[6.13.1] Καὶ ταῦτα ἐννοήσας Ἀλέξανδρος, μή τι νεωτερισθείη ἐν τῇ στρατιᾷ, ὅτε πρῶτον ἠδυνήθη κομίζεται ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ὑδραώτου τὰς ὄχθας· καὶ πλέων κατὰ τὸν ποταμόν (ἦν γὰρ τὸ στρατόπεδον ἐπὶ ταῖς ξυμβολαῖς τοῦ τε Ὑδραώτου καὶ τοῦ Ἀκεσίνου, ἵνα Ἡφαιστίων τε ἐπὶ τῆς στρατιᾶς ἦν καὶ Νέαρχος τὸ ναυτικὸν αὐτῷ εἶχεν), ὡς [δὲ] ἐπέλαζεν ἡ ναῦς ἤδη τῷ στρατοπέδῳ τὸν βασιλέα φέρουσα, κελεύει δὴ ἀφελεῖν τὴν σκηνὴν ἀπὸ τῆς πρύμνης, ὡς καταφανὴς εἶναι πᾶσιν. [6.13.2] οἱ δὲ ἔτι ἠπίστουν, ὡς νεκροῦ δῆθεν κομιζομένου Ἀλεξάνδρου, πρίν γε δὴ προσχούσης τῆς νεὼς τῇ ὄχθῃ ὁ μὲν τὴν χεῖρα ἀνέτεινεν ἐς τὸ πλῆθος· οἱ δὲ ἀνεβόησαν, ἐς τὸν οὐρανὸν ἀνασχόντες τὰς χεῖρας, οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν Ἀλέξανδρον· πολλοῖς δὲ καὶ δάκρυα ἐπὶ τῷ ἀνελπίστῳ προεχύθη ἀκούσια. καὶ οἱ μὲν τῶν ὑπασπιστῶν κλίνην προσέφερον αὐτῷ ἐκκομιζομένῳ ἐκ τῆς νεώς, ὁ δὲ τὸν ἵππον προσαγαγεῖν ἐκέλευσεν. [6.13.3] ὡς δὲ ἐπιβὰς τοῦ ἵππου ὤφθη αὖθις, κρότῳ δὴ πολλῷ ἐπεκτύπησεν ἡ στρατιὰ πᾶσα, ἐπήχησαν δὲ αἵ τε ὄχθαι καὶ αἱ πλησίον αὐτῶν νάπαι. προσάγων δὲ ἤδη τῇ σκηνῇ καταβαίνει ἀπὸ τοῦ ἵππου, ὥστε καὶ βαδίζων ὀφθῆναι. οἱ δὲ ἐπέλαζον ἄλλος ἄλλοθεν, οἱ μὲν χειρῶν, οἱ δὲ γονάτων, οἱ δὲ τῆς ἐσθῆτος αὐτῆς ἁπτόμενοι, οἱ δὲ καὶ ἰδεῖν ἐγγύθεν καί τι καὶ ἐπευφημήσαντες ἀπελθεῖν· οἱ δὲ ταινίαις ἔβαλλον, οἱ δὲ ἄνθεσιν, ὅσα ἐν τῷ τότε ἡ Ἰνδῶν γῆ παρεῖχε.
***
[6.12.1] Ενώ ο Αλέξανδρος θεράπευε το τραύμα του παραμένοντας εκεί, έφθασε πρώτα η είδηση στο στρατόπεδο, από το οποίο ακριβώς ξεκίνησε εναντίον των Μαλλών, ότι είχε πεθάνει από το τραύμα. Στην αρχή όλος ο στρατός θρηνούσε, καθώς ο ένας μετέδιδε στον άλλο τη φήμη. Όταν σταμάτησαν να θρηνούν, ήταν αποθαρρημένοι και δεν ήξεραν ποιός θα αναλάβει την αρχηγία του στρατού [6.12.2] (γιατί βέβαια κατά τη γνώμη και του ίδιου του Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων πολλοί ήταν εξίσου ικανοί) και πώς θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Τους περιέβαλαν ολόγυρα τόσοι πολεμικοί λαοί, από τους οποίους άλλοι δεν είχαν ακόμη υποταχθεί και, όπως υπέθεταν, θα πολεμούσαν γενναία για την ελευθερία τους, ενώ άλλοι θα επαναστατούσαν τώρα που είχε εκλείψει ο φόβος τους για τον Αλέξανδρο. Νόμιζαν, λοιπόν, τότε ότι βρίσκονταν ανάμεσα σε αδιάβατους ποταμούς και όλα τους φαίνονταν δύσκολα και αδύνατα χωρίς τον Αλέξανδρο. Και όταν έφθασε κάποτε η είδηση ότι ζούσε ο Αλέξανδρος, με δυσκολία την πίστευαν· ότι θα επιζήσει, καθόλου δεν γινόταν πιστευτό. [6.12.3] Ακόμη και όταν έφθασε επιστολή του Αλεξάνδρου ότι θα κατέβαινε σε λίγο στο στρατόπεδο, ούτε και αυτή φαινόταν πιστευτή στους περισσότερους επειδή ήταν υπερβολικά πτοημένοι, αλλά υπέθεταν ότι η επιστολή ήταν πλαστή και είχε επινοηθεί από τους σωματοφύλακες και τους στρατηγούς του.[6.13.1] Επειδή αντιλήφθηκε αυτά ο Αλέξανδρος και για να μη συμβεί καμιά ανταρσία στον στρατό, μόλις μπόρεσε ζήτησε να τον μεταφέρουν στις όχθες του ποταμού Υδραώτη και έπλευσε κατά μήκος του ποταμού (γιατί το στρατόπεδο βρισκόταν στη συμβολή του Υδραώτη και του Ακεσίνη, όπου ο Ηφαιστίων διοικούσε τον στρατό και ο Νέαρχος είχε το ναυτικό του Αλεξάνδρου). Όταν πλησίαζε πλέον στο στρατόπεδο το πλοίο που μετέφερε τον βασιλιά, διέταξε ο Αλέξανδρος να αφαιρεθεί από την πρύμνη η σκηνή, ώστε να είναι εντελώς ορατός από όλους. [6.13.2] Οι στρατιώτες όμως ακόμη δεν το πίστευαν νομίζοντας ότι μεταφερόταν τάχα νεκρός ο Αλέξανδρος, ώσπου πλησίασε το πλοίο στην όχθη και σήκωσε ο Αλέξανδρος το χέρι του προς το πλήθος. Τότε οι στρατιώτες φώναξαν δυνατά υψώνοντας τα χέρια τους προς τον ουρανό και άλλοι προς τον ίδιο τον Αλέξανδρο, ενώ πολλοί, χωρίς να το θέλουν, έχυσαν ακόμη και δάκρυα για το ανέλπιστο γεγονός. Μερικοί υπασπιστές του πρόσφεραν φορείο, για να κινηθεί από το πλοίο στην ξηρά, ο Αλέξανδρος όμως διέταξε να του φέρουν το άλογό του. [6.13.3] Όταν τον είδαν και πάλι ανεβασμένο στο άλογό του, χειροκρότησαν με πολύ θόρυβο όλοι οι στρατιώτες και αντήχησαν οι όχθες και τα φαράγγια που ήταν κοντά. Πλησίαζε πλέον στη σκηνή του, όταν κατέβηκε από το άλογο, ώστε να τον δουν και να βαδίζει. Εκείνοι άρχισαν να τον πλησιάζουν άλλος από δω και άλλος από κει, άλλοι να πιάνουν τα χέρια του, άλλοι τα γόνατά του, άλλοι τα ρούχα του και άλλοι για να τον δουν μόνο από κοντά και να φύγουν, αφού του εκφράσουν τη χαρά τους· άλλοι του έριχναν μικρά στεφάνια και άλλοι τον έραιναν με όσα λουλούδια έβγαζε την εποχή εκείνη η ινδική γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου