ἐντόνως ὁ καρκίνος
610 τοῦ ξενοδαιτυμόνος· πυρὶ γὰρ τάχα
φωσφόρους ὀλεῖ κόρας.
ἤδη δαλὸς ἠνθρακωμένος
615 κρύπτεται ἐς σποδιάν, δρυὸς ἄσπετον
ἔρνος. ἀλλ᾽ ἴτω Μάρων, πρασσέτω,
μαινομένου ᾽ξελέτω βλέφαρον
Κύκλωπος, ὡς πίηι κακῶς.
620 κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον
ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω,
Κύκλωπος λιπὼν ἐρημίαν·
ἆρ᾽ ἐς τοσόνδ᾽ ἀφίξομαι;
610 τοῦ ξενοδαιτυμόνος· πυρὶ γὰρ τάχα
φωσφόρους ὀλεῖ κόρας.
ἤδη δαλὸς ἠνθρακωμένος
615 κρύπτεται ἐς σποδιάν, δρυὸς ἄσπετον
ἔρνος. ἀλλ᾽ ἴτω Μάρων, πρασσέτω,
μαινομένου ᾽ξελέτω βλέφαρον
Κύκλωπος, ὡς πίηι κακῶς.
620 κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον
ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω,
Κύκλωπος λιπὼν ἐρημίαν·
ἆρ᾽ ἐς τοσόνδ᾽ ἀφίξομαι;
***
ΧΟΡ. Γεμάτα απ᾽ τον λαιμό θα τον αρπάξειτον αφιλόξενον ανθρωποφάγο η πυράγρα·
610το μάτι του, που βλέπει φως, θα του το φάει η φλόγα.
Κρυμμένος μες στην ανθρακιά τον περιμένει
κλάδος πελώριος από δρυ,
615δαυλί πυρακτωμένο.
Εμπρός, θεούλη του κρασιού, έλα, προχώρα,
ξερίζωσε του λυσσασμένου Κύκλωπα το μάτι·
ξινό και μαύρο θενα του βγει το κρασί.
620Κι εγώ τον Βάκχο μου στεφανωμένο με κισσό,
που τόσο μου ᾽χει λείψει, να τον ξανάβρω λαχταρώ,
να φύγω από τούτη την κυκλώπεια ερημιά.
Άραγε θά ᾽ρθει, θα φανεί άραγε κείνη η μέρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου