Ὁ Θάνατος (καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή)
Ένας Κινέζος μανδαρίνος πρότεινε κάποτε στὸν κυβερνήτη μιᾶς ἐπαρχίας ἕνα μέτρο ποὺ δὲν ἄργησε νὰ υἱοθετηθεῖ.
Τὴν ὥρα ποὺ τὸ θύμα ἀκουμποῦσε τὸ κεφάλι στὸ κούτσουρο γιὰ νὰ μπορέσει ὁ δήμιος νὰ τὸ ἀποκόψει, ἔφτανε καλπάζοντας ἕνας πλουμισμένος ἱππέας καὶ φώναζε: «Σταματῆστε! Ὁ Ἄρχοντας ἔδωσε χάρη στὸν καταδικασμένο.»
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς ὑπέρτατης εὐφορίας ὁ δήμιος ἔκοβε τὸ κεφάλι τοῦ εὐτυχισμένου θνητοῦ.
Το ον (και η ουσία αυτού που είναι)
Ένας Κινέζος σοφός περιδιαβάζει με τον μαθητή του.
Περνούν ένα γεφύρι.
“Ποια είναι η ουσία (ή το είναι) του γεφυριού”; ρωτάει ο μαθητευόμενος φιλόσοφος.
Ο δάσκαλός του τον κοιτάει και με μια σπρωξιά τον ρίχνει στο ποτάμι.
Ο έρωτας (η ψυχή, η αρνητικότητα κι ο θάνατος)
Ένας γερμανος φοιτητής πάει ένα βράδυ στο χορό.
Εκεί βρίσκει μια πανέμορφη κοπέλα με κατακάστανα μαλλιά κι ολόλευκο δέρμα.
Γύρω απ’ το λαιμό της μια λεπτή μαύρη κορδέλα μ’ ένα μικρότατο κομπάκι.
Ο φοιτητής χορεύει όλη τη νύχτα με την κοπέλα.
Την αυγή την πηγαίνει στη σοφίτα του.
Όταν αρχίζει να την ξεντύνει η κοπέλα τον θερμοπαρακαλεί να μην της βγάλει την κορδέλα που έχει στο λαιμό.
Μένει γυμνή στην αγκαλιά του με τη λεπτή κορδέλα της.
Αγαπιούνται κι ύστερα αποκοιμιούνται.
Ο φοιτητής ξυπνάει πρώτος και κοιτάζει το κοιμισμένο πρόσωπο της κοπέλας που, ακουμπισμένη στο άσπρο μαξιλάρι, εξακολουθεί να έχει τη μαύρη κορδέλα στο λαιμό.
Με μία κίνηση ακριβείας λύνει τον κόμπο.
Και το κεφάλι της κοπέλας κυλάει κατάχαμα.
(αναστροφές και αντιμεταθέσεις)
Ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλοι.
Ο μαζοχιστής: Πέφτω στα πόδια σου, κάνε με σήμερα πραγματικά να πονέσω, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όσο πιο πολύ μπορείς.
Ο σαδιστής: Όχι!
Ο μαζοχιστής: Σ’ ευχαριστώ.
Θεός (ἢ τὸ ὁλοκληρωτικὸ καὶ θεο-λογικὸ Ἀπόλυτο)
Ένας βραχμάνος ἀρχιερέας καλεῖ τοὺς ἀντιρρησίες νὰ πάρουν τὸ λόγο.
«Ὁ θεός σας εἶναι φενάκη», παρατηρεῖ δίκαια κάποιος.
«Ἡ θρησκεία σας εἶναι ψέμα καὶ χίμαιρα κι ἐσεῖς, οἱ ἱερεῖς, τὸ στήριγμα τῆς καταισχύνης.
Θεός, θρησκεία καὶ ἱερεῖς πρέπει νὰ καταπολεμηθοῦν καὶ νὰ ἐκμηδενιστοῦν.
Τί ἔχεις νὰ μοῦ πεῖς, ἐσύ, ἀρχιερέα;».
«Κι ἐσὺ δικός μας εἶσαι», τοῦ ἁπαντᾶ γαλήνια ὁ βραχμάνος.
Ἡ Γλώσσα (ὀντο-λογία: ὁ λόγος τοῦ ὄντος)
Επτά κάτοικοι τῆς Ἀτλαντίδας ξεκινοῦν γιὰ ἕνα περίπατο.
Ἕνας ποιητής. Ἕνας ζωγράφος. Ἕνας ληστής. Ἕνας τοκογλύφος. Ἕνας ἐρωτευμένος. Ἕνας στοχαστής.
Φτάνουν στὴν εἴσοδο μιᾶς σπηλιᾶς.
«Τί μέρος κατάλληλο γιὰ ἔμπνευση!» ἀναφωνεῖ ὁ ποιητής.
«Τί ὑπέροχο ζωγραφικὸ θέμα!» λέει ὁ ζωγράφος.
«Τί τόπος πρόσφορος γιὰ προσευχή!» ψαλμωδεῖ ὁ ἱερέας.
«Τί ὀνειρεμένη τοποθεσία γιὰ ἐνέδρα!» ὁμολογεῖ ὁ ληστής.
«Μιὰ ἀνυπέρβλητη κρυψώνα!» μουρμουρίζει ὁ τοκογλύφος.
«Τί καταφύγιο γιὰ τὸν ἔρωτά μου!» ὀνειροπολεῖ φωναχτὰ ὁ ἐρωτευμένος.
«Εἶναι μιὰ σπηλιά!» συμπληρώνει ὁ στοχαστής.
Πραγματικὸ καὶ Φανταστικό (οἱ μυθο-λογικὲς παγίδες)
Ένα ζευγάρι κένταυροι ἀποθαυμάζει τὸ παιδί του ποὺ χοροπηδάει ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ ‘κεῖ σὲ μιὰ παραλία τῆς Μεσογείου.
Ὁ πατέρας γυρνάει πρὸς τὴ μάνα καὶ τὴ ρωτάει:
«Πρέπει ἄραγε νὰ τοῦ ποῦμε πὼς δὲν εἶναι παρὰ ἕνας μύθος;»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου