, που μπορεί να επηρεάζουν την ίδια την προσωπικότητά και τον χαρακτήρα του ατόμου. Μονάχα όμως με αυτό, είναι σαν να σκιαγραφείται αυτό το άτομο ως ένα μονοδιάστατο ον που επηρεάζεται από την ίδια του την φύση, δίχως όμως κάποια επίδραση από κάποιον άλλον εξωτερικό παράγοντα.

Από τις σύγχρονες ψυχοδυναμικές θεωρίες και ιδιαίτερα με την θεωρία της προσκόλλησης του John Bowlby, μπορούμε να δούμε τον βαθμό που και το περιβάλλον (αρχικά το οικογενειακό), επηρεάζει ένα άτομο. Ένα περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνει και αλληλεπιδρά ένας άνθρωπος, παίζει και εκείνο σημαντικότατο ρόλο στην δόμηση και την ενίσχυση τόσο της ψυχικής μας υγείας, όσο και γενικά στην προσωπικότητας μας.

Υπάρχει παρόλα αυτά και ένας τρίτος παράγοντας ο οποίος και αυτός συμβάλλει, σε όλα τα παραπάνω, και δεν είναι άλλος από την κοινωνία και το κοινωνικό γίγνεσθαι, μέσα στο οποίο γεννιέται, ζει, δρα και αλληλεπιδρά ένα άτομο.

Όταν μιλάμε για τον κοινωνικό παράγοντα, εννοούμε κυρίως:
  • την κουλτούρα, τα έθιμα και τις παραδόσεις,
  • τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές καταστάσεις της κοινωνίας
  • τους άγραφους «κανόνες» της
  • τις πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ιδέες, ηθικές αξίες, προκαταλήψεις και στερεότυπα που διέπουν μια κοινωνία.
  • Και με αυτό το τελευταίο, πάμε να δούμε εισαγωγικά αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα τα οποία προαναφέρθηκαν στην αρχή.
Η προκατάληψη

Η ένταση της προκατάληψης διαμορφώνεται και προσδιορίζεται ως φαινόμενο, κυρίως κατά την παιδική ηλικία. Οι συλλαμβάνουσες ενός παιδιού, όπου δημιουργούν την παιδική εμπειρία, προέρχονται από:
  • Την οικογένεια.
  • Τον κοινωνικό περίγυρο (φίλοι, δάσκαλοι κλπ).
  • Την κοινωνία γενικά (κουλτούρα, παραδόσεις, έθιμα, κοινωνικές νόρμες).
Αυτή η συνεχής επανάληψη και τριβή του ατόμου στην εμπειρία του κοινωνικού γίγνεσθαι, είναι που δημιουργεί τις εσωτερικές νοητικές αναπαραστάσεις μας (οι εικόνες για εμάς, τους άλλους και τον κόσμο). Επιπλέον όμως, προκαλεί τα στερεότυπα, τις διακρίσεις και των ρατσισμό. τα οποία δεν αποβάλλονται εύκολα, καθώς πλέον έχουν γίνει μια συνήθεια, κάτι το αυτόματο, το ασυναίσθητο και κομμάτια της προσωπικότητάς μας .

Η υιοθέτηση της προκατάληψης εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
  • Την προσωπικότητα του ατόμου
  • Την αλληλεπίδραση του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του
  • Τις κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις που δέχεται το άτομο.
Η αλληλεπίδρασή ενός ατόμου με άλλους ανθρώπους και με το κοινωνικό γίγνεσθαι, αναπόφευκτα τον επηρεάζει. Στην προσπάθεια μας ως μικρά παιδιά, να λάβουμε την αναγνώριση και την αποδοχή από τους γύρω μας (κυρίως τους γονείς αρχικά), αλλά και να μάθουμε πώς λειτουργεί ο κόσμος, αρχίσαμε να δημιουργούμε κάποια σημαινόμενα για το τι είναι αποδεκτό ή όχι από τους άλλους. Έτσι μετέπειτα, προς την εφηβεία, αφομοιωθήκαμε μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ταυτίζοντας ή διαφοροποιώντας τον εαυτό μας με διάφορες τάσεις, συμπεριφορές και ανθρώπους (ομάδες).

Επομένως, με αυτόν τον τρόπο σταδιακά διαμορφώνονται σε ένα άτομο, από την μια μεριά, οι αντιλήψεις, οι πεποιθήσεις, οι συμπεριφορές και εν τέλει, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις. Και απ’ την άλλη μεριά παράλληλα, δομούνται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ατόμου, η προσωπικότητά του και η αίσθηση της ταυτότητάς του.

Η Ψυχολογία για την προκατάληψη

Ο ψυχολόγος Allport χαρακτηρίζει την προκατάληψη ως μια αντιπάθεια που νιώθει κάποιος και την εκφράζει, απέναντι σε ένα άλλο άτομο μιας άλλης κοινωνικής ομάδας. Αυτή η αντιπάθεια περιλαμβάνει τα συναισθήματα της περιφρόνησης και της απέχθειας και βασίζεται σε μια λανθασμένη και ανελαστική γενίκευση, δίχως όμως, να στηρίζεται σε κάποια αξιόλογη πηγή (π.χ. επιστημονική έρευνα).

Με βάση τον ψυχολόγο Milner, υπάρχουν τρία στοιχεία που αναλύουν την προκατάληψη:
  • Συναισθηματικό: Αφορά συναισθήματα όπως, απέχθεια, αντιπάθεια, μίσος, αποστροφή και εχθρότητα.
  • Γνωστικό: Περιλαμβάνει γνώμες, αντιλήψεις, πεποιθήσεις, στερεότυπα.
  • Bουλητικό: Αναφέρεται στην μεροληψία και την αρνητική προδιάθεση.
Η υπεραπλούστευση των χαρακτηριστικών των άλλων ανθρώπων ή ομάδων, είναι αυτό που συμβάλλει καθοριστικά στην δημιουργία της προκατάληψης.

Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της κατηγοριοποίησης που κάνει ένα άτομο, στη προσπάθειά του να κατατάξει (με ομοιόμορφο τρόπο) τα κοινά γνωρίσματα των ατόμων σε διαφορετικές ομάδες, με στόχο την άμεση αναγνώρισή τους.

Επιπρόσθετα, η προκατάληψη βοηθά τη ψυχολογία του ατόμου, αυξάνοντας την αυτοεκτίμηση, ενώ συγχρόνως παρέχει υλικά πλεονεκτήματα. Οι άνθρωποι συχνά (και με μια σχετική ευκολία), αποδίδουμε αρνητικά γνωρίσματα σε άτομα άλλων ομάδων και επιπλέον δεν μεταβάλλουμε εύκολα αυτήν την αντίληψή ή τη γνώμη μας.

Η δυσκολία στη μεταβολή αυτή, οφείλεται και στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.

Παράδειγμα
 
Για παράδειγμα, είναι πολύ εύκολο και παράλληλα πολύ ωφέλιμο να νιώθω καλά με τον εαυτό μου επειδή ανήκω σε μια (κοινωνική, ποδοσφαιρική, μουσική) ομάδα. Την οποία εγώ θεωρώ και υποστηρίζω ως ανώτερη και καλύτερη, μαζί με όσους ανθρώπους εντάσσονται μέσα σε αυτήν την ομάδα. Όπου και εκείνους τους νιώθω ως ομοίους μου και μοιραζόμαστε μαζί κοινά συναισθήματα, εμπειρίες κλπ.

Εν αντιθέσει, με άλλες ομάδες (που συχνά είναι αντίπαλες) τις οποίες τις θεωρώ υποδεέστερες. Ενώ επιπρόσθετα, χαρακτηρίζω με αρνητικά σχόλια και επίθετα τους ίδιους της του οπαδούς, όπου εγώ δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους.

Π.χ., «μεσαία τάξη – ανώτερη τάξη», «ολυμπιακός-παναθηναϊκός», «όσοι ακούνε metal μουσική – όσοι ακούνε rap» κλπ.

Στερεότυπα

Η εξέταση ενός ατόμου σύμφωνα με τα στερεότυπα που έχουμε απέναντί του, περιορίζει το τι αναμένουμε και το πώς αποκρινόμαστε απέναντι σε εκείνο. Επιπλέον:
  • οι ελλιπείς πληροφορίες
  • η απομόνωση
  • οι μπερδεμένες αντιλήψεις
  • και ο διαχωρισμός
έχουν διαιωνίσει πολλά από αυτά τα στερεότυπα.

Τα στερεότυπα είναι μια απλουστευμένη αντίληψη ή εικόνα, που συχνά κατέχουν από κοινού οι άνθρωποι και αποδίδονται με τρόπο αμερόληπτο και γενικό (βασισμένες σε ελάχιστη ή περιορισμένη γνώση) σε μια άλλη ομάδα.

Επίσης, είναι προκατασκευασμένα σχήματα αντίληψης τα οποία δημιουργούν:
  • γενικεύσεις
  • απλοποιήσεις
  • και διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας.
Τέλος, τα στερεότυπα είναι προσωπικές και υποκειμενικές υποθέσεις, όπου μπορεί να αποτελούν και δομικά στοιχεία της προσωπικότητά του ατόμου, τα οποία δεν προτίθεται να αλλάξει ή να διαφοροποιήσει.

Επιπρόσθετα, όταν κάποιος δεν προτίθεται να γνωρίσει ένα άτομο μιας άλλης ομάδας, εμμένοντας στις στερεότυπες αντιλήψεις του, διατηρεί και ενδεχομένως να ενισχύει τις υπάρχουσες αντιλήψεις και εικόνες που έχει στο μυαλό του.

Έτσι λοιπόν, τα στερεότυπα όχι μόνο είναι ενάντια στα δικαιώματα των μελών μιας άλλης ομάδας, αλλά συγχρόνως τους βλάπτουν εξαιτίας της ενθάρρυνσης της προκατάληψης και της διάκρισης.
 
Ο εγκέφαλος μας λειτουργεί με τα στερεότυπα

Εξαιτίας του όγκου των πληροφοριών που καλείται ο εγκέφαλος ενός ατόμου να διαχειριστεί και να επεξεργαστεί κάθε φορά, πραγματοποιείται από εκείνον η διαδικασία της κατηγοριοποίησης. Η κατηγοριοποίηση σαν φαινόμενο, δεν είναι εκ φύσεως αρνητική, μιας και η διαδικασία αυτή καθοδηγεί τις καθημερινές εμπειρίες του ατόμου και βοηθά στην αφομοίωση των πληροφοριών και των δεδομένων.

Οι άνθρωποι κάνουμε χρήση των στερεότυπων, στην προσπάθειά μας να:
  • ερμηνεύσουμε
  • αναλύσουμε
  • και να προβλέψουμε
σύνθετες πληροφορίες που έρχονται από το περιβάλλον μας και τους γύρω μας. Δημιουργούμε προσωπικά ερμηνευτικά κατασκευάσματα με τα οποία αναπαριστούμε τους άλλους, όπου τους κατηγοριοποιούμε και τους αξιολογούμε, έτσι, ώστε να ενεργούμε αναλόγως απέναντί τους.

Το ζήτημα αναφορικά με τα στερεότυπα, ως πλέον ένα κοινωνικό πρόβλημα, ξεκινάει όταν αυτή η απλοποίηση και κατηγοριοποίηση των πληροφοριών, παγιώνεται ως μια υποκειμενική αλήθεια και έρχεται ως «δικαιολογία» στην στάση και συμπεριφορά του ατόμου (είτε θετική, είτε αρνητική) απέναντι σε άλλα άτομα ή ομάδες. Όπου με την σειρά τους αυτές οι στάσεις και συμπεριφορές θα μας οδηγήσουν στις τρεις επόμενες έννοιες, τη διάκριση, τον κοινωνικό στιγματισμό και τον ρατσισμό.

Διακρίσεις

Ο όρος διάκριση, αναφέρεται στην λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός ατόμου ή ομάδας εξαιτίας:
  • της φυλετικής και εθνικής καταγωγής
  • των θρησκευτικών πεποιθήσεων
  • τον σεξουαλικό προσανατολισμό
  • την κοινωνική και οικονομική θέση.
  • Των σωματικών αδυναμιών.
Επιπλέον, η κοινωνική διάκριση είναι η ενέργεια που στερεί από τα μέλη μιας ή περισσότερων κοινωνικών ομάδων :
  • τα προνόμια
  • το κύρος
  • την εξουσία
  • την ισότιμη νομική προστασία
  • και άλλα κοινωνικά αγαθά, τα οποία απολαμβάνουν άλλες ομάδες.
Ένα άτομο που συμπεριφέρεται μεροληπτικά, έχει διαμορφώσει μια αρνητική συμπεριφορά την οποία και εκδηλώνει, απέναντι σε άλλα άτομα ή ομάδες. Κάνοντας έτσι διακρίσεις, δίχως να αντιμετωπίζει το κάθε άτομο (ή ομάδα) με βάση τα πραγματικά χαρακτηριστικά τους, ενώ αντιθέτως τους κατηγοριοποιεί άκριτα και τους ασκεί μια άκαμπτη και παγιωμένη κριτική.

Διάκριση και κοινωνικός στιγματισμός

Το κοινωνικό στίγμα, αναφέρεται στην κοινωνική αποδοκιμασία ενός ατόμου, για τα προσωπικά χαρακτηριστικά του, αλλά και για τις ατομικές πεποιθήσεις του, που αντιτίθενται σε συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες.

Αφορά δηλαδή κάποιες «ανεπιθύμητες συμπεριφορές, στάσεις και χαρακτηριστικά» ενός ανθρώπου, που παρεκκλίνει από το «φυσιολογικό» κοινωνικό πρότυπο. Επιπλέον, δημιουργούνται προκαταλήψεις και στερεότυπα εις βάρος του, εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών και συμπεριφορών που υιοθετεί.

Δυστυχώς, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ο στιγματισμός στην ψυχική υγεία.

Ο Goffman, που είναι ο θεμελιωτής της θεωρίας του κοινωνικού στίγματος, το ορίζει ως ένα αρνητικό χαρακτηριστικό και μια ανεπιθύμητη διαφορετικότητα. Το στιγματισμένο άτομο, αποκλίνει από τις φυσικές σταθερές και τις προσδοκίες που τρέφει κάποιος (ή η κοινωνία) από εκείνον, και επιπλέον δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους ρόλους που του έχουν παραχωρηθεί.

Υπάρχουν τέσσερα χαρακτηριστικά-στάδια της εμφάνισης του στίγματος:

1ο στάδιο: Εντοπίζονται και προσδιορίζονται οι κοινωνικές διαφορές και αποκλίσεις.
2ο στάδιο: Συνδέονται οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων με αρνητικές και ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Δημιουργία δηλαδή μιας ετικέτας ή ενός στερεότυπου.
3ο στάδιο: Διαχωρισμός και αποστασιοποίηση του «εμείς» -(της δικιάς μας ομάδας), από τους «άλλους» (την έξω-ομάδα). Με άλλα λόγια, ξεκινάει η πόλωση.
4ο στάδιο: Σε αυτό το στάδιο, τα στιγματισμένα άτομα βιώνουν την κοινωνική υποβάθμιση και ποικίλες διακρίσεις, οι οποίες με την σειρά τους οδηγούν σε αρνητικές συμπεριφορές ή στάσεις.

Από τα παραπάνω στάδια, γίνεται φανερό πως το στίγμα εμφανίζεται σε κοινωνικά περιβάλλοντα που συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και εκδηλώνονται ταυτόχρονα:
  • Η ετικετοποίηση
  • Τα στερεότυπα
  • Η διάκριση
  • Η απώλεια του κοινωνικού status
  • Ρατσισμός και εθνικισμός
Από πολύ παλιά, φαίνεται πως υπήρχε η επίγνωση της ανομοιομορφίας μεταξύ του ανθρώπινου γένους, κάτι που διαίρεσε τους ανθρώπους σε φυλές. Μια διαίρεση που επέφερε τον φόβο και την εχθρότητα απέναντι στο διαφορετικό και στο ξένο.

Με βάση τον Milner, η φυλετική προκατάληψη ορίζεται ως μια λανθασμένη, προκατειλημμένη, και γενικευμένη άκαμπτη στάση και κρίση που δύσκολα διαφοροποιείται και μεταβάλλεται. Η οποία στάση επιπλέον, προδιαθέτει το άτομο να συμπεριφέρεται με πιο ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση απέναντι σε ένα άτομο ή μια ομάδα.

Ως δικαιολογία εδώ για τις διακρίσεις, που εξαναγκάζουν ορισμένους ανθρώπους σε υποτελή διαβίωση, χρησιμοποιείται η διαφορετικότητα της ομάδας, στην οποία αποδίδουν συχνά – αλλά όχι πάντα, μια υποτιθεμένη κατωτερότητα ή επικινδυνότητα. Στο πυρήνα του φάσματος της υποτελούς διαβίωσης έχει κυρίως τον αποκλεισμό ή την ανισότιμη συμμετοχή σε δημόσια και κοινωνικά αγαθά.

Ο ρατσισμός, συνδέεται στενά με τον εθνικισμό μιας και οι διάφορες ρατσιστικές ιδεολογίες διαμόρφωσαν σταδιακά την εθνική ταυτότητα των κρατών, που αποτελείται από κοινές:
  • Νοοτροπίες και αντιλήψεις
  • Παραδόσεις, έθιμα και κουλτούρα
  • Πολιτισμικές, ιστορικές και θρησκευτικές καταβολές
Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα την κατασκευή μιας ενιαίας αντίληψης για τους πολίτες ενός κράτους, με αισθήματα μιας ανύπαρκτης ανωτερότητας και υπεροχής, έναντι των πολιτών ξένων κρατών, όπου και υπάρχει η διαφοροποίηση των μεν από τους δε.

Επίλογος

Όλα τα παραπάνω φαινόμενα που αναφέρθηκαν, έρχονται ως συνάρτηση της αλληλεπίδρασης του ατόμου τόσο με την οικογένειά του, όσο και με την κοινωνία και το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Η δημιουργία του χαρακτήρα, της προσωπικότητας και της ταυτότητας, έρχεται ως αποτέλεσμα των εμπειριών μας κατά την διάρκεια της ζωή μας. Με βάση αυτήν την αλληλεπίδραση και τα βιώματα, αναπόφευκτα θα παγιωθούν αντιλήψεις, τρόποι σκέψεις, στερεότυπα και προκαταλήψεις, ως προς:
  • τον εαυτό μας
  • τους άλλους
  • και την κοινωνία/κόσμο.
Αυτή η παγίωση, έρχεται ως συνέπεια του τι έχει συνηθιστεί από ένα άτομο ή μια ομάδα, όπου συνάμα αυτές οι συνήθειες γίνονται πλέον, οικείες, αυτόματες και ασυνείδητες.

Γίνονται τόσο αναπόσπαστα κομμάτια μας, που μόνο με την αλλαγή:
  • των νοητικών φίλτρων μας
  • της οπτικής γωνίας
  • και της συνειδητής μας προσπάθειας να σκεφτούμε και να έχουμε επίγνωση πέρα απ’ αυτά που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε
μπορούμε να κατορθώσουμε να αντιληφθούμε αυτές τις συνήθειες και παγιωμένες αντιλήψεις μας.

Σε έναν αρκετά σύνθετο κοινωνικό κόσμο, στον οποίο σχετιζόμαστε με άτομα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, τα νοητικά μας σχήματα, μάς παρέχουν μια κατανοητή και διαχειρίσιμη οπτική, ώστε να μπορούμε άμεσα να αποκρινόμαστε στην αλληλεπίδρασή με τους άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, φαίνεται ότι αρκετά συχνά μας περιορίζουν σε έναν άκαμπτο και υπερβολικά απλοϊκό και διπολικό (μαύρο – άσπρο) τρόπο σκέψης.

Ευτυχώς, τα κατασκευάσματα που δημιουργούμε για την πραγματικότητα μπορούν να αλλάξουν, μέσω της μάθησης και της ανθρώπινης ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι το να αποδράσει, να υπερβεί και να προχωρήσει κανείς πιο πέρα από αυτά τα κατασκευάσματα, αποδεικνύεται αρκετά δύσκολο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου