Ὀρέστα, τὴν σὴν ξυμφοράν, ὅθ᾽ ὧδ᾽ ἔχων
790 πρὸς τῆσδ᾽ ὑβρίζῃ μητρός. ἆρ᾽ ἔχει καλῶς;
ΚΛ. οὔτοι σύ· κεῖνος δ᾽ ὡς ἔχει καλῶς ἔχει.
ΗΛ. ἄκουε, Νέμεσι τοῦ θανόντος ἀρτίως.
ΚΛ. ἤκουσεν ὧν δεῖ κἀπεκύρωσεν καλῶς.
ΗΛ. ὕβριζε· νῦν γὰρ εὐτυχοῦσα τυγχάνεις.
795 ΚΛ. οὔκουν Ὀρέστης καὶ σὺ παύσετον τάδε;
ΗΛ. πεπαύμεθ᾽ ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σε παύσομεν.
ΚΛ. πολλῶν ἂν ἥκοις, ὦ ξέν᾽, ἄξιος τυχεῖν,
εἰ τήνδ᾽ ἔπαυσας τῆς πολυγλώσσου βοῆς.
ΠΑ. οὐκοῦν ἀποστείχοιμ᾽ ἄν, εἰ τάδ᾽ εὖ κυρεῖ.
800 ΚΛ. ἥκιστ᾽· ἐπείπερ οὔτ᾽ ἐμοῦ κατάξι᾽ ἂν
πράξειας οὔτε τοῦ πορεύσαντος ξένου.
ἀλλ᾽ εἴσιθ᾽ εἴσω· τήνδε δ᾽ ἔκτοθεν βοᾶν
ἔα τά θ᾽ αὑτῆς καὶ τὰ τῶν φίλων κακά.
ΗΛ. ἆρ᾽ ὑμὶν ὡς ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη
805 δεινῶς δακρῦσαι κἀπικωκῦσαι δοκεῖ
τὸν υἱὸν ἡ δύστηνος ὧδ᾽ ὀλωλότα;
ἀλλ᾽ ἐγγελῶσα φροῦδος. ὢ τάλαιν᾽ ἐγώ·
Ὀρέστα φίλταθ᾽, ὥς μ᾽ ἀπώλεσας θανών.
ἀποσπάσας γὰρ τῆς ἐμῆς οἴχῃ φρενὸς
810 αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων ἔτι,
σὲ πατρὸς ἥξειν ζῶντα τιμωρόν ποτε
κἀμοῦ ταλαίνης. νῦν δὲ ποῖ με χρὴ μολεῖν;
μόνη γάρ εἰμι, σοῦ τ᾽ ἀπεστερημένη
καὶ πατρός. ἤδη δεῖ με δουλεύειν πάλιν
815 ἐν τοῖσιν ἐχθίστοισιν ἀνθρώπων ἐμοί,
φονεῦσι πατρός. ἆρά μοι καλῶς ἔχει;
ἀλλ᾽ οὔ τι μὴν ἔγωγε τοῦ λοιποῦ χρόνου
ξύνοικος εἴσειμ᾽, ἀλλὰ τῇδε πρὸς πύλῃ
παρεῖσ᾽ ἐμαυτὴν ἄφιλος αὐανῶ βίον.
820 πρὸς ταῦτα καινέτω τις, εἰ βαρύνεται,
τῶν ἔνδον ὄντων· ὡς χάρις μέν, ἢν κτάνῃ,
λύπη δ᾽, ἐὰν ζῶ· τοῦ βίου δ᾽ οὐδεὶς πόθος.
790 πρὸς τῆσδ᾽ ὑβρίζῃ μητρός. ἆρ᾽ ἔχει καλῶς;
ΚΛ. οὔτοι σύ· κεῖνος δ᾽ ὡς ἔχει καλῶς ἔχει.
ΗΛ. ἄκουε, Νέμεσι τοῦ θανόντος ἀρτίως.
ΚΛ. ἤκουσεν ὧν δεῖ κἀπεκύρωσεν καλῶς.
ΗΛ. ὕβριζε· νῦν γὰρ εὐτυχοῦσα τυγχάνεις.
795 ΚΛ. οὔκουν Ὀρέστης καὶ σὺ παύσετον τάδε;
ΗΛ. πεπαύμεθ᾽ ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σε παύσομεν.
ΚΛ. πολλῶν ἂν ἥκοις, ὦ ξέν᾽, ἄξιος τυχεῖν,
εἰ τήνδ᾽ ἔπαυσας τῆς πολυγλώσσου βοῆς.
ΠΑ. οὐκοῦν ἀποστείχοιμ᾽ ἄν, εἰ τάδ᾽ εὖ κυρεῖ.
800 ΚΛ. ἥκιστ᾽· ἐπείπερ οὔτ᾽ ἐμοῦ κατάξι᾽ ἂν
πράξειας οὔτε τοῦ πορεύσαντος ξένου.
ἀλλ᾽ εἴσιθ᾽ εἴσω· τήνδε δ᾽ ἔκτοθεν βοᾶν
ἔα τά θ᾽ αὑτῆς καὶ τὰ τῶν φίλων κακά.
ΗΛ. ἆρ᾽ ὑμὶν ὡς ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη
805 δεινῶς δακρῦσαι κἀπικωκῦσαι δοκεῖ
τὸν υἱὸν ἡ δύστηνος ὧδ᾽ ὀλωλότα;
ἀλλ᾽ ἐγγελῶσα φροῦδος. ὢ τάλαιν᾽ ἐγώ·
Ὀρέστα φίλταθ᾽, ὥς μ᾽ ἀπώλεσας θανών.
ἀποσπάσας γὰρ τῆς ἐμῆς οἴχῃ φρενὸς
810 αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων ἔτι,
σὲ πατρὸς ἥξειν ζῶντα τιμωρόν ποτε
κἀμοῦ ταλαίνης. νῦν δὲ ποῖ με χρὴ μολεῖν;
μόνη γάρ εἰμι, σοῦ τ᾽ ἀπεστερημένη
καὶ πατρός. ἤδη δεῖ με δουλεύειν πάλιν
815 ἐν τοῖσιν ἐχθίστοισιν ἀνθρώπων ἐμοί,
φονεῦσι πατρός. ἆρά μοι καλῶς ἔχει;
ἀλλ᾽ οὔ τι μὴν ἔγωγε τοῦ λοιποῦ χρόνου
ξύνοικος εἴσειμ᾽, ἀλλὰ τῇδε πρὸς πύλῃ
παρεῖσ᾽ ἐμαυτὴν ἄφιλος αὐανῶ βίον.
820 πρὸς ταῦτα καινέτω τις, εἰ βαρύνεται,
τῶν ἔνδον ὄντων· ὡς χάρις μέν, ἢν κτάνῃ,
λύπη δ᾽, ἐὰν ζῶ· τοῦ βίου δ᾽ οὐδεὶς πόθος.
***
ΗΛΕ. Οϊμέ, οϊμένα! τώρα πια να κλάψειμπορεί κανείς τη συμφορά σου, Ορέστη,
που αν και νεκρός ξεβρίζεσαι απ᾽ αυτήν,
790 τη μάνα σου. Καλά να ᾽μαστε τάχα;
ΚΛΥ. Εσύ και βέβαια όχι· όμως εκείνος
είναι καλά όπως είναι. ΗΛΕ. Ω, άκουέ την,
του πεθαμένου Νέμεση! ΚΛΥ. Έχει ακούσει
όσα έπρεπε, και την απόφασή της
την έβγαλε σωστά. ΗΛΕ. Χλεύαζε τώρα,
αφού σου τα ᾽φερε δεξιά έτσι η τύχη.
ΚΛΥ. Που απ᾽ τον Ορέστη βέβαια κι από σένα
δεν κινδυνεύει να χαθεί. ΗΛΕ. Από μας
να χαθεί! που, πάει, χαθήκαμ᾽ οι ίδιοι!
ΚΛΥ. Ό,τι πεις, ξένε, θ᾽ άξιζε ο ερχομός σου,
αν έκλεισες κι αυτής το απύλωτο
το στόμα μια για πάντα. ΠΑΙ. Θα μπορούσα
λοιπόν να πήγαινα κι εγώ, μια που όλα
εδώ πάνε καλά. ΚΛΥ. Δε γίνεται, όχι·
800 τέτοια σου υποδοχή δε θα ᾽ταν άξια
ούτε για μένα κι ούτε για το φίλο
που σ᾽ έστειλε· μα ορίστε μέσα κι άφησ᾽
εδ᾽ όξω αυτή να κλαίει την κεφαλή της.
ΗΛΕ. Λοιπόν, περίλυπη και συντριμμένη,
δε σας φαίνεται; θρήνησε πικρά
και σπάραξε, η αθλία, για το γιο της
που χάθηκε έτσι. Νά, παιζογελώντας
έφυγε. Αλί μου εγώ η δυστυχισμένη,
με πέθανε και μένα, αγαπημένε
Ορέστη, ο θάνατός σου· γιατί πήρες
απ᾽ την καρδιά μου κι έφυγες τις μόνες
810 ελπίδες που μ᾽ απόμεναν ακόμη,
πως ζωντανός θα γύριζες μια μέρα
και του πατέρα εκδικητής και μένα.
Και τώρα, πού έχω να στραφώ; είμαι μόνη
δίχως εσένα, δίχως τον πατέρα,
και ανάγκη να γενώ και πάλι σκλάβα
στους πιο χειρότερούς μου εχθρούς, που μὄχουν
σκοτώσει τον πατέρα μου. Καλή ᾽ναι
η θέση μου λοιπόν; Μα όχι, ποτέ μου
μαζί των κάτ᾽ από την ίδια στέγη
πια δε θα ζήσω, μα έξω εδώ απ᾽ την πόρτα
θα παρατήσω μόνη τον εαυτό μου,
δίχως φίλους να μαραθεί η ζωή μου·
και τότε, αν ενοχλείται από τους μέσα
820 κανείς, ας με σκοτώσει· γιατί θα ᾽ναι
χαρά μου ο θάνατος, και να ζω, λύπη·
κανένα πια πόθο ζωής δεν έχω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου