Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (508d-510b)

[508d] Ὅταν δέ γ᾽ οἶμαι ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει, σαφῶς ὁρῶσι, καὶ τοῖς αὐτοῖς τούτοις ὄμμασιν ἐνοῦσα φαίνεται.Τί μήν;
Οὕτω τοίνυν καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ὧδε νόει· ὅταν μὲν οὗ καταλάμπει ἀλήθειά τε καὶ τὸ ὄν, εἰς τοῦτο ἀπερείσηται, ἐνόησέν τε καὶ ἔγνω αὐτὸ καὶ νοῦν ἔχειν φαίνεται· ὅταν δὲ εἰς τὸ τῷ σκότῳ κεκραμένον, τὸ γιγνόμενόν τε καὶ ἀπολλύμενον, δοξάζει τε καὶ ἀμβλυώττει ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μεταβάλλον, καὶ ἔοικεν αὖ νοῦν οὐκ ἔχοντι.
Ἔοικε γάρ.
[508e] Τοῦτο τοίνυν τὸ τὴν ἀλήθειαν παρέχον τοῖς γιγνωσκομένοις καὶ τῷ γιγνώσκοντι τὴν δύναμιν ἀποδιδὸν τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν φάθι εἶναι· αἰτίαν δ᾽ ἐπιστήμης οὖσαν καὶ ἀληθείας, ὡς γιγνωσκομένης μὲν διανοοῦ, οὕτω δὲ καλῶν ἀμφοτέρων ὄντων, γνώσεώς τε καὶ ἀληθείας, ἄλλο καὶ κάλλιον ἔτι τούτων ἡγούμενος αὐτὸ ὀρθῶς ἡγήσῃ· ἐπιστήμην [509a] δὲ καὶ ἀλήθειαν, ὥσπερ ἐκεῖ φῶς τε καὶ ὄψιν ἡλιοειδῆ μὲν νομίζειν ὀρθόν, ἥλιον δ᾽ ἡγεῖσθαι οὐκ ὀρθῶς ἔχει, οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν ταῦτ᾽ ἀμφότερα ὀρθόν, ἀγαθὸν δὲ ἡγεῖσθαι ὁπότερον αὐτῶν οὐκ ὀρθόν, ἀλλ᾽ ἔτι μειζόνως τιμητέον τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἕξιν.
Ἀμήχανον κάλλος, ἔφη, λέγεις, εἰ ἐπιστήμην μὲν καὶ ἀλήθειαν παρέχει, αὐτὸ δ᾽ ὑπὲρ ταῦτα κάλλει ἐστίν· οὐ γὰρ δήπου σύ γε ἡδονὴν αὐτὸ λέγεις.
Εὐφήμει, ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀλλ᾽ ὧδε μᾶλλον τὴν εἰκόνα αὐτοῦ ἔτι ἐπισκόπει.
[509b] Πῶς;
Τὸν ἥλιον τοῖς ὁρωμένοις οὐ μόνον οἶμαι τὴν τοῦ ὁρᾶσθαι δύναμιν παρέχειν φήσεις, ἀλλὰ καὶ τὴν γένεσιν καὶ αὔξην καὶ τροφήν, οὐ γένεσιν αὐτὸν ὄντα.
Πῶς γάρ;
Καὶ τοῖς γιγνωσκομένοις τοίνυν μὴ μόνον τὸ γιγνώσκεσθαι φάναι ὑπὸ τοῦ ἀγαθοῦ παρεῖναι, ἀλλὰ καὶ τὸ εἶναί τε καὶ τὴν οὐσίαν ὑπ᾽ ἐκείνου αὐτοῖς προσεῖναι, οὐκ οὐσίας ὄντος τοῦ ἀγαθοῦ, ἀλλ᾽ ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐσίας πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχοντος.
[509c] Καὶ ὁ Γλαύκων μάλα γελοίως, Ἄπολλον, ἔφη, δαιμονίας ὑπερβολῆς.
Σὺ γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, αἴτιος, ἀναγκάζων τὰ ἐμοὶ δοκοῦντα περὶ αὐτοῦ λέγειν.
Καὶ μηδαμῶς γ᾽, ἔφη, παύσῃ, εἰ μή τι, ἀλλὰ τὴν περὶ τὸν ἥλιον ὁμοιότητα αὖ διεξιών, εἴ πῃ ἀπολείπεις.
Ἀλλὰ μήν, εἶπον, συχνά γε ἀπολείπω.
Μηδὲ σμικρὸν τοίνυν, ἔφη, παραλίπῃς.
Οἶμαι μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ πολύ· ὅμως δέ, ὅσα γ᾽ ἐν τῷ παρόντι δυνατόν, ἑκὼν οὐκ ἀπολείψω.
Μὴ γάρ, ἔφη.
[509d] Νόησον τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὥσπερ λέγομεν, δύο αὐτὼ εἶναι, καὶ βασιλεύειν τὸ μὲν νοητοῦ γένους τε καὶ τόπου, τὸ δ᾽ αὖ ὁρατοῦ, ἵνα μὴ οὐρανοῦ εἰπὼν δόξω σοι σοφίζεσθαι περὶ τὸ ὄνομα. ἀλλ᾽ οὖν ἔχεις ταῦτα διττὰ εἴδη, ὁρατόν, νοητόν;
Ἔχω.
Ὥσπερ τοίνυν γραμμὴν δίχα τετμημένην λαβὼν ἄνισα τμήματα, πάλιν τέμνε ἑκάτερον τὸ τμῆμα ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον, τό τε τοῦ ὁρωμένου γένους καὶ τὸ τοῦ νοουμένου, καί σοι ἔσται σαφηνείᾳ καὶ ἀσαφείᾳ πρὸς ἄλληλα ἐν μὲν τῷ ὁρωμένῳ [509e] τὸ μὲν ἕτερον τμῆμα εἰκόνες — λέγω δὲ τὰς εἰκόνας πρῶτον [510a] μὲν τὰς σκιάς, ἔπειτα τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα καὶ ἐν τοῖς ὅσα πυκνά τε καὶ λεῖα καὶ φανὰ συνέστηκεν, καὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον, εἰ κατανοεῖς.
Ἀλλὰ κατανοῶ.
Τὸ τοίνυν ἕτερον τίθει ᾧ τοῦτο ἔοικεν, τά τε περὶ ἡμᾶς ζῷς καὶ πᾶν τὸ φυτευτὸν καὶ τὸ σκευαστὸν ὅλον γένος.
Τίθημι, ἔφη.
Ἦ καὶ ἐθέλοις ἂν αὐτὸ φάναι, ἦν δ᾽ ἐγώ, διῃρῆσθαι ἀληθείᾳ τε καὶ μή, ὡς τὸ δοξαστὸν πρὸς τὸ γνωστόν, οὕτω τὸ ὁμοιωθὲν πρὸς τὸ ᾧ ὡμοιώθη;
[510b] Ἔγωγ᾽, ἔφη, καὶ μάλα.
Σκόπει δὴ αὖ καὶ τὴν τοῦ νοητοῦ τομὴν ᾗ τμητέον.
Πῇ;
Ἧι τὸ μὲν αὐτοῦ τοῖς τότε μιμηθεῖσιν ὡς εἰκόσιν χρωμένη ψυχὴ ζητεῖν ἀναγκάζεται ἐξ ὑποθέσεων, οὐκ ἐπ᾽ ἀρχὴν πορευομένη ἀλλ᾽ ἐπὶ τελευτήν, τὸ δ᾽ αὖ ἕτερον —τὸ ἐπ᾽ ἀρχὴν ἀνυπόθετον— ἐξ ὑποθέσεως ἰοῦσα καὶ ἄνευ τῶν περὶ ἐκεῖνο εἰκόνων, αὐτοῖς εἴδεσι δι᾽ αὐτῶν τὴν μέθοδον ποιουμένη.
Ταῦτ᾽, ἔφη, ἃ λέγεις, οὐχ ἱκανῶς ἔμαθον.

***
[508d] Όταν όμως, θαρρώ, πέφτει επάνω των κατάλαμπρος ο ήλιος, τα βλέπουν ολοκάθαρα και φαίνονται πως αυτά, τα ίδια τα μάτια, έχουν μέσα τους την όραση.
Πραγματικώς.
Το ίδιο λοιπόν να φανταστείς πως γίνεται και με την ψυχή· όταν στηρίξει το βλέμμα επάνω σε κάτι που ολόλαμπρη πέφτει επάνω του η αλήθεια και το ον, τότε ολοκάθαρα το αντιλήφθηκε και το γνώρισε και φαίνεται πως έχει νου· όταν όμως το στρέφει σε πράματα που είναι ανακατωμένα με το σκοτάδι, που γίνονται και χάνονται, τότε πια δε βλέπει καθαρά, σχηματίζει δοξασίες που αλλάζουν και πάνε άνω κάτω και μοιάζει τότε μ᾽ έναν που δεν έχει νου.
Πραγματικώς μοιάζει.
[508e] Αυτό λοιπόν που χορηγεί στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στην ψυχή τη δύναμη να τα γνωρίζει, αυτό να λες πως είναι η ιδέα του αγαθού κι αυτό έχε στον νου σου πως είναι η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας, όταν γίνεται αντικείμενο της γνώσης· και ενώ είναι τόσο ωραία και καλά και τα δυο τους, κι η αλήθεια και η γνώση, μπορείς να είσαι βέβαιος, χωρίς φόβο ν᾽ απατηθείς, πως αυτό είναι διαφορετικό και πολύ ακόμα, πολύ πιο ωραιότερό τους· [509a] και όπως εκεί το σωστό είναι να νομίζομε το φως και την όψη πως ηλιοφέρνουν, όχι όμως και πως είναι ήλιος, έτσι κι εδώ το σωστό είναι να νομίζομε πως και τα δυο τους αυτά έχουν ομοιότητα και αναλογία με το αγαθό, δεν είναι όμως σωστό να νομίζομε όποιο από τα δυο τους πως είναι το αγαθό, αλλά πολύ μεγαλύτερη αξία πρέπει να δίνομε στην ιδέα του αγαθού.
Αφάνταστη λοιπόν θα είναι η ομορφιά του, αφού, καθώς λες, δίνει την επιστήμη και την αλήθεια, τις ξεπερνά όμως τόσο πολύ στην ομορφιά· γιατί βέβαια δεν εννοείς με αυτό που λες την ηδονή.
Δάγκασε τη γλώσσα σου! αλλά πρόσεξε να δεις πώς θα σου παραστήσω ακόμα καλύτερα την εικόνα του.
[509b] Πώς;
Ο ήλιος, πιστεύω να παραδέχεσαι, πως όχι μόνο δίνει στα ορατά αντικείμενα τη δύναμη να βλέπουνται, αλλά και τη γέννηση και την αύξηση και την τροφή, χωρίς να είναι αυτός η γέννηση.
Βέβαια.
Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν πρέπει να λέμε πως και τα αντικείμενα της νόησης στο αγαθό χρωστούν όχι μόνο το ότι γνωρίζονται, αλλά πως από κείνο έχουν και το είναι και την ουσία τους, χωρίς να είναι ουσία το αγαθό, αλλά πολύ παραπέρα και ψηλότερα από την ουσία κατά τα πρωτεία και τη δύναμη.
[509c] Και ο Γλαύκων με πολύ αστείο τρόπον: Ω Απόλλων, φώναξε, τί δαιμόνια υπερβολή!
Είσαι εσύ, του είπα εγώ, η αφορμή, που με ανάγκασες να πω την ιδέα μου απάνω σ᾽ αυτό.
Και μη σταματήσεις έως εδώ, αλλά τέλειωσε, αν όχι άλλο, αυτή τουλάχιστο την ομοιότητα του αγαθού με τον ήλιο, αν παράλειψες τίποτα.

Το νοητόν και το ορατόν ως αντικείμενα γνώσης
Πραγματικώς παράλειψα και πολλά μάλιστα.
Να μην παραλείψεις ούτε το παραμικρότερο.
Πάντα θα μείνει και πολύ, θαρρώ· όμως, όσα μπορώ για την ώρα θα προσπαθήσω να μην τα παραλείψω.
Έτσι μάλιστα.
[509d] Φαντάσου λοιπόν πως το αγαθό και ο ήλιος είναι, καθώς λέμε, δυο βασιλιάδες, ο ένας του νοητού κόσμου και ο άλλος του ορατού, για να μην πω του ουρανού και νομίσεις πως θέλω να παίξω με τη λέξη. Έχεις λοιπόν στο νου σου αυτά τα δυο είδη, το νοητό και το ορατό;
Τα έχω.
Φαντάσου τώρα μια γραμμή κομμένη σε δυο άνισα τμήματα και διαίρεσε πάλι το καθένα απ᾽ αυτά τα δυο τμήματα, του ορατού και νοητού, κατά την ίδια αναλογία· κι έτσι θα έχεις, σχετικά με τη σαφήνεια και ασάφεια μεταξύ τους, στο [509e] ορατό τμήμα, στην πρώτη υποδιαίρεσή του, εικόνες· και λέγω εικόνες [510a] πρώτα τις σκιές, έπειτα τα αντικαθρεφτίσματα επάνω στην επιφάνεια του νερού ή επάνω σε πυκνά, γυαλιστερά, διάφανα και παρόμοια σώματα, αν με εννοείς.
Αλλά σ᾽ εννοώ.
Στην άλλη του υποδιαίρεση βάλε τα ίδια τα αντικείμενα, που αυτά είναι οι εικόνες των, όλα δηλαδή που βλέπομε γύρω μας ζώα, φυτά και όλα μ᾽ ένα λόγο που παράγει η φύση ή κατασκευάζουν οι άνθρωποι.
Τα έβαλα.
Αν θα ήθελες τώρα να εφαρμόσεις αυτή τη διαίρεση επάνω στην αλήθεια και στο αντίθετό της, δε θα παραδεχόσουν πως έχει την ίδια σχέση η γνώση με τη δοξασία, όποια και η εικόνα με το αντικείμενο;
[510b] Εγώ βέβαια, και πολύ μάλιστα.
Πρόσεξε τώρα πώς πρέπει να διαιρεθεί και το νοητό τμήμα.
Πώς;
Σε δυο πάλι υποδιαιρέσεις· η πρώτη είναι εκείνη όπου η ψυχή, παίρνοντας σαν εικόνες τα πραγματικά αντικείμενα από το ορατό τμήμα, αναγκάζεται να αναζητά την αλήθεια στηριγμένη επάνω σε υποθέσεις και έτσι δεν πηγαίνει προς την αρχή αλλά προς το τέλος· στη δεύτερη υποδιαίρεση, που διευθύνεται προς μιαν ανυπόθετη αρχή, προχωρεί έξω από κάθε υπόθεση και χωρίς τις εικόνες εκείνες της άλλης, αλλά ακολουθώντας τις ίδιες τις καθαρές ιδέες και αυτές μόνο χρησιμοποιώντας στην αναζήτηση της αλήθειας.
Δεν τα εννόησα και πολύ καλά αυτά που είπες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου