Βγαίνω το βράδυ στο μπαλκόνι και κοιτάζω γύρω μου. Σκοτάδι, ένα δέντρο απέναντι χορεύει με τον αέρα, το φως του στύλου της ΔΕΗ χύνεται ανάμεσα απ’ τα φύλλα, τα παράθυρα στο σπίτι απέναντι είναι σκοτεινά και τα άστρα ξεπροβάλλουν πίσω απ’ το πέπλο των φώτων της πόλης. Δεν είναι πολλά. Ένα εδώ, ένα εκεί και όσο συνηθίζουν τα μάτια εμφανίζονται όλο και περισσότερα. Και για λίγο, για μια στιγμή μονάχα, νομίζω πως είμαι μόνος μου· μόνος μου σ’ όλο τον κόσμο. Και βγαίνει τότε το θεριό από τα βάθη της ψυχής μου και ρωτάει με φωνή βραχνή “Γιατί είσαι εδώ; Πού πας;”
Δεν είναι ξένη η φωνή. Βραχνή κι αν είναι, αν την ακούσω πολύ προσεκτικά καταλαβαίνω ότι είναι η δική μου και είναι φωνή απαιτητική. Θέλει απάντηση και τη θέλει τώρα. Και δεν σκαμπάζει από δικαιολογίες κι επιπλήξεις, ούτε και σ’ αφήνει να την αγνοήσεις. Θέλει απάντηση και τη θέλει τώρα. Ούτε ψέματα σηκώνει η φωνή. Ψέματα στον εαυτό σου δεν μπορείς να πεις όσο κι αν το θέλεις. “Γιατί είσαι εδώ; Πού πας;”
Μα αν δεν σηκώνει ψέματα η φωνή, μπορεί να της βουλώσει το στόμα μια μπούρδα, μια οποιαδήποτε μπούρδα, αρκεί να την πιστεύεις αρκετά. Γιατί σίγουρος αν δεν είσαι για ότι αποκριθείς, η φωνή εξαγριώνεται, θεριεύει και βρυχάται “Ψέματα μου λες, ανθρωπάκο. Από μένα θέλεις να κρυφτείς; Σε ξέρω πολύ καλά για να τα χάψω αυτά που μου τσαμπουνάς.” Και γελάει η βραχνή φωνή κι αν είχε πρόσωπο σα γριά ξεδοντιάρα θά ‘ταν με κιτρινισμένα, σάπια δόντια και θανατερή ανάσα και πρόσωπο σκαμμένο από βαθιές ρυτίδες. Γιατί αυτή είναι η φωνή που όλοι τρέμουμε ν’ ακούσουμε το βράδυ, όταν όλα είναι ήσυχα και μόνοι μας θαρρούμε ότι είμαστε.
Από ένα σκοτάδι ερχόμαστε και όλο προς ένα σκοτάδι πάμε και το φως ανάμεσα το λέμε ζωή, αλλά στη σκοτεινιά της νύχτας όταν είμαστε το σκότος απ’ όπου ήρθαμε φαντάζει μακρινό και αδιάφορο, αλλά το σκοτάδι μπροστά μας είναι πηχτό και πιο άφωτο και απ’ την πιο άναστρη νύχτα και όπου και να γυρίσουμε το βλέπουμε μπροστά μας γιατί από μέσα μας αναβλύζει και μοιάζει της ζωής το φως ν’ αδυνατίζει.
Όλοι μας το κουβαλάμε το σκοτάδι αυτό που μιλάει με τη φαφούτικη φωνή των γηρατειών μας. Όλοι μας από τότε που ο πρώτος άνθρωπος με νου έμεινε μόνος του βράδυ στο δάσος και ένιωσε τη θνητότητά του να τον ζώνει από τριγύρω μαζί με τα θεριά. Και έδωσε όνομα στη φωνή αυτή ο άνθρωπος. Την είπε “δαίμονα”. Και τι φριχτός δαίμονας που είναι. Φριχτότερος απ’ όλους τους δαίμονες μαζί που έχει φανταστεί. Τον βλέπουμε συνέχεια γύρω μας το θάνατο και όσο περισσότερο είμαστε ζωντανοί, τόσο περισσότερο μας περιπαίζει.
“Γιατί είσαι εδώ; Πού πας; Θα σου πω εγώ! Σ’ εμένα έρχεσαι, μέρα με τη μέρα. Δε με θες, αλλά θα μού ΄ρθεις. Και τι θα κάνουμε μαζί, σαν το κατώφλι το περάσεις, δε σου λέω”.
Μα γιατί δε μου απαντάει; Μέσα μου δε ζει μήπως; Τη φωνή που από το ίδιο το μέσα μου ανεβαίνει γιατί δεν μπορώ να κουλαντρίσω; Όχι! Φωνή δικιά μου αυτή δεν είναι που με τρομάζει τόσο! Ο δαίμονας είναι που τ’ αρέσει να με βλέπει να ασφυκτιώ μες στο κορμί μου το ίδιο! Αχ, δε θα βρεθεί κάποιος της φωνής τη γλώσσα να την κόψει;
Και μες στην παραζάλη φτιάχνω τρομερό εχτρό για τη φωνή. Και μ’ όλα τα καλά και σπουδαία πράματα τον φορτώνω, να τον δει η φωνή που εγώ φαντάζομαι του δαίμονα, από μέσα μου, μεγάλο και φωτεινό και πλουμιστό και τρομερό στην όψη, να σκιαχτεί και να μ’ αφήσει ήσυχο. “Θεό” τον είπα τον οχτρό του. Και όντως! Τι χαρά! Φοβήθηκε η φωνή και έφυγε κι είμαι χαρούμενος για λίγο.
Μα τι κι αν άρον άρον την έδιωξα τη φωνή; Το ερώτημα έμεινε πίσω. “Το κατώφλι άμα περάσω τι θα βρω;” Και ο Θεός, που μ’ όλου του κόσμου τα καλά εφόρτωσα τώρα σιωπά κι αυτός γιατί το χρέος του έκανε· το κυνήγησε το χτήνος που αλυχτούσε το βράδυ σαν ήμουν μόνος στο μπαλκόνι. Και μένει η ερώτηση και τότε καταλαβαίνω ότι δεν ήταν η γριά η ξεδοντιάρα που φοβόμουν δαίμονας, αλλά κομμάτι του εαυτού μου και τώρα, χρόνια μετά, πίσω το ζητώ.
“Μα είσαι τρελός!;” μου λένε τότε όλοι. “Γιατί το θέλεις πίσω το τέρας με τη θανατερή ανάσα; Θα σου πω εγώ για το δικό μου το Θεό που το ‘διωξε και απάντηση μου έδωσε για το τι κρύβεται πίσω από το σκοτεινό κατώφλι στο τέρμα του φωτός που λέγεται ζωή. Κι άλλο φως έχει από πίσω, πιο πέρα κι από εκεί που φτάνει το μάτι, φως πηχτό που να το πιάσεις μπορείς και να γεμίσεις και τις τσέπες σου και τις τσέπες ολονών και πάλι να μη στερεύει και μοναχός σου ποτέ ξανά δε θά ‘σαι. Άσε το θεριό να αλυχτά πίσω από τη φωτεινή κουρτίνα πού ‘φτιαξα. Τι το θέλεις πίσω; Αυτά μου είπε εμένα ο Θεός μου.”
Μα ξέρω πως ο Θεός του είναι φτιαχτός σαν τον δικό μου. Και με φοβίζει ότι η φωτεινή κουρτίνα που μου υπόσχεται μπορεί να πέσει μία μέρα και πίσω από τις δίπλες της να φανεί πάλι το θεριό και να κρυφτώ δε θα μπορώ, στο φως λουσμένος καθώς θα ‘μαι. Και του λέω να ‘ρθει μαζί μου, να δοκιμάσουμε μαζί να το γκρεμοτσακίσουμε, αλλά δε θέλει ν’ αφήσει πίσω το Θεό του. Μ’ όλα τα καλά τον φόρτωσε και φοβερό και τρομερό καθώς τον έφτιαξε και με εξουσία στο τρομαχτικό θεριό, φοβάται πως τα καλά αυτά πίσω δε θα μπορεί να τα ζητήσει. Το σκιάζεται κι αυτός αυτό που έφτιαξε κι αν κάνει να φύγει, πίσω θα πρέπει να αφήσει της ζωής του τα καλύτερα. Μπορεί και να του λείψει. Σωτήρας και γλυκός βασανιστής μαζί.
Με τράβαγε κι εμένα απ’ το μπατζάκι ο Θεός μου. Δεν ήθελε να τον αφήσω πίσω και να του πάρω ότι εγώ του είχα δώσει. Δεν ήθελε πρόθυμα να αποχωριστεί όλα εκείνα που του φόρτωσα. Σα μουλάρι χρόνια τα κουβάλαγε αγόγγυστα και θαρρούσε πως τ’ ανήκαν. Τσίνισε πολύ, αλλά στο τέλος τα επήρα όλα. Και την αγάπη και την ευτυχία και την ελπίδα. Σάμπως δεν ήτανε δικά μου απ’ την αρχή;
Εγώ το δικό μου το Θεό τον εξεφόρτωσα. Πίσω τα πήρα όλα και άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και τράβηξα την κουρτίνα να μπει πάλι μέσα το θεριό. Και να! Δεν ήτανε και τόσο τρομαχτικό όσο νόμιζα όταν μιλούσε με βραχνή φωνή στο σκοτεινό μπαλκόνι. Μέσα στο φως του δωματίου το είδα πολύ πιο καθαρά. Δεν ήτανε θεριό. Εγώ ήμουνα. Γέρος, με άσπρα μαλλιά και μέτωπο ρυτιδιασμένο και κουρασμένο πρόσωπο, μα τα μάτια μου θαρρώ πως ήταν ίδια και η φωνή τώρα δεν ήτανε βραχνή, μα καθάρια και κρυστάλλινη. Μα γιατί με πείραζε ο γέρος εαυτός μου χρόνια πριν. Θα φοβότανε κι εκείνος, πιο κοντά αφού ‘ταν στο κατώφλι και με ζήλευε που εγώ ήμουν μακριά και δε φοβόμουν.
Αλλά τώρα τον κατάλαβα. Στο μπαλκόνι τώρα όταν στέκομαι το βράδυ δε δίνω σημασία στο σκοτάδι και το σβηστό το φως απέναντι, αλλά στα φώτα τ’ αναμμένα στις πέρα πολυκατοικίες που είναι κι άλλοι που ξαγρυπνάνε σαν κι εμένα και στον μακρινό αχό του δρόμου από πίσω, που μια στο τόσο περνάει κάποιο αμάξι (αχ, και να ‘ξερα που θε να πάει ο οδηγός του). Μονάχος μου δεν είμαι τελικά. Κι ούτε με φοβίζει πια ο εαυτός μου ο ίδιος. Έχω κι άλλα, βέβαια, που φοβάμαι, αλλά ένα-ένα θα τα βρω και θα τα λύσω. Πώς αλλιώς θα έχει η ζωή ενδιαφέρον αν δεν έχεις στόχο καλύτερος να γίνεις; Και έχω ακόμα κρατημένη την αγάπη, τη χαρά και την ελπίδα να πορεύομαι.
Κι όταν τελειώσει το ταξίδι και κουρασμένος πέσω για να ξαποστάσω, μαζί του θα περάσω στο σκοτάδι πέρα απ’ το κατώφλι και θα δω τι κρύβεται εκεί πίσω. Ίσως Θεός να με υποδεχτεί καλύτερος, πολύ πιο σπουδαίος και τρανός απ’ ό,τι έφτιαξε ο φόβος του θηρίου εδώ χάμω. Ίσως μια άλλη ζωή να πάρω απ’ την αρχή και να διαβάσω κάποτε πάλι ετούτες τις αράδες απορώντας ποιος ήταν εκείνος που τις έγραψε. Ίσως το τίποτα, εκεί που ήμουνα και πριν να γεννηθώ, γλυκό και ήσυχο σαν την κοιλιά της μάνας μου που μ’ όνειρα κι ελπίδες με ανάθρεψε. Μα ό,τι κι αν είναι πίσω εκεί με θάρρος κατάματα θα το κοιτάξω γιατί έτσι τ’ αποφάσισα· εγώ κι όχι οι άλλοι. Κι εν τέλει γιατί να φοβηθώ; Θεριό μπροστά να το φυλάει το κατώφλι τώρα δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου