Πέρασαν καιροί και ζαμάνια. Του Χρόνου το σκληρό φτερό επέρασε απάνω κι’ απ’ το Χότζα, όπως απάνω από κάθε τι που έζησε σε τούτον το κόσμο, και του άφησε τα μοιραία του σημάδια. Ο Χάρος, ο καταστροφέας των Τέρψεων, και των Συναναστροφών ο Διαλυτής, τούχε πάρει πολλούς από τους δικούς του, κι’ άλλους, τους είχε πετάξει μακριά του των Περιστάσεων η Σβούρα.
Έτσι, μονάχος κ’ έρημος, καμπουριασμένος κι’ ασπρομάλλης, ογδοντάρης πια, καθόταν, μια μέρα, ο Χότζας στη πόρτα του γέρικου σπιτιού του, φέρνοντας στο νου του παλιές δόξες όταν, ένας άλλος γέρος, παλιός του φίλος, πέρασε απ’ έξω.
Γνωρίστηκαν, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κ’ ύστερα ο φίλος τούπε·
— Πόσο χρόνων είσαι τώρα, Χότζα;
— Δόξα τω Θεώ είμαι καλά στην υγεία! απάντησε ο Χότζας.
— Πώς είναι η κατάστασή σου; Καλά τα περνάς;
— Δόξα τω Θεώ, δε χρωστώ σε κανέναν!
— Έχεις καμμιά έγνοια να σου ταράζει το πνεύμα;
— Δόξα τω Θεώ, δεν έχω μικρά παιδιά!
— Έχεις εχθρούς;
— Δόξα τω Θεώ δεν έχω στενούς συγγενείς! είπε ο Χότζας.
Κι’ αυτά ήσαν τα τελευταία σοφά του λόγια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου