Μήδεια, χαῖρε· τοῦδε γὰρ προοίμιον
κάλλιον οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῖν φίλους.
665 ΜΗ. ὦ χαῖρε καὶ σύ, παῖ σοφοῦ Πανδίονος,
Αἰγεῦ. πόθεν γῆς τῆσδ᾽ ἐπιστρωφᾷ πέδον;
ΑΙ. Φοίβου παλαιὸν ἐκλιπὼν χρηστήριον.
ΜΗ. τί δ᾽ ὀμφαλὸν γῆς θεσπιῳδὸν ἐστάλης;
ΑΙ. παίδων ἐρευνῶν σπέρμ᾽ ὅπως γένοιτό μοι.
670 ΜΗ. πρὸς θεῶν, ἄπαις γὰρ δεῦρ᾽ ἀεὶ τείνεις βίον;
ΑΙ. ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ.
ΜΗ. δάμαρτος οὔσης ἢ λέχους ἄπειρος ὤν;
ΑΙ. οὐκ ἐσμὲν εὐνῆς ἄζυγες γαμηλίου.
ΜΗ. τί δῆτα Φοῖβος εἶπέ σοι παίδων πέρι;
675 ΑΙ. σοφώτερ᾽ ἢ κατ᾽ ἄνδρα συμβαλεῖν ἔπη.
ΜΗ. θέμις μὲν ἡμᾶς χρησμὸν εἰδέναι θεοῦ;
ΑΙ. μάλιστ᾽, ἐπεί τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός.
ΜΗ. τί δῆτ᾽ ἔχρησε; λέξον, εἰ θέμις κλύειν.
ΑΙ. ἀσκοῦ με τὸν προύχοντα μὴ λῦσαι πόδα…
680 ΜΗ. πρὶν ἂν τί δράσῃς ἢ τίν᾽ ἐξίκῃ χθόνα;
ΑΙ. πρὶν ἂν πατρῴαν αὖθις ἑστίαν μόλω.
ΜΗ. σὺ δ᾽ ὡς τί χρῄζων τήνδε ναυστολεῖς χθόνα;
ΑΙ. Πιτθεύς τις ἔστι, γῆς ἄναξ Τροζηνίας.
ΜΗ. παῖς, ὡς λέγουσι, Πέλοπος, εὐσεβέστατος.
685 ΑΙ. τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω.
ΜΗ. σοφὸς γὰρ ἁνὴρ καὶ τρίβων τὰ τοιάδε.
ΑΙ. κἀμοί γε πάντων φίλτατος δορυξένων.
ΜΗ. ἀλλ᾽ εὐτυχοίης καὶ τύχοις ὅσων ἐρᾷς.
ΑΙ. τί γὰρ σὸν ὄμμα χρώς τε συντέτηχ᾽ ὅδε;
690 ΜΗ. Αἰγεῦ, κάκιστός ἐστί μοι πάντων πόσις.
ΑΙ. τί φῄς; σαφῶς μοι σὰς φράσον δυσθυμίας.
ΜΗ. ἀδικεῖ μ᾽ Ἰάσων οὐδὲν ἐξ ἐμοῦ παθών.
ΑΙ. τί χρῆμα δράσας; φράζε μοι σαφέστερον.
ΜΗ. γυναῖκ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν δεσπότιν δόμων ἔχει.
695 ΑΙ. οὔ που τετόλμηκ᾽ ἔργον αἴσχιστον τόδε;
ΜΗ. σάφ᾽ ἴσθ᾽· ἄτιμοι δ᾽ ἐσμὲν οἱ πρὸ τοῦ φίλοι.
ΑΙ. πότερον ἐρασθεὶς ἢ σὸν ἐχθαίρων λέχος;
ΜΗ. μέγαν γ᾽ ἔρωτα· πιστὸς οὐκ ἔφυ φίλοις.
ΑΙ. ἴτω νυν, εἴπερ, ὡς λέγεις, ἐστὶν κακός.
700 ΜΗ. ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῖν.
ΑΙ. δίδωσι δ᾽ αὐτῷ τίς; πέραινέ μοι λόγον.
ΜΗ. Κρέων, ὃς ἄρχει τῆσδε γῆς Κορινθίας.
ΑΙ. συγγνωστὰ μέν τἄρ᾽ ἦν σε λυπεῖσθαι, γύναι.
ΜΗ. ὄλωλα· καὶ πρός γ᾽ ἐξελαύνομαι χθονός.
705 ΑΙ. πρὸς τοῦ; τόδ᾽ ἄλλο καινὸν αὖ λέγεις κακόν.
ΜΗ. Κρέων μ᾽ ἐλαύνει φυγάδα γῆς Κορινθίας.
ΑΙ. ἐᾷ δ᾽ Ἰάσων; οὐδὲ ταῦτ᾽ ἐπῄνεσα.
ΜΗ. λόγῳ μὲν οὐχί, καρτερεῖν δὲ βούλεται.
ἀλλ᾽ ἄντομαί σε τῆσδε πρὸς γενειάδος
710 γονάτων τε τῶν σῶν ἱκεσία τε γίνομαι,
οἴκτιρον οἴκτιρόν με τὴν δυσδαίμονα
καὶ μή μ᾽ ἔρημον ἐκπεσοῦσαν εἰσίδῃς,
δέξαι δὲ χώρᾳ καὶ δόμοις ἐφέστιον.
οὕτως ἔρως σοι πρὸς θεῶν τελεσφόρος
715 γένοιτο παίδων καὐτὸς ὄλβιος θάνοις.
εὕρημα δ᾽ οὐκ οἶσθ᾽ οἷον ηὕρηκας τόδε·
παύσω γέ σ᾽ ὄντ᾽ ἄπαιδα καὶ παίδων γονὰς
σπεῖραί σε θήσω· τοιάδ᾽ οἶδα φάρμακα.
κάλλιον οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῖν φίλους.
665 ΜΗ. ὦ χαῖρε καὶ σύ, παῖ σοφοῦ Πανδίονος,
Αἰγεῦ. πόθεν γῆς τῆσδ᾽ ἐπιστρωφᾷ πέδον;
ΑΙ. Φοίβου παλαιὸν ἐκλιπὼν χρηστήριον.
ΜΗ. τί δ᾽ ὀμφαλὸν γῆς θεσπιῳδὸν ἐστάλης;
ΑΙ. παίδων ἐρευνῶν σπέρμ᾽ ὅπως γένοιτό μοι.
670 ΜΗ. πρὸς θεῶν, ἄπαις γὰρ δεῦρ᾽ ἀεὶ τείνεις βίον;
ΑΙ. ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ.
ΜΗ. δάμαρτος οὔσης ἢ λέχους ἄπειρος ὤν;
ΑΙ. οὐκ ἐσμὲν εὐνῆς ἄζυγες γαμηλίου.
ΜΗ. τί δῆτα Φοῖβος εἶπέ σοι παίδων πέρι;
675 ΑΙ. σοφώτερ᾽ ἢ κατ᾽ ἄνδρα συμβαλεῖν ἔπη.
ΜΗ. θέμις μὲν ἡμᾶς χρησμὸν εἰδέναι θεοῦ;
ΑΙ. μάλιστ᾽, ἐπεί τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός.
ΜΗ. τί δῆτ᾽ ἔχρησε; λέξον, εἰ θέμις κλύειν.
ΑΙ. ἀσκοῦ με τὸν προύχοντα μὴ λῦσαι πόδα…
680 ΜΗ. πρὶν ἂν τί δράσῃς ἢ τίν᾽ ἐξίκῃ χθόνα;
ΑΙ. πρὶν ἂν πατρῴαν αὖθις ἑστίαν μόλω.
ΜΗ. σὺ δ᾽ ὡς τί χρῄζων τήνδε ναυστολεῖς χθόνα;
ΑΙ. Πιτθεύς τις ἔστι, γῆς ἄναξ Τροζηνίας.
ΜΗ. παῖς, ὡς λέγουσι, Πέλοπος, εὐσεβέστατος.
685 ΑΙ. τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω.
ΜΗ. σοφὸς γὰρ ἁνὴρ καὶ τρίβων τὰ τοιάδε.
ΑΙ. κἀμοί γε πάντων φίλτατος δορυξένων.
ΜΗ. ἀλλ᾽ εὐτυχοίης καὶ τύχοις ὅσων ἐρᾷς.
ΑΙ. τί γὰρ σὸν ὄμμα χρώς τε συντέτηχ᾽ ὅδε;
690 ΜΗ. Αἰγεῦ, κάκιστός ἐστί μοι πάντων πόσις.
ΑΙ. τί φῄς; σαφῶς μοι σὰς φράσον δυσθυμίας.
ΜΗ. ἀδικεῖ μ᾽ Ἰάσων οὐδὲν ἐξ ἐμοῦ παθών.
ΑΙ. τί χρῆμα δράσας; φράζε μοι σαφέστερον.
ΜΗ. γυναῖκ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν δεσπότιν δόμων ἔχει.
695 ΑΙ. οὔ που τετόλμηκ᾽ ἔργον αἴσχιστον τόδε;
ΜΗ. σάφ᾽ ἴσθ᾽· ἄτιμοι δ᾽ ἐσμὲν οἱ πρὸ τοῦ φίλοι.
ΑΙ. πότερον ἐρασθεὶς ἢ σὸν ἐχθαίρων λέχος;
ΜΗ. μέγαν γ᾽ ἔρωτα· πιστὸς οὐκ ἔφυ φίλοις.
ΑΙ. ἴτω νυν, εἴπερ, ὡς λέγεις, ἐστὶν κακός.
700 ΜΗ. ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῖν.
ΑΙ. δίδωσι δ᾽ αὐτῷ τίς; πέραινέ μοι λόγον.
ΜΗ. Κρέων, ὃς ἄρχει τῆσδε γῆς Κορινθίας.
ΑΙ. συγγνωστὰ μέν τἄρ᾽ ἦν σε λυπεῖσθαι, γύναι.
ΜΗ. ὄλωλα· καὶ πρός γ᾽ ἐξελαύνομαι χθονός.
705 ΑΙ. πρὸς τοῦ; τόδ᾽ ἄλλο καινὸν αὖ λέγεις κακόν.
ΜΗ. Κρέων μ᾽ ἐλαύνει φυγάδα γῆς Κορινθίας.
ΑΙ. ἐᾷ δ᾽ Ἰάσων; οὐδὲ ταῦτ᾽ ἐπῄνεσα.
ΜΗ. λόγῳ μὲν οὐχί, καρτερεῖν δὲ βούλεται.
ἀλλ᾽ ἄντομαί σε τῆσδε πρὸς γενειάδος
710 γονάτων τε τῶν σῶν ἱκεσία τε γίνομαι,
οἴκτιρον οἴκτιρόν με τὴν δυσδαίμονα
καὶ μή μ᾽ ἔρημον ἐκπεσοῦσαν εἰσίδῃς,
δέξαι δὲ χώρᾳ καὶ δόμοις ἐφέστιον.
οὕτως ἔρως σοι πρὸς θεῶν τελεσφόρος
715 γένοιτο παίδων καὐτὸς ὄλβιος θάνοις.
εὕρημα δ᾽ οὐκ οἶσθ᾽ οἷον ηὕρηκας τόδε·
παύσω γέ σ᾽ ὄντ᾽ ἄπαιδα καὶ παίδων γονὰς
σπεῖραί σε θήσω· τοιάδ᾽ οἶδα φάρμακα.
***
(Εισέρχεται ο Αιγέας από την πάροδο που οδηγείέξω από την πόλη και σε άλλους τόπους.)
ΑΙΓΕΑΣ
Χαίρε, Μήδεια. Κανείς δεν ξέρει αρχή ωραιότερη από το «χαίρε»
για να μιλήσει σε ανθρώπους που αγαπά.
665 ΜΗ. Χαίρε και εσύ, Αιγέα, γιε του σοφού Πανδίονα.
Πώς βρέθηκες σ᾽ αυτά τα μέρη; Από πού έρχεσαι;
ΑΙ. Έρχομαι από το πανάρχαιο μαντείο του Φοίβου.
ΜΗ. Τί σ᾽ έφερε στον ομφαλό της γης, όπου μελωδούνται οι χρησμοί;
ΑΙ. Ήθελα να μάθω πώς θα βλαστήσουν από μένα παιδιά.
670 ΜΗ. Για όνομα των θεών, πέρασες τη ζωή σου ώς τώρα χωρίς παιδιά;
ΑΙ. Είμαι χωρίς παιδιά — κάποιος θεός την όρισε τη μοίρα μου.
ΜΗ. Έχεις γυναίκα ή δεν εγνώρισες τον γάμο;
ΑΙ. Ο ζυγός του γάμου δεν μου είναι άγνωστος.
ΜΗ. Και τί σου είπε ο Φοίβος για τα παιδιά;
675 ΑΙ. Ρήματα σοφά, που αδυνατεί να τα εννοήσει ένας θνητός.
ΜΗ. Επιτρέπεται άραγε να γνωρίζω εγώ τον χρησμό του θεού;
ΑΙ. Και βέβαια — χρειάζεται άλλωστε νους σοφός.
ΜΗ. Τί έλεγε λοιπόν ο χρησμός; Αν επιτρέπεται ν᾽ ακούσω, πες μου.
ΑΙ. Του ασκού το πόδι που εξέχει να μην το λύσω...
680 ΜΗ. Προτού πράξεις τί ή φτάσεις πού;
ΑΙ. προτού επιστρέψω στην εστία των πατέρων μου.
ΜΗ. Και ποιός ο λόγος που έπλευσες ώς εδώ;
ΑΙ. Υπάρχει κάποιος Πιτθέας, βασιλιάς στη χώρα της Τροιζήνας.
ΜΗ. Γιος, λένε, του Πέλοπα, άνδρας ευσεβέστατος.
685 ΑΙ. Θέλω να μοιραστώ μαζί του τον χρησμό του θεού.
ΜΗ. Είναι άνθρωπος σοφός και κατέχει τα μαντικά.
ΑΙ. Είναι για μένα και ο πιο ακριβός μου σύμμαχος και φίλος.
ΜΗ. Καλή τύχη να έχεις και να πετύχεις όσα επόθησες.
ΑΙ. Όμως γιατί βασίλεψε το βλέμμα και η όψη σου;
690 ΜΗ. Αιγέα, ο άντρας μου είναι ο ελεεινότερος όλων.
ΑΙ. Τί λες; Άνοιξέ μου την καρδιά σου. Μίλα μου καθαρά.
ΜΗ. Με αδικεί ο Ιάσων, ενώ εγώ δεν τον έβλαψα ποτέ.
ΑΙ. Κάνοντας τί; Μίλησέ μου πιο καθαρά.
ΜΗ. Έβαλε πάνω από μένα δέσποινα του σπιτιού άλλη γυναίκα.
695 ΑΙ. Μη μου πεις πως τόλμησε την αισχρότατη τούτη πράξη;
ΜΗ. Τόλμησε. Εμείς, που μας αγάπαε πριν, ατιμαζόμαστε.
ΑΙ. Γιατί; Ερωτεύτηκε ή δεν τον έθελγε το κρεβάτι σου;
ΜΗ. Παράφορος έρωτας! Δεν φάνηκε πιστός σ᾽ αυτούς που τον αγάπησαν.
ΑΙ. Αν είναι, όπως λες, ένας αχρείος, ώρα καλή.
700 ΜΗ. Ερωτεύτηκε τη δόξα του βασιλικού γαμπρού.
ΑΙ. Και του έδωσε τη γυναίκα ποιός; Απόσωσε τον λόγο σου.
ΜΗ. Ο Κρέων, που βασιλεύει εδώ στη γη της Κορίνθου.
ΑΙ. Έχεις κάθε λόγο, γυναίκα, να νιώθεις πληγωμένη.
ΜΗ. Χάθηκα. Και αποπάνω εξορίζομαι από τη χώρα.
705 ΑΙ. Από ποιόν; Τώρα μιλάς για άλλο, καινούργιο κακό.
ΜΗ. Από τον Κρέοντα. Με πετάει εξόριστη έξω από τη γη της Κορίνθου.
ΑΙ. Και το δέχεται ο Ιάσων; Δεν θα τον επαινέσω ούτε γι᾽ αυτό.
ΜΗ. Με τα λόγια βέβαια όχι, είναι όμως πρόθυμος να το «αντέξει».
Σε εξορκίζω λοιπόν σε τούτα τα γένια,
710 αγγίζω ικετεύοντας τα γόνατά σου,
λυπήσου με τη δύσμοιρη, λυπήσου με
και μην αφήσεις να βρεθώ στην εξορία πανέρημη,
δέξου να έρθω στη χώρα σου και στην εστία του σπιτιού σου.
Και είθε να δώσουν οι θεοί
να εκπληρωθεί ο πόθος σου για παιδιά
715 και να σε βρει όταν έρθει ο θάνατος ευτυχισμένο.
Δεν ξέρεις τί εύρημα είναι αυτό που ηύρες.
Εγώ θα σε λυτρώσω από την ατεκνία
και θα σε αξιώσω να σπείρεις παιδιά. Τέτοια βοτάνια κατέχω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου