Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.2. Η ήττα των Σπαρτιατών στο μνήμα των παρθένων


Λίγα χρόνια μετά από την Ειρήνη του Βασιλιά η Σπάρτη μπόρεσε να ασκήσει σχεδόν απόλυτη ηγεμονία στα ελληνικά πράγματα. Αφού ταπείνωσε τους Κορίνθιους και τους Αργείους, τοποθέτησε μόνιμη φρουρά στην ακρόπολη των Θηβών. Με την ορμή και την αποφασιστικότητά της, έπειθε πολλές πόλεις να την ακολουθήσουν. Σε όσες δεν συναινούσαν ασκούσε βία. Έτσι, ύστερα από πολιορκία, υποχρέωσε την Όλυνθο στη Χαλκιδική να προσχωρήσει στη συμμαχία της. Οι ορίζοντές της ήταν ευρύτεροι παρά ποτέ. Συνεργαζόταν με τον Αρταξέρξη Β', με τον ἄρχοντα της Σικελίας, όπως ήθελε ο Διονύσιος Α' να τον ονομάζουν, και με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ' (393-370). Ακόμα και με τους βασιλείς της Αιγύπτου, που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία της χώρας τους από τους Πέρσες, διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις.

Εναντίον των Σπαρτιατών ξεσηκώθηκαν πρώτοι οι Θηβαίοι. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, που ανταπέδιδαν τη βοήθειά τους στην ανατροπή των Τριάκοντα τυράννων, έδιωξαν τη φρουρά από την πόλη τους και ανασυγκρότησαν τη συμμαχία τους με τους υπόλοιπους Βοιωτούς. Ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή έπαιξε ο Πελοπίδας, που από τότε εκλεγόταν κάθε χρόνο άρχοντας. Στη συνέχεια οι Αθηναίοι απευθύνθηκαν στους παλαιούς τους συμμάχους και τους προσκάλεσαν να αγωνιστούν υπέρ της κοινής ελευθερίας. Πολλοί ανταποκρίθηκαν αμέσως, και όλοι μαζί συγκρότησαν ένα συνέδριον, δηλαδή κοινό συμβούλιο, που συνερχόταν στην Αθήνα. Κάθε πόλη ήταν αυτόνομη και είχε μία ψήφο. Για να αποφευχθούν τα σφάλματα του παρελθόντος, οι Αθηναίοι δεσμεύτηκαν να μην καταχρώνται τη γη των συμμάχων τους και να μην καλλιεργούν κτήματα έξω από την Αττική. Στο συνέδριο προσήλθαν σύντομα περισσότερες από εβδομήντα πόλεις. Έτσι, το 377 η Β' Αθηναϊκή Συμμαχία ήταν έτοιμη να παίξει μαζί με τους Θηβαίους ενεργητικό ρόλο. (Το καταστατικό της συμμαχίας αυτής σώζεται αποσπασματικά σε μαρμάρινη επιγραφή.) Μια από τις πρώτες ενέργειες των Αθηναίων ήταν η συνεργασία με τον βασιλιά της Αιγύπτου, ο οποίος τους θεώρησε καλύτερους συμμάχους από τους Σπαρτιάτες στον αγώνα εναντίον των Περσών.

Οι Σπαρτιάτες αντέδρασαν αμέσως και προσπάθησαν να ανακτήσουν τη Θήβα. Αλλά τους περίμενε μια έκπληξη. Οι Θηβαίοι, με στρατηγό τον Πελοπίδα, έδειξαν αποφασισμένοι όχι μόνο να τους αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης, αλλά και να τους νικήσουν - μολονότι διέθεταν τους μισούς μόνο άνδρες. Την ίδια ακριβώς εποχή, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες, για πρώτη φορά μετά τις Αργινούσες, σε δύο σημαντικές ναυμαχίες: έξω από τη Νάξο, με αρχηγό τον Χαβρία, και έξω από τη Λευκάδα, με αρχηγό τον Τιμόθεο, τον γιο του Κόνωνα.

Καθώς οι πόλεμοι μεταξύ των ελληνικών πόλεων συνεχίζονταν με αυξανόμενη ένταση, ο Αρταξέρξης ανέλαβε πρωτοβουλίες για να επαναφέρει την ειρήνη που είχε συμφωνηθεί. Σε μια από τις πολλές προσπάθειες συγκατατέθηκαν οι πάντες, εκτός από τους Θηβαίους. Στο πρακτικό που συντάχθηκε ήθελαν να περιληφθούν όλοι μαζί οι Βοιωτοί, αλλά οι Σπαρτιάτες θεώρησαν ότι η απαίτηση αυτή καταστρατηγούσε τον όρο της αυτονομίας των πόλεων. Ο εκπρόσωπος των Θηβαίων Επαμεινώνδας, ένας ικανός στρατηγός με φιλοσοφική κατάρτιση, έθεσε με τη σειρά του θέμα αυτονομίας των οικισμών της Λακωνίας, όπου κατοικούσαν οι περίοικοι.

Οι Σπαρτιάτες ανέθεσαν στον βασιλιά τους Κλεόμβροτο (380-371) να εκστρατεύσει εναντίον των Θηβαίων και να επιβάλει με τη βία τους όρους της ειρήνης. Μια μεγάλη μάχη δόθηκε το 371 στα Λεύκτρα, πολύ κοντά στις Πλαταιές: από τη μια πλευρά οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους με πολλαπλάσια δύναμη, από την άλλοι οι Βοιωτοί. Όλοι σχεδόν θεωρούσαν ότι το αποτέλεσμα ήταν προκαθορισμένο υπέρ των Σπαρτιατών. Ακόμη και οι στρατηγοί των Βοιωτών, οι βοιωτάρχαι, μοιράστηκαν: ο Επαμεινώνδας και δύο ακόμη επέμεναν να δοθεί μάχη, οι άλλοι τρεις πίστευαν ότι έπρεπε να αποσυρθούν. Τελευταία στιγμή έφτασε ο Πελοπίδας, που συντάχθηκε με τον Επαμεινώνδα. Αλλά και οι Βοιωτοί στρατιώτες ήταν φοβισμένοι. Έπαιρναν ωστόσο θάρρος από χρησμούς, ένας από τους οποίους έλεγε ότι οι Λακεδαιμόνιοι πρέπει να νικηθούν εκεί όπου βρισκόταν το μνήμα των παρθένων. Σύμφωνα με την παράδοση, πρεσβευτές των Σπαρτιατών είχαν βιάσει στον τόπο εκείνο παρθένες, και αυτές, πριν αυτοκτονήσουν, είχαν καταραστεί την πατρίδα των βιαστών. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: οι Σπαρτιάτες είχαν ταπεινώσει τους Έλληνες και τους ανέμενε για αυτό σκληρή τιμωρία.

Ο Ξενοφών περιέγραψε τη μάχη στα Λεύκτρα με αρκετές λεπτομέρειες. Παρακολουθούσε άλλωστε τα πολεμικά γεγονότα της εποχής από πολύ κοντά. Ήξερε έτσι τις μεγάλες αδυναμίες του σπαρτιατικού ιππικού, που την εποχή εκείνη ήταν άθλιο, διότι τα άλογα τα συντηρούσαν οι πλούσιοι, ενώ τα ίππευαν οι ασθενέστεροι πολεμιστές, χωρίς να έχουν μάλιστα ασκηθεί. Δεν πρόσεξε ωστόσο ότι οι Θηβαίοι εφάρμοσαν ένα νέο στρατήγημα, που αποδίδεται στον Επαμεινώνδα. Όπως βεβαιώνουν άλλοι ιστορικοί, η φάλαγγά τους είχε λοξή διάταξη. Η μεγάλη δύναμη ήταν συγκεντρωμένη από τη μία πλευρά, επιτρέποντας την εύκολη περικύκλωση του εχθρού. Επρόκειτο, καθώς φαίνεται, για μια τελειοποιημένη εκδοχή της τακτικής που είχαν ακολουθήσει οι Αθηναίοι στη μάχη του Μαραθώνα. Ο Ξενοφών δεν απέδωσε επίσης καμία σημασία στην παρουσία του ἱεροῦ λόχου των Θηβαίων, που είχε αρχηγό τον Πελοπίδα. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι η θηβαϊκή αυτή επινόηση ενός σώματος 300 οπλιτών που μάχονταν κατά ζεύγη υπήρξε καθοριστική. Τα ζεύγη αυτά τα αποτελούσαν άνδρες που, καθώς λεγόταν, συνδέονταν με ερωτική φιλία και ήταν αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρι θανάτου ο ένας για τον άλλο. Το επίλεκτο αυτό σώμα ονομαζόταν και λόχος τῆς πόλεως, επειδή η πόλη παρείχε στους άνδρες τροφή και κατοικία.

Στη μάχη που ακολούθησε οι Βοιωτοί πέτυχαν περιφανή νίκη. Από τους περίπου 1.000 Σπαρτιάτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα που είχαν απομείνει συνολικά, στη μάχη είχαν αποσταλεί 700 ικανοί πολεμιστές και από αυτούς σκοτώθηκαν περίπου 300 - μαζί με 1.000 συμμάχους τους. Έπεσε επίσης ο βασιλιάς Κλεόμβροτος - ο πρώτος Σπαρτιάτης βασιλιάς, από όσο είναι γνωστό, εκτός από τον Λεωνίδα, που σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης.

Η είδηση της μεγαλύτερης καταστροφής που είχαν υποστεί οι Σπαρτιάτες σε πεζομαχία έφτασε στην πόλη τους την τελευταία μέρα των γυμνοπαιδιῶν. Στην εορτή αυτή τα παιδιά χόρευαν γυμνά και εκτελούσαν γυμναστικές ασκήσεις. Ο ανδρικός χορός βρισκόταν μάλιστα στη σκηνή. Οι έφοροι δεν διέκοψαν τον εορτασμό ούτε επέτρεψαν στον χορό να σταματήσει. Συνέστησαν απεναντίας στις γυναίκες να υπομείνουν τη συμφορά σιωπηλές. Οι πάντες αντιλαμβάνονταν ότι η ζημιά που είχαν υποστεί ήταν ανεπανόρθωτη. Το πρώτο και άμεσο μέλημά τους ήταν αν θα εφάρμοζαν τον νόμο που απαιτούσε τον στιγματισμό όσων δεν είχαν πολεμήσει γενναία. Εάν τον εφάρμοζαν, θα έμεναν χωρίς πολεμιστές, εάν τον αθετούσαν θα παραβίαζαν το πάτριο πολίτευμα. Την υπόθεση ανέλαβε να διευθετήσει ο βασιλιάς Αγησίλαος, που ανακοίνωσε ότι την ημέρα εκείνη οι νόμοι έπρεπε να κοιμηθούν. Από την επόμενη θα ήταν και πάλι σε ισχύ.

Χωρίς σαφή ηγεσία ικανή να επιβάλει την τάξη, πολλές Ελληνικές πόλεις βρήκαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Παντού σχεδόν εκδηλώνονταν στάσεις, δηλαδή αιματηρές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Με ιδιαίτερη βιαιότητα αντέδρασαν οι δημοκρατικοί στο Άργος, όταν αντιλήφθηκαν ότι γινόταν απόπειρα ανατροπής της δημοκρατίας. Περισσότεροι από 1.200 εξέχοντες και πάμπλουτοι πολίτες εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Έντονες ήταν οι εξελίξεις και σε πόλεις όπου οι Σπαρτιάτες είχαν στηρίξει ολιγαρχικά πολιτεύματα. Η αδυναμία στην οποία είχαν περιέλθει οι εχθροί τους ενθάρρυνε τους δημοκράτες να ανατρέψουν και συχνά να φονεύσουν τους ολιγαρχικούς. Οι σύμμαχοι εγκατέλειπαν πλέον τους Σπαρτιάτες μαζικά, και οι εχθροί τους συνασπίζονταν για να τους αποτελειώσουν.

Έναν χρόνο μετά από τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Επαμεινώνδας και οι Θηβαίοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, επικεφαλής ενός μεγάλου συνασπισμού στον οποίο συνέπρατταν πάνδημοι οι Αρκάδες, οι Ηλείοι και οι Αργείοι. Συνολικώς μετείχαν περίπου 70.000 άνδρες, οπλίτες και ελαφρά οπλισμένοι, αλλά επίσης και άοπλοι με αποκλειστικό σκοπό την αρπαγή. Οι εχθροί έφτασαν στην ατείχιστη Σπάρτη και απειλούσαν την ίδια της την ύπαρξη. Για πρώτη φορά οι Σπαρτιάτισσες είδαν με τα μάτια τους εχθρικό καπνό. Η πόλη ήταν ανάστατη, και οι αρχές αναγκάστηκαν να εκτελούν τους συνωμότες, ακόμη και όταν ήταν πολίτες, χωρίς δίκη. Πολλοί περίοικοι και είλωτες δραπέτευαν προς τον εχθρό. Χωρίς συμμάχους και χωρίς δικούς της οπλίτες, η πόλη κατέφυγε για βοήθεια στους εσωτερικούς της εχθρούς, τους είλωτες. Έξι χιλιάδες δήλωσαν πρόθυμοι να συνδράμουν με δέλεαρ την ελευθερία τους, αλλά και αυτοί πρόβαλαν περισσότερο ως απειλή παρά ως συμπολεμιστές.

Παρά τη μεγάλη υπεροχή του στρατού του, ο Επαμεινώνδας επέλεξε να μην εισέλθει στην πόλη. Ήξερε ότι οι λιγοστοί υπερασπιστές της ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν και ότι θα προξενούσαν μεγάλη ζημιά στους εισβολείς. Πέτυχε ωστόσο κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Απέσπασε από τη Σπάρτη τη Μεσσηνία και επανίδρυσε τη Μεσσήνη (αρχικά με την ονομασία Ιθώμη), που βρισκόταν στον έλεγχο των Σπαρτιατών για αιώνες. Στη νέα πόλη, που έγινε αμέσως δεκτή από τους άλλους Έλληνες ως ισότιμη, έσπευσαν να κατοικήσουν όλοι οι είλωτες της περιοχής και, μαζί με αυτούς, φυγάδες που βρίσκονταν διάσπαρτοι στη Σικελία, την Κάτω Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική. Οι κάτοικοί της ισχυρίζονταν ότι είχαν διασώσει μνήμες από το μακρινό παρελθόν και ότι μπορούσαν να επανιδρύσουν λατρείες ξεχασμένες από την εποχή της δωρικής κατάκτησης. Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως μια πόλη σχεδιασμένη από την αρχή, με εξαίρετη οχύρωση, περίβλεπτα κτίρια και πλήθος επιγραφές.

Λίγο αργότερα ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη, σε μια τεχνητή προσπάθεια να ενωθεί η Αρκαδία γύρω από ένα μεγάλο αστικό κέντρο που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στη σπαρτιατική επεκτατικότητα προς τον βορρά. Οι αρκαδικές πόλεις έστειλαν επίσημους οικιστές, ενώ πληθυσμοί από πολλές κώμες, που βρίσκονταν σε χαλαρή πολιτική οργάνωση στην κεντρική Αρκαδία, πείστηκαν ή εξαναγκάστηκαν να συνδράμουν το εγχείρημα με μετοικεσία. Λίγο νωρίτερα, άλλωστε, οι Αρκάδες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Λακεδαιμόνιους (στην πρώτη επιτυχία τους μετά τα Λεύκτρα). Η προσπάθεια πολιτικής ένωσης των διάσπαρτων οικισμών της Αρκαδίας δεν θα είχε τελεσφορήσει χωρίς τη θερμή υποστήριξη του Επαμεινώνδα.

Ο Ελληνικός κόσμος βρισκόταν σε κατάσταση αναδιοργάνωσης, και όλοι όφειλαν να χαράξουν την πορεία τους με βάση τα καινούργια δεδομένα. Οι Θηβαίοι ανοίχτηκαν σε νέους πολέμους εναντίον του Αλεξάνδρου των Φερών, που είχε διαδεχθεί τον Ιάσωνα και προτιμούσε τη φιλία των Αθηναίων. Στη συνέχεια στράφηκαν για συνεργασία στον νέο βασιλιά της Μακεδονίας, τον Αλέξανδρο Β' (370-368/9), που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Αμύντα Γ'. Επιστρέφοντας στην πόλη του, ο Πελοπίδας είχε μαζί του ως όμηρο τον αδελφό του Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο (που έμελλε να γίνει και ο ίδιος βασιλιάς). Με τις επιτυχίες τους οι Θηβαίοι έγιναν συνομιλητές του Πέρση βασιλιά, που έκρινε ότι αυτοί εξυπηρετούσαν πλέον τα συμφέροντά του καλύτερα. Το 367 ο Πελοπίδας βρέθηκε στα Σούσα, όπου συμφωνήθηκε με τον Αρταξέρξη η ανανέωση της ειρήνης, αυτή τη φορά με τους όρους της Θήβας. Η Μεσσήνη, παρά τις αντιρρήσεις της Σπάρτης, αναγνωρίστηκε επίσημα ως ελεύθερη πόλη.

Οι Σπαρτιάτες συνέχισαν να δέχονται σταθερά τη συνδρομή του Διονυσίου των Συρακουσών, αλλά είχαν ανάγκη και από νέους συμμάχους. Στράφηκαν έτσι για συνεργασία στους παλαιούς, μεγάλους τους αντίπαλους. Παρά τις συγκρούσεις του παρελθόντος, οι Αθηναίοι έκριναν ότι δεν τους συνέφερε η συντριβή της Σπάρτης και συμφώνησαν να τη βοηθήσουν.

Τις φιλικές σχέσεις της Αθήνας με τη Σπάρτη έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Διονύσιος, για να διακριθεί επιτέλους ως ποιητής. Έχοντας υποστεί πολλές αποτυχίες, το 367 βραβεύτηκε στα Λήναια για μια τραγωδία που είχε γράψει ο ίδιος. Είχε μόλις ηττηθεί για μια ακόμη φορά από τους Καρχηδόνιους, αλλά προτίμησε να εορτάσει την ποιητική του νίκη και πέθανε στο γλέντι από την υπερβολή χαρά. Για τον θάνατό του λεγόταν ότι ήταν σαν θεατρικό τέλος μιας μεγάλης τραγωδίας.

Το 364 ο Πελοπίδας νίκησε ξανά τον Αλέξανδρο των Φερών, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη. Τέτοια ήταν η δόξα του, ώστε οι Θεσσαλοί σύμμαχοι των Θηβαίων τού πρόσφεραν τη λαμπρότερη κηδεία που αξιώθηκε πολεμιστής έξω από την πόλη του. Εκτός από τους Θηβαίους, που εκδικήθηκαν σύντομα τον θάνατό του, εναντίον του Αλεξάνδρου στράφηκε λίγο αργότερα και η γυναίκα του, που τον σκότωσε μαζί με τα αδέλφια της. Τον αγώνα των Θηβαίων συνέχισε σχεδόν μόνος του ο Επαμεινώνδας.

Το 362 ο Επαμεινώνδας εισέβαλε πάλι στην Πελοπόννησο και προσπάθησε για μία ακόμη φορά να εισέλθει στην ανοχύρωτη Σπάρτη. Την πόλη έσωσε και πάλι ο Αγησίλαος, πολεμώντας τους Θηβαίους από τις στέγες των σπιτιών με τα παιδιά και τους γέροντες, και στα στενά δρομάκια με τους ελάχιστους ενήλικες που είχαν απομείνει. Ο Επαμεινώνδας νίκησε ωστόσο τους Σπαρτιάτες στη Μαντίνεια. Με το στρατόπεδο των Βοιωτών πολεμούσαν οι Ευβοείς, οι Θεσσαλοί, οι Αργείοι, οι Μεσσήνιοι και άλλοι. Με το στρατόπεδο των Σπαρτιατών πολεμούσαν οι Αθηναίοι και άλλοι. Οι Αρκάδες ήταν μοιρασμένοι. Η μάχη ήταν σκληρή, και ο Επαμεινώνδας υποχρεώθηκε να εκτεθεί προσωπικά περισσότερο από ό,τι συνηθιζόταν για στρατηγούς. Σε μια συμπλοκή τραυματίστηκε σοβαρά και αποσύρθηκε από τη μάχη. Πριν ξεψυχήσει ρώτησε, όπως όφειλε κάθε γενναίος πολεμιστής, αν είχε σωθεί η ασπίδα του· ύστερα, αν είχε κερδίσει τη μάχη.

Σε ηλικία 84 ετών ο βασιλιάς Αγησίλαος εξακολουθούσε να αγωνίζεται για να διασώσει ό,τι απέμενε από την πόλη του. Την είχε παραλάβει στη μεγαλύτερη ακμή της και την παρέδιδε ταπεινωμένη και αμελητέα. Για να εξασφαλίσει χρήματα, επέλεξε να συνδράμει ως μισθοφόρος τον Αιγύπτιο στρατηγό Τάχω, που εξακολουθούσε να πολεμά τον Πέρση βασιλιά. Η υπόθεση δεν εξελίχθηκε καλά, και ο Αγησίλαος αναγκάστηκε να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του στασιαστή Νεκτάναβη, που αυτοαναγορεύτηκε βασιλιάς της Αιγύπτου. Έστω και έτσι, συγκέντρωσε κάποια χρήματα, που εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απαραίτητα στην πόλη του. Δεν πρόλαβε ωστόσο να τα παραδώσει ο ίδιος, καθώς πέθανε στο δρόμο της επιστροφής το 360, έχοντας βασιλέψει για 40 χρόνια. Τον επόμενο χρόνο πέθανε και ο Αρταξέρξης Β' ύστερα από 46 χρόνια στην εξουσία. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ώχος, που πήρε και αυτός το όνομα του πατέρα του και βασίλεψε ως Αρταξέρξης Γ' (359-338).

Μετά από τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Ξενοφών υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον Σκιλλούντα. Η σχέση του με τους Αθηναίους είχε πλέον αποκατασταθεί και μπορούσε να επιστρέψει στην πόλη του - μολονότι ενδέχεται να προτίμησε την Κόρινθο ως τόπο μόνιμης διαμονής. Στη μάχη της Μαντίνειας, όπου οι Αθηναίοι πολέμησαν στο πλευρό των Σπαρτιατών, σκοτώθηκε ο γιος του Γρύλλος, πολεμώντας γενναία με προτροπή του πατέρα του. Ο Ξενοφών συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Σε μία από τις εργασίες του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Πόροι ἤ Περὶ προσόδων υπέδειξε στους Αθηναίους με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδά τους.

Στους συνεχείς πολέμους της εποχής οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν εξαντλήσει τα αποθέματά τους. Για να καλύψουν τις πιεστικές ανάγκες τους στρέφονταν όλο και συχνότερα στον Πέρση βασιλιά, όπως επίσης στη λεηλασία και στον εξανδραποδισμό των εχθρών τους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά βρίσκονταν διαθέσιμοι ως δούλοι σε αφθονία ύστερα από κάθε σχεδόν πολεμική σύγκρουση. Ο Ξενοφών πίστευε ότι η Αθήνα όφειλε να αναζητήσει μονιμότερες λύσεις για την ανόρθωση των οικονομικών της. Ιδιαίτερο βάρος απέδωσε στην εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου. Όπως θυμούνταν οι πάντες, με το αργυρομετάλλευμά τους οι Αθηναίοι είχαν ναυπηγήσει τον στόλο της Σαλαμίνας και είχαν χρηματοδοτήσει τα δημόσια οικοδομήματα στην Πεντηκονταετία.

Η πόλη αποκόμιζε έσοδα από τα μεταλλεία ενοικιάζοντας τις γαίες σε ιδιώτες. Αυτοί με τη σειρά τους έκαναν τις αναγκαίες επενδύσεις για να ανακαλύπτουν νέες φλέβες μεταλλεύματος και για την εξόρυξη του αργύρου. Τα κέρδη που απέμεναν ήταν δικά τους. Οι εύποροι Αθηναίοι πάλι, που δεν επιθυμούσαν να έχουν τη φροντίδα τέτοιου είδους εργασιών, αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη με άλλο, ασφαλέστερο τρόπο. Προμηθεύονταν με τα κεφάλαιά τους μεγάλους αριθμούς δούλων, τους οποίους μίσθωναν στους διαχειριστές των μεταλλείων με την ημέρα. Ο στρατηγός Νικίας, για παράδειγμα, που χάθηκε στη Σικελική Εκστρατεία, διέθετε 1.000 τέτοιους δούλους· άλλοι είχαν 600, άλλοι 300.

Οι συνθήκες εργασίας των δούλων σε τέτοιου είδους εργασίες ήταν πολύ σκληρές. Στις ανθυγιεινές σήραγγες των μεταλλείων του Λαυρίου, με τον τεχνητό φωτισμό και τον ανεπαρκή αερισμό, το προσδόκιμο ζωής των δούλων ήταν πολύ χαμηλό. Οι συνεχείς απώλειες έπρεπε να καλύπτονται με νέες αγορές. Ελπίδες για απελευθέρωση δεν υπήρχαν. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το Λαύριο είχε βρεθεί απροστάτευτο και χιλιάδες δούλοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. Πολλοί συνελήφθησαν και ξαναπουλήθηκαν στη Θήβα σε χαμηλές τιμές, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της πόλης. Μετά τον πόλεμο τα μεταλλεία υπολειτουργούσαν.

Ο Ξενοφών ήταν της γνώμης ότι η εκμετάλλευση των μεταλλείων στο Λαύριο μπορούσε να τεθεί σε νέα βάση. Τα αποθέματα έμοιαζαν αστείρευτα, αλλά δεν υπήρχαν ιδιώτες πρόθυμοι να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις. Η δική του πρόταση ήταν να αναλάβει η πόλη τον ρόλο των ιδιωτών. Οι δούλοι θα έπρεπε να αγοραστούν από το δημόσιο ταμείο και να πολλαπλασιάζονται, μαζί με τα έσοδα. Επίσης, τις δαπάνες για αναζήτηση μεταλλεύματος, που δεν ήταν πάντα επικερδείς, όφειλαν να τις αναλάβουν οι δέκα φυλές. Για μεγαλύτερη μάλιστα ασφάλεια, οι δούλοι έπρεπε να στιγματίζονται με τη σφραγίδα του δημοσίου, ώστε να μην τολμά κανείς να τους σφετεριστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου