Είσαι εσύ και ο κόσμος σου. Ο πόνος που βιώνεις. Τα βάσανα που σε πλήττουν και κάνουν την κάθε σου μέρα επώδυνη. Νιώθεις θυμό, λύπη, αγανάκτηση. Νιώθεις να σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σου και να χάνεται το νόημα, το κίνητρό σου για ζωή. Μιλάς για το φορτίο σου, το μοιράζεσαι, τα βάζεις με την τύχη, τη μοίρα, τονίζεις τη μοναδικότητα του πόνου σου, φωνάζοντας την υποκειμενικότητα του μυαλού σου.
Κάπου κάπου τυχαίνει να ακούς κάποια δακρύβρεχτη ιστορία άλλου. Χάνεις λίγη από τη δόξα σου. Μετατίθεται η προσοχή αλλού. Αναρωτιέσαι κι εσύ ο ίδιος! Θαρρείς και ξαφνικά το δικό σου βάρος μοιάζει ελαφρύτερο. Παίρνεις μια ανάσα. Σαν ανακούφιση. Ντροπή, σκέφτεσαι! Ανακούφιση που κάποιος υποφέρει περισσότερο; Και δε συνειδητοποιείς πως η ενσυναίσθησή σου σταματά εκεί που ξεκινά το εγώ σου, η ασφάλεια, η επιβίωση, ο μικρόκοσμός σου. Νιώθεις τυχερός, μέσα στην ατυχία σου, όπως λες. Υπάρχουν και χειρότερα, σκέφτεσαι, και είναι σαν να μοιάζουν τα δικά σου τραύματα ανούσιες πληγές της παιδικής σου ηλικίας. Μα υπάρχουν και στιγμές που ο πόνος του άλλου είναι αναπάντεχα τρομερός. Εκεί νιώθεις μικρός σ’ έναν κόσμο που μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω, σε μια ζωή συνυφασμένη, άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτόν, που μοιάζει οξύμωρη η αισιοδοξία και τα σχέδια που κάνεις. Σε πλακώνουν οι σκέψεις, νιώθεις τύψεις για τη μεγέθυνση των προβλημάτων στο μυαλό σου. Την αχαριστία, όπως λες, που δεν είσαι στη θέση εκείνων. Νιώθεις λίγος μπροστά στα κουράγια, στη δύναμη κάποιων που πάλεψαν.
Αλλά έρχονται πάλι μέρες που η δική σου θλίψη σε συντρίβει. Είναι κάτι δυσβάσταχτο, πώς έτυχε σε σένα; Και αυτό να ξέρεις… είναι το παράδοξο της υποκειμενικότητας. Γιατί όλος ο κόσμος γίνεται πάλι εσύ. Πάλι σε σένα γυρίζεις. Γιατί έτσι είσαι φτιαγμένος. Να κλείνεις ακούσια τα αυτιά σου και να ακούς μόνο τη δική σου φωνή. Κι όσο εκκωφαντικός κι αν είναι ο ήχος που φτάνει σε σένα, εσύ μόνο τον δικό σου να αναγνωρίζεις. Κι αυτό είναι κάτι ανθρώπινο. Το να βιώνεις το δικό σου βάσανο πιότερο από τ’ άλλα. Να γυρίζεις εν τέλει στον δικό σου ψίθυρο και δάκρυα. Και είναι ανθρώπινο, μην απορείς. Σ’ έναν καλοκουρδισμένο οργανισμό που μάχεται να επιβιώσει ορθώνονται άμυνες και τείχη. Και που ξένες μοίρες δεν τον αγγίζουν, εφόσον δεν απειλούν τη δική του ασφάλεια.
Κι όσο κι αν πεις πως θα μικραίνεις εσύ ο ίδιος ό,τι σου συμβεί, γιατί ζωή είναι και είναι απρόβλεπτη… σαν σου χτυπήσει την πόρτα το ανέλπιστο, βουρκώνεις και γκρεμίζεται κάθε μεγαλοστομία και αντικειμενικότητα. Βυθίζεσαι εκεί και όλες οι τύχες μοιάζουν μακρινές, ξένες.
Το να μη βλέπεις πέρα από τη μύτη σου είναι συνυφασμένο με τη φύση σου. Αλλά αν μπορούσες, αν γινόταν να δεις πέρα από αυτήν… Να δεις έξω. Να ακούσεις τις κραυγές που μαστίζουν τον κόσμο… Να μπορούσες να κλάψεις λίγο και για λογαριασμό άλλων και να κλαις λιγότερο για δικές σου πληγές και να μικραίνεις τα μικρά που αλλάζουν τη ζωή σου. Να βοηθήσεις, να αισθανθείς, να νιώσεις όντως μικρά τα ασήμαντα τραύματα της καθημερινότητάς σου. Και από τη μία να σηκωθείς πιο δυνατός, έτοιμος να παλέψεις κι από την άλλη να έχεις στόχο να γίνει το πανανθρώπινο αυτό αίσθημα αλήθεια. Η αξία της πραγματικής αλληλεγγύης, ελπίδας, ανιδιοτέλειας. Και κάπως έτσι να νικήσεις το παράδοξο της υποκειμενικότητας.
Να νιώσεις το θαύμα. Γύρω σου και στη δική σου ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου