Πρέπει να έρθει κάποτε η στιγμή που η προσωπική μας εξέλιξη θα λάβει υπόψη της και τους άλλους, η στιγμή που θα πάψουμε να χρεώνουμε σε τρίτους τις ματαιώσεις και τη μονοτονία της ζωής μας.
Υποστηρίζω ότι πρέπει να γενικεύσουμε την «καλή συμπεριφορά» σπάζοντας την αλυσίδα των «κακών συμπεριφορών», που οι ψυχοθεραπευτές συνηθίζουν να αποκαλούν «μεταφορά».
Κακομεταχειρίζομαι τη γυναίκα μου επειδή μου φέρθηκε άσχημα το αφεντικό μου, που θύμωσε με μια αδέσποτη γάτα που τον γρατσούνισε το βράδυ στο δρόμο.
Εκείνη, θυμωμένη και αδύναμη, τα βάζει με τον νεαρό που φέρνει στο σπίτι το καλάθι με τα ψώνια. Αυτός, για να ξεσπάσει, δίνει μια κλοτσιά σε μια γάτα που περνάει απ’ το δρόμο, κι η γάτα γρατσουνίζει τον πρώτο άνθρωπο που την πλησιάζει…
Οι Έλληνες λένε ότι είναι εύκολο να θυμώνεις, αλλά να θυμώνεις με το κατάλληλο πρόσωπο, την κατάλληλη στιγμή και με την κατάλληλη ένταση, είναι ίδιον των σοφών…
Μπορεί στις μέρες μας να πρέπει να είναι κανείς σοφός για να μπορεί ν’ αποφεύγει – χωρίς να επηρεάζεται και να εξοργίζεται – τις κατάρες που του ρίχνουν όσοι ζουν θυμωμένοι με την ίδια τους την ύπαρξη, αναζητώντας συμμέτοχους στην πίκρα τους.
Κάποτε σ’ ένα χωριό ζούσε ένας κουρέας, γνωστός για την κακή του διάθεση. Η πικρόχολη στάση και η απαισιοδοξία του είχαν γίνει παροιμιώδεις, αλλά καθώς ήταν το μοναδικό κουρείο στο χωριό, ήταν όλοι πελάτες του.
Μια μέρα, ένας πελάτης του λέει όλο ενθουσιασμό ότι πρόκειται να πάει ταξίδι στην Ευρώπη.
«Στην Ευρώπη;» λέει ο κουρέας πατώντας μια βαθιά ψαλιδιά στα μαλλιά του πελάτη.
«Τι πας να κάνεις στην Ευρώπη; Εκεί, όλα είναι παλιά και σκονισμένα. Όσο για τον κόσμο… Οι Γάλλοι είναι αντιπαθητικοί, οι Γερμανοί παγεροί, οι Βέλγοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα, οι Σουηδοί… άσε… ας μη μιλήσουμε για τους Σουηδούς.»
«Ναι, αλλά… εγώ, αυτό που θέλω, είναι να πάω κυρίως στην Ιταλία.»
«Στην Ιταλία; Πώς σου ήρθε αυτό; Στην Ιταλία τα πάντα είναι μπερδεμένα, κανείς δε σου δίνει σημασία, έχει παντού ερείπια και δε σ’ αφήνουν ν’ αγγίξεις τίποτα, να κοιτάξεις τίποτα, να περπατήσεις πουθενά.»
«Να… με γοητεύει η ιδέα να πάω στη Ρώμη, στο Βατικανό, να δω τον Πάπα πριν…». «Να δεις τον Πάπα;» αντεπιτίθεται ο κουρέας.
«Έχεις ιδέα πώς είναι η πλατεία του Αγίου Πέτρου; Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πατείς με πατώ σε, που κοιτάνε κάτι παραθυράκια σ’ ένα παμπάλαιο κτίριο.
Ξαφνικά, ανοίγει ένα παράθυρο και κάποιος σου λέει πως αυτό το λευκό σημαδάκι στο βάθος που καλά καλά δεν μπορείς ούτε να το διακρίνεις, είναι ο Πάπας… Για κάνε μου τη χάρη… Να πάει κανείς εκεί πέρα γι’ αυτή τη βλακεία… Τι ανοησία!».
Ο πελάτης αποφασίζει να μην ξαναμιλήσει. Μόλις τελειώνει το κούρεμα, χαιρετάει και φεύγει. Τρεις μήνες αργότερα, ο πελάτης κάθεται ξανά στην πολυθρόνα του κουρέα.
Αυτός τον ρωτάει σαρκαστικά: «Λοιπόν, τι νέα από την Ευρώπη;». «Η αλήθεια είναι… Πρέπει να παραδεχτώ ότι σε πολλά είχες δίκιο» του λέει ο άνδρας σκύβοντας το κεφάλι.
«Φτάνοντας στην Αγγλία, μου είχαν χάσει τις βαλίτσες… Οι Γάλλοι επέμεναν να μην καταλαβαίνουν ούτε τα ισπανικά ούτε τ’ αγγλικά μου, και για να συμπληρωθεί το κακό, στο Βέλγιο είχαν ξεχάσει την κράτησή μου, κι εγώ βρέθηκα στις Βρυξέλλες μες στη νύχτα χωρίς ξενοδοχείο.»
Στο πρόσωπο του κουρέα έχει ήδη σχηματιστεί ένας μορφασμός ικανοποίησης.
«Και τα ίδια, σίγουρα, και στην Ιταλία» λέει τελικά, για να θερίσει καρπούς. «Ναι, τα !δια και στην Ιταλία» παραδέχεται ο πελάτης.
«Φτάνοντας στο Βατικανό, περίμενα να δω να συμβαίνουν όλα αυτά που είχες προβλέψει.»
«Και;» ρωτάει ο κουρέας κατεβάζοντας το ψαλίδι.
«Έγινε κάτι απίστευτο… Ενώ ήμασταν στην πλατεία, ο Άγιος Πατέρας βγήκε στο παράθυρο…».
«Ναι… η λευκή κουκκίδα στο παράθυρο…».
«Ναι… όμως, ξαφνικά, έγινε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει… Ο Πάπας έκανε ένα νεύμα στους καρδινάλιους, κι όλοι είδαμε έκπληκτοι την Αγιότητά του να κατεβαίνει στην πλατεία. Είχε αποφασίσει να βγει από τα διαμερίσματά του και να περπατήσει μέσα στον κόσμο. Δε φαντάζεσαι τη συγκίνησή μας… Μπορεί και να τον βλέπαμε από κοντά.»
«Για να λέμε την αλήθεια, σταθήκατε τυχεροί. Έτσι δεν είναι;» λέει ο κουρέας σχεδόν δυσαρεστημένος. «Η αλήθεια είναι πως ναι. Πόσο μάλλον, που καταλαβαίνω πως έρχεται ολόισια προς το πλήθος των ανθρώπων όπου στεκόμουν κι εγώ…».
«Φαντάζομαι το σπρώξιμο απ’ όλους εκείνους που… πατείς με πατώ σε… μες στο χαμό… ».
«Καθόλου, γιατί, προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Πάπας σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου. Σαν να είχε κατέβει μόνο και μόνο για να με συναντήσει… Το διανοείσαι; Λες κι από κει ψηλά είχε δει εμένα.»
«Τι μου λες; Ο Πάπας αυτοπροσώπως;» λέει ο κουρέας με μια γκριμάτσα που προδίδει καθαρή δυσαρέσκεια.
«Ναι… αυτοπροσώπως» συνεχίζει ο πελάτης.
«Και;» ρωτάει ο κουρέας.
«Ο Πάπας, λοιπόν, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ…».
«Τι σου είπε ο Πάπας;»
Αυτήν ακριβώς τη στιγμή περίμενε ο πελάτης.
Μ’ ένα πλατύ χαμόγελο απ’ το ένα αυτί ως το άλλο, του απαντάει:
«Ο Ποντίφικας μου είπε: “Fίgliο mίο, σε ποιο ζώο πήγες και κουρεύτηκες;».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου