Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, αυτός ο αδρός καταμερισμός εργασιών στον εγκέφαλο αμφισβητήθηκε. Τα γεωγραφικά σύνορα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την εκπλήρωση των ορθολογικών καθηκόντων και το συναίσθημα, άρχισαν να γίνονται ασαφή. Ο προμετωπιαίος φλοιός του εγκεφάλου κρατά ακόμη τα ηνία της ορθολογικότητας, αλλά επίσης συνεισφέρει στο συναίσθημα.
Αυτή η κρίσιμη και συναρπαστική αντιστροφή στην κατανόηση του ρόλου του συναισθήματος υποστηρίχτηκε από πειραματικές εργασίες, ιδίως εκείνες του νευροεπιστήμονα Αντόνιο Νταμάσιο. Πριν αναφερθούμε σ’ αυτές, πρέπει να σας πω μια ιστορία.
Αφορά τον Φινέας Γκέιτζ, έναν εικοσιπεντάχρονο Αμερικανό εργοδηγό, ο οποίος στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, κατά τη διάρκεια εργασιών για την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής, υπέστη ένα ασυνήθιστο ατύχημα. Η πολιτεία του Βερμόντ χρειαζόταν νέες σιδηροδρομικές γραμμές, έτσι, έπρεπε να ισοπεδωθούν οι διάφορες ανωμαλίες του εδάφους. Ο Γκέιτζ ήταν υπεύθυνος για την πραγματοποίηση των ελεγχόμενων εκρήξεων – μια διαδικασία σχετικά απλή: έπρεπε πρώτα ν’ ανοίξει τρύπες στο χώμα, να τις γεμίσει με δυναμίτη, να συνδέσει το φιτίλι και, τέλος, να σφυροκοπήσει με ένα σιδερένιο ραβδί τις τρύπες, αφού η εκρηκτική σκόνη καλυπτόταν με άμμο. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1848, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της εργασίας του, ο Γκέιτζ προφανώς αφαιρέθηκε και άρχισε να χτυπάει με το ραβδί πριν ο βοηθός του ρίξει την άμμο. Ήταν ένα μοιραίο σφάλμα, επειδή, χωρίς την άμμο, η έκρηξη δεν περιοριζόταν στον βράχο. Η σιδερένια ράβδος, με μήκος μεγαλύτερο από ένα μέτρο και πάχος τρία εκατοστά, εκτινάχτηκε και διαπέρασε το κεφάλι του – μπήκε από το αριστερό μάγουλό του, βγήκε από την κορυφή του κρανίου του και προσγειώθηκε στο έδαφος αρκετά μέτρα μακριά, αφήνοντας εμβρόντητους όλους τους παρευρισκόμενους.
Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, ο Γκέιτζ επέζησε. Έχασε για λίγα λεπτά τις αισθήσεις του, αλλά γρήγορα συνήλθε και μετά από μερικές εβδομάδες ξεκούρασης, ανάρρωσε πλήρως. Η ομιλία του και οι διανοητικές ικανότητές του δεν είχαν επηρεαστεί καθόλου. Μπορούσε να περπατήσει, να τρέξει, να μιλήσει και να επικοινωνήσει με τους άλλους, ακόμη και να επιστρέφει στη δουλειά του. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, όλοι άρχισαν να παρατηρούν κάποιες μικρές αλλαγές στην προσωπικότητά του.
Πριν η σιδερένια ράβδος διαπεράσει τον εγκέφαλο και το κρανίο του, όλοι συμφωνούσαν ότι ο Γκέιτζ ήταν ένας διακριτικός, πιστός και φιλικός άντρας. Στην εργασία του θεωρείτο από τους καλύτερους και πιο αποδοτικούς, ένας από τους αγαπημένους υπαλλήλους της εταιρείας. Ωστόσο, μετά το ατύχημα και ήδη από την περίοδο της ανάρρωσής του, άρχισε να εκδηλώνει εκρήξεις θυμού, να φέρεται αγενώς και παρορμητικά και να μην μπορεί να κρίνει αν ορισμένοι από τους τρόπους συμπεριφοράς του ήταν κοινωνικά αποδεκτοί. Έγινε αναξιόπιστος, προσβλητικός και ανεύθυνος απέναντι στους άλλους. Στο τέλος, απομονώθηκε από φίλους και γνωστούς. Έχασε τη δουλειά του και δεν εργάστηκε ποτέ ξανά. Πέθανε, έρημος και εγκαταλελειμμένος, δώδεκα χρόνια αργότερα.
Τούτη η τραγική ιστορία είναι επιστημονικά πειστική επειδή φανερώνει τις συνδέσεις μεταξύ εγκεφαλικής βλάβης και συμπεριφοράς – ιδίως της κοινωνικής και ηθικής συμπεριφοράς. Η περίπτωση του Γκέιτζ έδειξε ότι όταν τεθεί σε κίνδυνο μια περιοχή του εγκεφάλου ενδέχεται να υπάρξουν σοβαρές και έκδηλες συνέπειες για την προσωπικότητα του ατόμου. Το κρανίο του και η περιβόητη σιδερένια ράβδος εκτίθενταν στο Μουσείο Ανατομίας Γουόρεν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και, παραδόξως, για πολύ καιρό δεν προσέλκυαν τη δέουσα προσοχή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Αντόνιο Νταμάσιο και οι συνάδελφοί του στο Κολέγιο Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Αϊόβα αποφάσισαν να εξετάσουν το κρανίο για να αναπαραστήσουν το ατύχημα και να χαρτογραφήσουν προσεκτικά τις εγκεφαλικές περιοχές που είχαν υποστεί βλάβη. Διαπίστωσαν ότι η ράβδος είχε πλήξει συγκεκριμένα την έσω κοιλιακή περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού. Η πληροφορία ήταν σημαντική. Ο Νταμάσιο είχε εξετάσει και άλλους ασθενείς με παρόμοιες βλάβες και παρεμφερή συμπεριφορά. Έτσι, άρχισε να τους μελετά διεξοδικότερα.
Ένα από τα πρώτα πειράματα της ομάδας, που βοήθησαν να διαλευκανθεί ο ρόλος του συναισθήματος στη λήψη αποφάσεων, επικεντρώθηκε στον τζόγο. Δεν είμαστε όλοι επαγγελματίες τζογαδόροι, όλοι όμως ερχόμαστε αντιμέτωποι με αποφάσεις που απαιτούν να εκτιμήσουμε το ρίσκο και τα πιθανά κέρδη και απώλειες, καθώς και με επιλογές που μπορεί να κρύβουν επιζήμιες και μη αναστρέψιμες συνέπειες. Έτσι είναι οι αβεβαιότητες της ζωής.
Ο Νταμάσιο και οι συνάδελφοί του έδωσαν στους παίκτες που συμμετείχαν στο πείραμα ένα αρχικό ποσό 2.000 δολαρίων και τέσσερις τράπουλες, ζητώντας τους να τραβήξουν χαρτιά από όποια ήθελαν. Κάθε χαρτί έκρυβε μια αμοιβή, ή ζητούσε από τον παίκτη να καταβάλει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Νικητής του παιχνιδιού θα αναδεικνυόταν όποιος είχε στο τέλος το μεγαλύτερο κέρδος. Ωστόσο, οι τράπουλες δεν αποτελούνταν από τυχαία χαρτιά. Δύο από τις τέσσερις τράπουλες περιλάμβαναν τα χαρτιά με τα μεγαλύτερα κέρδη, που έφταναν μέχρι και τα 100 δολάρια. Οι ίδιες τράπουλες, όμως, περιλάμβαναν, επίσης, χαρτιά που απαιτούσαν από τον παίκτη να καταβάλει εξίσου μεγάλα χρηματικά ποσά. Ήτοι, ενώ αυτές οι δυο τράπουλες έδιναν την εντύπωση πως μοίραζαν κέρδη, έκρυβαν επίσης και το μεγαλύτερο ρίσκο. Με μια πρώτη ματιά, οι παίκτες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν πότε θα εμφανιζόταν ένα «κακό» χαρτί. Αντιθέτως, στις άλλες δύο, λιγότερο επικίνδυνες, τράπουλες, το μεγαλύτερο κέρδος ήταν 50 δολάρια, και οι απώλειες όχι και τόσο μεγάλες. Συνολικά, η επιλογή χαρτιών από τις τράπουλες με τα μικρότερα κέρδη αποδεικνυόταν πιο επικερδής.
Στο πείραμα συμμετείχαν δύο ομάδες παικτών: άτομα με υγιή εγκέφαλο και ασθενείς με βλάβες στον έσω προμετωπιαίο φλοιό. Όμοια με τον Φινέας Γκέιτζ, οι τελευταίοι αντιμετώπιζαν δυσκολίες κατά τη λήψη αποφάσεων, γεγονός που αντιλήφθηκε ο Νταμάσιο όταν τους ζήτησε να βγουν για δείπνο και να επιλέξουν αυτοί το εστιατόριο. Δοκιμάζοντας την υπομονή του, ξόδεψαν πάνω από μισή ώρα απαριθμώντας τα θετικά και τα αρνητικά κάθε εστιατορίου. Το ένα, ισχυρίζονταν, είχε καλές τιμές αλλά ήταν πάντα άδειο, άρα μπορεί να μην ήταν καλό, όμως, από την άλλη, εκεί ήταν πιθανότερο να βρεις άδειο τραπέζι, το άλλο ήταν ακριβό, αλλά σέρβιρε τεράστιες μερίδες. Στο τέλος, παρά τις αναλύσεις τους, οι ασθενείς δεν’ μπορούσαν ν’ αποφασίσουν. Ένας από αυτούς, τον οποίον ο Νταμάσιο ονόμασε Έλιοτ, έμοιαζε κάπως με τον Γκέιτζ. Ήταν ένας εξαιρετικά ευφυής, ευχάριστος και γοητευτικός άντρας με μνήμη-ξυράφι, αλλά ανίκανος να παραμείνει για πολύ καιρό στην ίδια εργασία, με την ίδια γυναίκα ή να προγραμματίσει τα πράγματα σωστά. Ενεργούσε επιπόλαια και ανεύθυνα, με αποτέλεσμα να θεωρείται αναξιόπιστος.
Ας επιστρέψουμε, τώρα, στο πείραμα. Όσο οι παίκτες συνέχιζαν να παίζουν, ο Νταμάσιο, στηριζόμενος σε κάποιες ενδείξεις από το σώμα τους -συγκεκριμένα, από το δέρμα τους- άρχισε να υποψιάζεται ότι κάποιο είδος συναισθηματικής διέγερσης επηρέαζε τις επιλογές τους. Στο δέρμα κάθε παίκτη είχαν συνδέσει μια συσκευή που μετρούσε τις αλλαγές στην απόκριση της δερματικής αγωγιμότητας (ΑΔΑ), τον επιστημονικό όρο που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε την εφίδρωση. Σε περιπτώσεις εκνευρισμού ή άγχους, ή γενικά συναισθηματικής διέγερσης, ένα από τα πράγματα που συμβαίνουν στο σώμα, ακόμη και αν δεν φαίνεται με γυμνό μάτι, είναι η ελαφρά εφίδρωση του δέρματος, η οποία μπορεί να μετρηθεί εργαστηριακά. Κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού, οι παίκτες με τους υγιείς εγκεφάλους προτιμούσαν να επιλέγουν χαρτιά από τις πιο ασφαλείς τράπουλες. Σε συνειδητό επίπεδο, δεν ήξεραν τι ακριβώς συνέβαινε, ή γιατί η συγκεκριμένη απόφαση φαινόταν πιο συνετή. Το ήξερε, όμως, το σώμα τους. Με βάση τις μετρήσεις της ΑΔΑ, κάθε φορά που επέλεγαν από τις τράπουλες με τον μεγαλύτερο κίνδυνο, το δέρμα τους “εξέπεμπε” φόβο και αυτό το συναισθηματικό στοιχείο καθοδηγούσε τις επιλογές τους προς τις λιγότερο επικίνδυνες τράπουλες. Αντιθέτως, όπως αναμενόταν, η κρίση των ασθενών παικτών ήταν πιο φτωχή. Όταν το χέρι τους απλωνόταν στις τράπουλες με τις μεγαλύτερες ποινές, η δερμική αντίδραση κυμαινόταν από ελάχιστη έως μηδενική. Οι παίκτες αυτοί επέλεγαν διαρκώς χαρτιά από τις -κακές» τράπουλες, ακόμη και όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν πόση ζημιά μπορούσαν να τους προκαλέσουν.
Συνεπώς, η ανικανότητα να βιώσουμε τις συναισθηματικές ενδείξεις μιας κατάστασης, οδηγεί σε κακές εκτιμήσεις.
Το συναίσθημα δεν έπαιζε απλώς σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας απόφασης, αλλά, από μια άποψη, ήξερε ήδη ποια ήταν η καλύτερη απόφαση και κατέληγε πρώτο σε αυτήν. Πείτε το διαίσθηση, έκτη αίσθηση ή απλώς προαίσθημα. Όπως κι αν το πείτε, είναι κάτι που βοηθά τη λογική να πάρει τις αποφάσεις της.
Ο Νταμάσιο διατύπωσε την υπόθεση ότι αυτή η διαίσθηση είναι ουσιαστικά λεπτά εγχαραγμένη στον εγκέφαλό μας, όπως τα αυλάκια των τραγουδιών στους δίσκους “. Κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση, καταγράφουμε το θετικό ή αρνητικό συναισθηματικό φορτίο της – μοιάζει σαν να αποθηκεύουμε συναισθηματική γνώση στον εγκέφαλό μας. Η συμπεριφορά των δυο ομάδων παικτών στο παιχνίδι έδειχνε ότι η απόκτηση αυτής της γνώσης απαιτεί μάλλον έναν λειτουργικό προμετωπιαίο φλοιό -ο οποίος συνδέεται με τον μεταιχμιακό εγκέφαλο- και ότι, αποκτώντας αυτή τη γνώση, ο προμετωπιαίος φλοιός λειτουργεί σαν οδηγός για τις σκέψεις μας. Πράγματι, η αποκτηθείσα πληροφορία μετατρέπεται σε πολύτιμη γνώση για όποτε βρεθούμε ξανά αντιμέτωποι με μια παρόμοια κατάσταση. Οι μεγάλες απώλειες δίδαξαν τους παίκτες με τον υγιή εγκέφαλο ότι η επιλογή από τις κακές τράπουλες έκρυβε μεγάλο ρίσκο. Οι παίκτες με βλάβες στον έσω προμετωπιαίο φλοιό δεν μπορούσαν να καταγράψουν, ούτε να ανακαλέσουν αυτή την πληροφορία, συνεπώς επαναλάμβαναν διαρκώς το ίδιο λάθος.
Στην πραγματική ζωή, αντιμετωπίζουμε αμέτρητες καταστάσεις στις οποίες η συναισθηματική γνώση είναι εύκολα προσβάσιμη – από σχετικά απλές επιλογές, όπως τι χρώμα να βάψουμε το δωμάτιό μας, πού να πάμε διακοπές ή ποιον πίνακα ν’ αγοράσουμε, μέχρι τις πιο σοβαρές αποφάσεις, όπως με τον ποιον να συνάψουμε σχέση, ποιο σπίτι να αγοράσουμε ή ποια δουλειά να αποδεχτούμε. Σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις, οι πράξεις μας μπορεί να επηρεαστούν από τις υποδείξεις του συναισθήματος. Είναι σαν οι αυλακώσεις εκείνου του τραγουδιού που χαράχτηκαν μια για πάντα να παίζουν ένα προειδοποιητικό σήμα σιωπηλά στ’ αυτιά μας, υποδεικνύοντάς μας τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε.
Τα ρηξικέλευθα πειράματα του Νταμάσιο οδήγησαν σε ολοκληρωτική αναθεώρηση των κυρίαρχων θεωριών που περιόριζαν τη λήψη αποφάσεων στην επικράτεια της ορθολογικότητας και εδραίωσαν μια νέα θεωρία, σύμφωνα με την οποία το συναίσθημα παίζει ουσιαστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων και στις, κατά τα φαινόμενα, πιo ορθολογικές αποφάσεις μας. Το συναίσθημα και η λογική δεν είναι δυο αμοιβαία αποκλειόμενες λειτουργίες του εγκεφάλου. Αντιθέτως, ανάμεσά τους υπάρχει αλληλεξάρτηση. Στηριζόμενοι στις υπολογιστικές ικανότητες του εγκεφάλου μας, μπορούμε να κάνουμε λεπτομερείς αναλύσεις – όχι, όμως, και να λάβουμε καλές αποφάσεις, όπως δείχνουν τα πειράματα του Νταμάσιο. Σε ακραίες, μάλιστα, περιπτώσεις, δεν μπορούμε καν να αποφασίσουμε. Χανόμαστε στη λεπτομερή αξιολόγηση των μυριάδων πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων κάθε επιλογής, όπως ακριβώς οι ασθενείς που δεν μπορούσαν ν’ αποφασίσουν σε ποιο εστιατόριο θα φάνε. Κάποιες φορές παίρνουμε αποφάσεις χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε το σκεπτικό στο οποίο στηριχτήκαμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις μας έχει βοηθήσει το συναίσθημα, ασυνείδητα, πίσω από το προσκήνιο της ορθολόγικότητας. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι το συναίσθημα κάνει τις δικές του κρίσεις και έχει την ίδια εξουσία με τη λογική. Ουσιαστικά, η λογική δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τις πειστικές συμβουλές του συναισθήματος.
Αυτό, όμως, που επίσης κατάφεραν τα συγκεκριμένα πειράματα. ήταν να χαρτογραφήσουν ξανά την εδραιωμένη γεωγραφία της εγκεφαλικής λειτουργίας. Έδειξαν ότι μια περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού, που πίστευαν πως ευθυνόταν αποκλειστικά για τις αναλυτικές, λογικές λειτουργίες του εγκεφάλου, συμμετέχει πράγματι στο συναίσθημα. Χωρίς αυτήν, το πλεονέκτημα που προσφέρει το συναίσθημα στη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί τελικά να ενσωματωθεί στη διαδικασία.
Πριν η σιδερένια ράβδος διαπεράσει τον εγκέφαλο και το κρανίο του, όλοι συμφωνούσαν ότι ο Γκέιτζ ήταν ένας διακριτικός, πιστός και φιλικός άντρας. Στην εργασία του θεωρείτο από τους καλύτερους και πιο αποδοτικούς, ένας από τους αγαπημένους υπαλλήλους της εταιρείας. Ωστόσο, μετά το ατύχημα και ήδη από την περίοδο της ανάρρωσής του, άρχισε να εκδηλώνει εκρήξεις θυμού, να φέρεται αγενώς και παρορμητικά και να μην μπορεί να κρίνει αν ορισμένοι από τους τρόπους συμπεριφοράς του ήταν κοινωνικά αποδεκτοί. Έγινε αναξιόπιστος, προσβλητικός και ανεύθυνος απέναντι στους άλλους. Στο τέλος, απομονώθηκε από φίλους και γνωστούς. Έχασε τη δουλειά του και δεν εργάστηκε ποτέ ξανά. Πέθανε, έρημος και εγκαταλελειμμένος, δώδεκα χρόνια αργότερα.
Τούτη η τραγική ιστορία είναι επιστημονικά πειστική επειδή φανερώνει τις συνδέσεις μεταξύ εγκεφαλικής βλάβης και συμπεριφοράς – ιδίως της κοινωνικής και ηθικής συμπεριφοράς. Η περίπτωση του Γκέιτζ έδειξε ότι όταν τεθεί σε κίνδυνο μια περιοχή του εγκεφάλου ενδέχεται να υπάρξουν σοβαρές και έκδηλες συνέπειες για την προσωπικότητα του ατόμου. Το κρανίο του και η περιβόητη σιδερένια ράβδος εκτίθενταν στο Μουσείο Ανατομίας Γουόρεν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και, παραδόξως, για πολύ καιρό δεν προσέλκυαν τη δέουσα προσοχή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Αντόνιο Νταμάσιο και οι συνάδελφοί του στο Κολέγιο Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Αϊόβα αποφάσισαν να εξετάσουν το κρανίο για να αναπαραστήσουν το ατύχημα και να χαρτογραφήσουν προσεκτικά τις εγκεφαλικές περιοχές που είχαν υποστεί βλάβη. Διαπίστωσαν ότι η ράβδος είχε πλήξει συγκεκριμένα την έσω κοιλιακή περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού. Η πληροφορία ήταν σημαντική. Ο Νταμάσιο είχε εξετάσει και άλλους ασθενείς με παρόμοιες βλάβες και παρεμφερή συμπεριφορά. Έτσι, άρχισε να τους μελετά διεξοδικότερα.
Ένα από τα πρώτα πειράματα της ομάδας, που βοήθησαν να διαλευκανθεί ο ρόλος του συναισθήματος στη λήψη αποφάσεων, επικεντρώθηκε στον τζόγο. Δεν είμαστε όλοι επαγγελματίες τζογαδόροι, όλοι όμως ερχόμαστε αντιμέτωποι με αποφάσεις που απαιτούν να εκτιμήσουμε το ρίσκο και τα πιθανά κέρδη και απώλειες, καθώς και με επιλογές που μπορεί να κρύβουν επιζήμιες και μη αναστρέψιμες συνέπειες. Έτσι είναι οι αβεβαιότητες της ζωής.
Ο Νταμάσιο και οι συνάδελφοί του έδωσαν στους παίκτες που συμμετείχαν στο πείραμα ένα αρχικό ποσό 2.000 δολαρίων και τέσσερις τράπουλες, ζητώντας τους να τραβήξουν χαρτιά από όποια ήθελαν. Κάθε χαρτί έκρυβε μια αμοιβή, ή ζητούσε από τον παίκτη να καταβάλει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Νικητής του παιχνιδιού θα αναδεικνυόταν όποιος είχε στο τέλος το μεγαλύτερο κέρδος. Ωστόσο, οι τράπουλες δεν αποτελούνταν από τυχαία χαρτιά. Δύο από τις τέσσερις τράπουλες περιλάμβαναν τα χαρτιά με τα μεγαλύτερα κέρδη, που έφταναν μέχρι και τα 100 δολάρια. Οι ίδιες τράπουλες, όμως, περιλάμβαναν, επίσης, χαρτιά που απαιτούσαν από τον παίκτη να καταβάλει εξίσου μεγάλα χρηματικά ποσά. Ήτοι, ενώ αυτές οι δυο τράπουλες έδιναν την εντύπωση πως μοίραζαν κέρδη, έκρυβαν επίσης και το μεγαλύτερο ρίσκο. Με μια πρώτη ματιά, οι παίκτες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν πότε θα εμφανιζόταν ένα «κακό» χαρτί. Αντιθέτως, στις άλλες δύο, λιγότερο επικίνδυνες, τράπουλες, το μεγαλύτερο κέρδος ήταν 50 δολάρια, και οι απώλειες όχι και τόσο μεγάλες. Συνολικά, η επιλογή χαρτιών από τις τράπουλες με τα μικρότερα κέρδη αποδεικνυόταν πιο επικερδής.
Στο πείραμα συμμετείχαν δύο ομάδες παικτών: άτομα με υγιή εγκέφαλο και ασθενείς με βλάβες στον έσω προμετωπιαίο φλοιό. Όμοια με τον Φινέας Γκέιτζ, οι τελευταίοι αντιμετώπιζαν δυσκολίες κατά τη λήψη αποφάσεων, γεγονός που αντιλήφθηκε ο Νταμάσιο όταν τους ζήτησε να βγουν για δείπνο και να επιλέξουν αυτοί το εστιατόριο. Δοκιμάζοντας την υπομονή του, ξόδεψαν πάνω από μισή ώρα απαριθμώντας τα θετικά και τα αρνητικά κάθε εστιατορίου. Το ένα, ισχυρίζονταν, είχε καλές τιμές αλλά ήταν πάντα άδειο, άρα μπορεί να μην ήταν καλό, όμως, από την άλλη, εκεί ήταν πιθανότερο να βρεις άδειο τραπέζι, το άλλο ήταν ακριβό, αλλά σέρβιρε τεράστιες μερίδες. Στο τέλος, παρά τις αναλύσεις τους, οι ασθενείς δεν’ μπορούσαν ν’ αποφασίσουν. Ένας από αυτούς, τον οποίον ο Νταμάσιο ονόμασε Έλιοτ, έμοιαζε κάπως με τον Γκέιτζ. Ήταν ένας εξαιρετικά ευφυής, ευχάριστος και γοητευτικός άντρας με μνήμη-ξυράφι, αλλά ανίκανος να παραμείνει για πολύ καιρό στην ίδια εργασία, με την ίδια γυναίκα ή να προγραμματίσει τα πράγματα σωστά. Ενεργούσε επιπόλαια και ανεύθυνα, με αποτέλεσμα να θεωρείται αναξιόπιστος.
Ας επιστρέψουμε, τώρα, στο πείραμα. Όσο οι παίκτες συνέχιζαν να παίζουν, ο Νταμάσιο, στηριζόμενος σε κάποιες ενδείξεις από το σώμα τους -συγκεκριμένα, από το δέρμα τους- άρχισε να υποψιάζεται ότι κάποιο είδος συναισθηματικής διέγερσης επηρέαζε τις επιλογές τους. Στο δέρμα κάθε παίκτη είχαν συνδέσει μια συσκευή που μετρούσε τις αλλαγές στην απόκριση της δερματικής αγωγιμότητας (ΑΔΑ), τον επιστημονικό όρο που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε την εφίδρωση. Σε περιπτώσεις εκνευρισμού ή άγχους, ή γενικά συναισθηματικής διέγερσης, ένα από τα πράγματα που συμβαίνουν στο σώμα, ακόμη και αν δεν φαίνεται με γυμνό μάτι, είναι η ελαφρά εφίδρωση του δέρματος, η οποία μπορεί να μετρηθεί εργαστηριακά. Κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού, οι παίκτες με τους υγιείς εγκεφάλους προτιμούσαν να επιλέγουν χαρτιά από τις πιο ασφαλείς τράπουλες. Σε συνειδητό επίπεδο, δεν ήξεραν τι ακριβώς συνέβαινε, ή γιατί η συγκεκριμένη απόφαση φαινόταν πιο συνετή. Το ήξερε, όμως, το σώμα τους. Με βάση τις μετρήσεις της ΑΔΑ, κάθε φορά που επέλεγαν από τις τράπουλες με τον μεγαλύτερο κίνδυνο, το δέρμα τους “εξέπεμπε” φόβο και αυτό το συναισθηματικό στοιχείο καθοδηγούσε τις επιλογές τους προς τις λιγότερο επικίνδυνες τράπουλες. Αντιθέτως, όπως αναμενόταν, η κρίση των ασθενών παικτών ήταν πιο φτωχή. Όταν το χέρι τους απλωνόταν στις τράπουλες με τις μεγαλύτερες ποινές, η δερμική αντίδραση κυμαινόταν από ελάχιστη έως μηδενική. Οι παίκτες αυτοί επέλεγαν διαρκώς χαρτιά από τις -κακές» τράπουλες, ακόμη και όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν πόση ζημιά μπορούσαν να τους προκαλέσουν.
Συνεπώς, η ανικανότητα να βιώσουμε τις συναισθηματικές ενδείξεις μιας κατάστασης, οδηγεί σε κακές εκτιμήσεις.
Το συναίσθημα δεν έπαιζε απλώς σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας απόφασης, αλλά, από μια άποψη, ήξερε ήδη ποια ήταν η καλύτερη απόφαση και κατέληγε πρώτο σε αυτήν. Πείτε το διαίσθηση, έκτη αίσθηση ή απλώς προαίσθημα. Όπως κι αν το πείτε, είναι κάτι που βοηθά τη λογική να πάρει τις αποφάσεις της.
Ο Νταμάσιο διατύπωσε την υπόθεση ότι αυτή η διαίσθηση είναι ουσιαστικά λεπτά εγχαραγμένη στον εγκέφαλό μας, όπως τα αυλάκια των τραγουδιών στους δίσκους “. Κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση, καταγράφουμε το θετικό ή αρνητικό συναισθηματικό φορτίο της – μοιάζει σαν να αποθηκεύουμε συναισθηματική γνώση στον εγκέφαλό μας. Η συμπεριφορά των δυο ομάδων παικτών στο παιχνίδι έδειχνε ότι η απόκτηση αυτής της γνώσης απαιτεί μάλλον έναν λειτουργικό προμετωπιαίο φλοιό -ο οποίος συνδέεται με τον μεταιχμιακό εγκέφαλο- και ότι, αποκτώντας αυτή τη γνώση, ο προμετωπιαίος φλοιός λειτουργεί σαν οδηγός για τις σκέψεις μας. Πράγματι, η αποκτηθείσα πληροφορία μετατρέπεται σε πολύτιμη γνώση για όποτε βρεθούμε ξανά αντιμέτωποι με μια παρόμοια κατάσταση. Οι μεγάλες απώλειες δίδαξαν τους παίκτες με τον υγιή εγκέφαλο ότι η επιλογή από τις κακές τράπουλες έκρυβε μεγάλο ρίσκο. Οι παίκτες με βλάβες στον έσω προμετωπιαίο φλοιό δεν μπορούσαν να καταγράψουν, ούτε να ανακαλέσουν αυτή την πληροφορία, συνεπώς επαναλάμβαναν διαρκώς το ίδιο λάθος.
Στην πραγματική ζωή, αντιμετωπίζουμε αμέτρητες καταστάσεις στις οποίες η συναισθηματική γνώση είναι εύκολα προσβάσιμη – από σχετικά απλές επιλογές, όπως τι χρώμα να βάψουμε το δωμάτιό μας, πού να πάμε διακοπές ή ποιον πίνακα ν’ αγοράσουμε, μέχρι τις πιο σοβαρές αποφάσεις, όπως με τον ποιον να συνάψουμε σχέση, ποιο σπίτι να αγοράσουμε ή ποια δουλειά να αποδεχτούμε. Σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις, οι πράξεις μας μπορεί να επηρεαστούν από τις υποδείξεις του συναισθήματος. Είναι σαν οι αυλακώσεις εκείνου του τραγουδιού που χαράχτηκαν μια για πάντα να παίζουν ένα προειδοποιητικό σήμα σιωπηλά στ’ αυτιά μας, υποδεικνύοντάς μας τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε.
Τα ρηξικέλευθα πειράματα του Νταμάσιο οδήγησαν σε ολοκληρωτική αναθεώρηση των κυρίαρχων θεωριών που περιόριζαν τη λήψη αποφάσεων στην επικράτεια της ορθολογικότητας και εδραίωσαν μια νέα θεωρία, σύμφωνα με την οποία το συναίσθημα παίζει ουσιαστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων και στις, κατά τα φαινόμενα, πιo ορθολογικές αποφάσεις μας. Το συναίσθημα και η λογική δεν είναι δυο αμοιβαία αποκλειόμενες λειτουργίες του εγκεφάλου. Αντιθέτως, ανάμεσά τους υπάρχει αλληλεξάρτηση. Στηριζόμενοι στις υπολογιστικές ικανότητες του εγκεφάλου μας, μπορούμε να κάνουμε λεπτομερείς αναλύσεις – όχι, όμως, και να λάβουμε καλές αποφάσεις, όπως δείχνουν τα πειράματα του Νταμάσιο. Σε ακραίες, μάλιστα, περιπτώσεις, δεν μπορούμε καν να αποφασίσουμε. Χανόμαστε στη λεπτομερή αξιολόγηση των μυριάδων πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων κάθε επιλογής, όπως ακριβώς οι ασθενείς που δεν μπορούσαν ν’ αποφασίσουν σε ποιο εστιατόριο θα φάνε. Κάποιες φορές παίρνουμε αποφάσεις χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε το σκεπτικό στο οποίο στηριχτήκαμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις μας έχει βοηθήσει το συναίσθημα, ασυνείδητα, πίσω από το προσκήνιο της ορθολόγικότητας. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι το συναίσθημα κάνει τις δικές του κρίσεις και έχει την ίδια εξουσία με τη λογική. Ουσιαστικά, η λογική δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τις πειστικές συμβουλές του συναισθήματος.
Αυτό, όμως, που επίσης κατάφεραν τα συγκεκριμένα πειράματα. ήταν να χαρτογραφήσουν ξανά την εδραιωμένη γεωγραφία της εγκεφαλικής λειτουργίας. Έδειξαν ότι μια περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού, που πίστευαν πως ευθυνόταν αποκλειστικά για τις αναλυτικές, λογικές λειτουργίες του εγκεφάλου, συμμετέχει πράγματι στο συναίσθημα. Χωρίς αυτήν, το πλεονέκτημα που προσφέρει το συναίσθημα στη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί τελικά να ενσωματωθεί στη διαδικασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου