τῆμος θυραῖος ἦλθον ὡς ὑμᾶς λάθρᾳ,
τὰ μὲν φράσουσα χερσὶν ἁτεχνησάμην,
535 τὰ δ᾽ οἷα πάσχω συγκατοικτιουμένη.
κόρην γάρ, οἶμαι δ᾽ οὐκέτ᾽, ἀλλ᾽ ἐζευγμένην,
παρεσδέδεγμαι, φόρτον ὥστε ναυτίλος,
λωβητὸν ἐμπόλημα τῆς ἐμῆς φρενός.
καὶ νῦν δύ᾽ οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ
540 χλαίνης ὑπαγκάλισμα. τοιάδ᾽ Ἡρακλῆς,
ὁ πιστὸς ἡμῖν κἀγαθὸς καλούμενος,
οἰκούρι᾽ ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου.
ἐγὼ δὲ θυμοῦσθαι μὲν οὐκ ἐπίσταμαι
νοσοῦντι κείνῳ πολλὰ τῇδε τῇ νόσῳ,
545 τὸ δ᾽ αὖ ξυνοικεῖν τῇδ᾽ ὁμοῦ τίς ἂν γυνὴ
δύναιτο, κοινωνοῦσα τῶν αὐτῶν γάμων;
ὁρῶ γὰρ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω,
τὴν δὲ φθίνουσαν· ὧν ἀφαρπάζειν φιλεῖ
ὀφθαλμὸς ἄνθος, τῶν δ᾽ ὑπεκτρέπει πόδα.
550 ταῦτ᾽ οὖν φοβοῦμαι μὴ πόσις μὲν Ἡρακλῆς
ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ᾽ ἀνήρ.
ἀλλ᾽ οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν
γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν· ᾗ δ᾽ ἔχω, φίλαι,
λυτήριον λώφημα, τῇδ᾽ ὑμῖν φράσω.
555 ἦν μοι παλαιὸν δῶρον ἀρχαίου ποτὲ
θηρός, λέβητι χαλκέῳ κεκρυμμένον,
ὃ παῖς ἔτ᾽ οὖσα τοῦ δασυστέρνου παρὰ
Νέσσου φθίνοντος ἐκ φονῶν ἀνειλόμην,
ὃς τὸν βαθύρρουν ποταμὸν Εὔηνον βροτοὺς
560 μισθοῦ ᾽πόρευε χερσίν, οὔτε πομπίμοις
κώπαις ἐρέσσων οὔτε λαίφεσιν νεώς.
ὃς κἀμέ, τὸν πατρῷον ἡνίκα στόλον
ξὺν Ἡρακλεῖ τὸ πρῶτον εὖνις ἑσπόμην,
φέρων ἐπ᾽ ὤμοις, ἡνίκ᾽ ἦ ᾽ν μέσῳ πόρῳ,
565 ψαύει ματαίαις χερσίν· ἐκ δ᾽ ἤυσ᾽ ἐγώ,
χὡ Ζηνὸς εὐθὺς παῖς ἐπιστρέψας χεροῖν
ἧκεν κομήτην ἰόν· ἐς δὲ πλεύμονας
στέρνων διερροίζησεν. ἐκθνῄσκων δ᾽ ὁ θὴρ
τοσοῦτον εἶπε· παῖ γέροντος Οἰνέως,
570 τοσόνδ᾽ ὀνήσῃ τῶν ἐμῶν, ἐὰν πίθῃ,
πορθμῶν, ὁθούνεχ᾽ ὑστάτην σ᾽ ἔπεμψ᾽ ἐγώ·
ἐὰν γὰρ ἀμφίθρεπτον αἷμα τῶν ἐμῶν
σφαγῶν ἐνέγκῃ χερσίν, ᾗ μελαγχόλους
ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας,
575 ἔσται φρενός σοι τοῦτο κηλητήριον
τῆς Ἡρακλείας, ὥστε μήτιν᾽ εἰσιδὼν
στέρξει γυναῖκα κεῖνος ἀντὶ σοῦ πλέον.
τοῦτ᾽ ἐννοήσασ᾽, ὦ φίλαι, δόμοις γὰρ ἦν
κείνου θανόντος ἐγκεκλῃμένον καλῶς,
580 χιτῶνα τόνδ᾽ ἔβαψα, προσβαλοῦσ᾽ ὅσα
ζῶν κεῖνος εἶπε· καὶ πεπείρανται τάδε.
κακὰς δὲ τόλμας μήτ᾽ ἐπισταίμην ἐγὼ
μήτ᾽ ἐκμάθοιμι, τάς τε τολμώσας στυγῶ.
φίλτροις δ᾽ ἐάν πως τήνδ᾽ ὑπερβαλώμεθα
585 τὴν παῖδα καὶ θέλκτροισι τοῖς ἐφ᾽ Ἡρακλεῖ,
μεμηχάνηται τοὔργον, εἴ τι μὴ δοκῶ
πράσσειν μάταιον· εἰ δὲ μή, πεπαύσομαι.
μιλά με τις αιχμάλωτες τις κόρες,
έτοιμος πια να φύγει, εγώ βγήκα
κρυφ᾽ απ᾽ την πόρτα κι ήρθα εδώ σε σας
και να σας πω τί δόλο έχω ετοιμάσει
και να κλάψω μαζί σας τα όσα πάσχω.
Γιατ᾽ άθελά μου δέχτηκα εδώ μέσα
μια κόρη —κι όχι πια, νομίζω, κόρη,
μα γυναίκα— σαν πανωγόμι ναύτης,
κακή πραμάτεια, λώβα της ψυχής μου.
Και δυο εμείς τώρα, στο ίδιο το κρεβάτι
540 να μας πάρει αγκαλιά τον καρτερούμε.
Τέτοια ο πιστός κι ο καλός που τον λένε
μας στέλλει ο Ηρακλής τα ευχαριστώ του
που του βαστούσα το νοικοκυριό του
τόσο τώρα καιρό· μα εγώ δεν ξέρω
να του θυμώνω, που συχνά η αρρώστια
τον πιάνει αυτή· μα πάλι ποιά γυναίκα
θα μπόρειε να ᾽χει αυτή συγκάτοική της
για να ᾽χουν μερασιά τους ίδιους γάμους;
Γιατί και βλέπω της μιανής τη νιότη
όλο και να φουντώνει, ενώ της άλλης
μαραίνεται, και των αντρών τα μάτια
το άνθος της μιας τρυγούν, ενώ απ᾽ την άλλη
τραβούνε πόδι· κι εγώ αυτό φοβούμαι,
μήπως μόνο με τ᾽ όνομα θενά ᾽ναι
550 άντρας μου ο Ηρακλής, ενώ στ᾽ αλήθεια
γυναίκα του θενά ᾽χει την πιο νέα.
Μα καθώς είπα, η γνωστικιά η γυναίκα,
σωστό να τη νικά ο θυμός δεν είναι.
Ακούστε λοιπόν, φίλες, με ποιό τρόπο
λέω ν᾽ απαλλαχτώ απ᾽ αυτή την πίκρα:
Είχ᾽ απ᾽ τα χρόνια τα παλιά ένα δώρο
του αρχαίου κενταύρου, φυλαγμένο μέσα
σε χάλκινο δοχείο, και που το πήρα
ενώ ήμουν νέα ακόμη από το Νέσσο
σαν ξεψυχούσε βαριοπληγωμένος.
Αυτός περνούσε τότε τους ανθρώπους
με πλερωμή το βαθυρρεματάρη
560 τον Εύηνο, στα χέρια του, και δίχως
να ᾽χει είτ᾽ από κουπιά ή ξάρτια ανάγκη.
Αυτός λοιπόν, όταν κι εγώ απ᾽ τα σπίτια
τα πατρικά, πρώτη φορά, ακλουθούσα
τον Ηρακλή, γυναίκα του, ενώ μέ ειχε
στους ώμους του, σαν ήμαστε στη μέση
του ποταμού, τ᾽ αχρεία του χέρια απλώνει
απάνω μου· κι εγώ τις φωνές μπήγω,
κι ευτύς του Δία ο γιος γυρνά και στέλλει
φτερωτό βέλος, που σφυρίζοντας
τον περνά ως τα πλεμόνια. Μα το αγρίμι
πρόφτασε να μου πει, πριν ξεψυχήσει:
Κόρη του γέρου Οινέα, άκου τί κέρδος,
570 αν κάμεις όπως θα σου πω, θενά ᾽χεις
από το πέρασμά σου αυτό, γιατ᾽ ήσουν
η τελευταία που πέρασα. Αν μαζέψεις
το πηγμένο το γαίμα της πληγής μου
απ᾽ το μέρος του βέλους πὄχει βάψει
το μαύρο της Λερναίας Ύδρας φαρμάκι,
γήτεμ᾽ αυτό θα σού ειναι της αγάπης
του άντρα σου του Ηρακλή, ώστε ποτέ του
εκείνος άλλη να μη δει γυναίκα
που να τη στρέξει πιότερο από σένα.
Αυτό, φίλες μου, σκέφτηκα το φίλτρο,
που αφού πέθανε κείνος το ᾽χα κρύψει
καλά μες στο παλάτι, κι άλειψα λοιπόν
580 αυτό εδώ το χιτώνα, βάζοντας
όσα πρι να πεθάνει μου ᾽πε εκείνος.
Κι έτσι τέλειωσε αυτό· μα θεός μη δώσει
να ξέρω εγώ κι ουδέ ποτέ να μάθω
τις κακές τόλμες, κι αποστρέφομαι όσες
τις βάζουν μπρος· μα για να δω αν μπορέσω,
μ᾽ αυτά που κάνω του Ηρακλή τα μάγια
και τις γητειές, να νικήσω τη νέα,
γι αυτό είναι που σοφίστηκα την πράξη,
αν δε σας φαίνεται άστοχη πως είναι·
ειδεμή — τη σταμάτησα ευτύς κιόλας.