Μονόγραμμα είναι ένα γράμμα ή και ο συνδυασμός δύο γραμμάτων που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία μιας σφραγίδας. Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές μας, ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1979) Οδυσσέας Ελύτης (πατρώνυμο: Αλεπουδέλλης, 1911-1996), είχε την έμπνευση να χρησιμοποιήσει την λέξη αυτή ως τίτλο σε ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Μπορούμε, λοιπόν, να σκεφτούμε ότι με τον τίτλο εννοεί είτε τα αρχικά του ονόματος της αγαπημένης του είτε τον συνδυασμό των αρχικών ονομάτων του ζευγαριού σε μια σφραγίδα του έρωτα, που ενώνει για πάντα δύο αγαπημένους.
Ο Ελύτης το συνθέτει τα χρόνια 1969-1971 κατά τη διαμονή του στο Παρίσι και καταφέρνει, στα 60 του χρόνια, να γράψει ένα ποίημα γεμάτο νεανικότητα, ένταση και πάθος· μια ωδή στον έρωτα.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια ερωτική τραγωδία· έναν μεγάλο έρωτα, ένα αίσθημα που ξεπερνάει τα συνηθισμένα, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπο με την κατακραυγή του κόσμου. Η κοπέλα, μην αντέχοντας την κοινωνική επίθεση, αυτοκτονεί. Ενώ ο ποιητής παρουσιάζει την ιστορία πολύ περιγραφικά και ζωντανά, καλύπτοντας όλες τις εκφάνσεις του ερωτικού συναισθήματος, αφήνει ελλειπτικά τα περισσότερα στοιχεία, έτσι ώστε να επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες και να μπορεί ο αναγνώστης ευκολότερα να ταυτιστεί με τον ποιητή. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζουμε για ποιον λόγο η κοινωνία δεν αποδέχεται τον έρωτά τους ούτε γνωρίζουμε με ποιον τρόπο ακριβώς αυτοκτονεί η κοπέλα. Το ότι αυτοκτονεί, ωστόσο, γίνεται σαφές με την αναφορά στην Οφηλία, την τραγική ηρωίδα του Σαίξπηρ που αυτοκτονεί απ’ την αγάπη της για τον Άμλετ. Έτσι, θρηνώντας την αγαπημένη του, ο ποιητής ξεκινάει έναν συνταρακτικό μονόλογο:
Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς;– για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
Ούτε στην ζωή ούτε στον θάνατο θα την ξεχάσει, πάντα θα θρηνεί για εκείνη και θα είναι μόνος στον Παράδεισο, όπου ο αγνός έρωτάς του θα τον στείλει αλλά χωρίς εκείνη, αφού με την πράξη της αυτοκτονίας δε μπορεί να διεκδικήσει την θέση της εκεί.
Ɪ
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου
Η πρώτη στροφή ξεκινάει με την άρνηση του ποιητή να αποδεχτεί ό,τι έχει γίνει· υποστηρίζει ότι με τη δύναμη που έχει η αγάπη τους δεν γίνεται παρά να αλλάξει η Μοίρα τα γραμμένα και να επιφέρει και την συγκατάθεση του καιρού· να γυρίσει πίσω ο χρόνος κι ό,τι έχει γίνει να αναιρεθεί, να αντιστραφεί, ξανασμίγοντας το ζευγάρι.
Ο ουρανός θα παρουσιάσει την ιστορία τους, θα φανερώσει την αθωότητα του έρωτά τους, που τόσο κατακρίθηκε από τον κόσμο κι αυτή η αδικία θα τον χτυπήσει με τη δύναμη που έχει ο θάνατος.
ꞮꞮ
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Εδώ θρηνεί τη ζωή και το μέλλον, που μοιάζει σκοτεινό χωρίς εκείνη. Έχει, βέβαια, τις ωραίες αναμνήσεις, όμως ο βαθύς πόνος του τον κάνει να αμφιβάλλει και γι’ αυτές.
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα μια στη μουσική
Οπτικοακουστικές εικόνες αγάπης που αναπαράγονται σαν παραίσθηση του μυαλού του· τα σώματά τους σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους, ο χτύπος των βαρκών μεταξύ τους και οι κιθάρες (των οποίων ο ήχος χανόταν κάτω από το νερό) δημιουργούσαν τη μουσική του έρωτα.
Λόγια ερωτευμένων (πίστεψε με, μη) που είτε τα έλεγαν οι δυο τους κι ακούγονταν στον αέρα είτε τα έβρισκαν στη μουσική, στα ερωτικά τραγούδια που άκουγαν μαζί.
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράκτες
Σαν μικρά ζώα που θέλουν να ανεβαίνουν το ένα πάνω στο άλλο για να παίζουν, έτσι και τα ερωτικά παιχνίδια, έτσι και τα χέρια των ερωτευμένων που συνεχώς αποζητούν να αγγίζονται και δε θέλουν να μένουν στιγμή μακριά. Εξακολουθούν οι εικόνες· η γλάστρα με τη δροσιά στις αυλές απ’ όπου περνούσαν μαζί· το καλοκαίρι, η θάλασσα, η αλμύρα στα σώματά τους κολλημένη να τους ακολουθεί όπου πήγαιναν, πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τους φράχτες, και το όμορφο μωβ λουλούδι, η ανεμώνη.
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, την Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Την γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Ακόμα αμφιβάλλει, εάν είναι αλήθεια ή αποκυήματα του πόνου του αλλά τα υμνεί, την κάθε λεπτομέρεια, την κάθε μικρή στιγμή μαζί της, ό,τι είδαν που τώρα που έφυγε αποκτά μια ιδιαίτερη αξία.
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος
Εικόνα που φανερώνει τον πόνο που νιώθει· το παιδί που κρατάει το λιβάνι και τον κόκκινο ματωμένο σταυρό στη δύση του ήλιου φανερώνει ικεσία πιθανόν για να ελαφρύνει ο πόνος του, το πένθος που νιώθει για εκείνη, που, όταν την άγγιξε πρώτη φορά, όταν άγγιξε το ρούχο της, ένας ολόκληρος κόσμος του φανερώθηκε.
ꞮꞮꞮ
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό σου πόδι μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Στην τρίτη ενότητα το παρελθόν γίνεται παρόν. Ο ποιητής κερδίζει σε παραστατικότητα με τον ενεστώτα και δείχνει άρνηση· ζει τον έρωτά του στο τώρα. Και τόση δύναμη έχει αυτή η αγάπη, τόση δύναμη του δίνει ώστε να ξεπερνά το ανθρώπινο μέτρο, κάνοντας πράγματα ακατόρθωτα. Μπορεί να είναι στη φαντασία του, αλλά δείχνει τη θέλησή του να κάνει τ’ αδύνατα δυνατά για εκείνη, θέληση που χαρακτηρίζει τους πολύ ερωτευμένους ανθρώπους.
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Ερωτική πράξη, το καλοκαίρι, στον όρμο της θάλασσας, πάνω στην άμμο με μάρτυρες τα κύματα και το ζευγάρι να γίνεται ένα, πάντα αγαπημένοι, πάντα μαζί, να μη μπορούν να ζήσουν ο ένας χωρίς τον άλλον· να εξαρτώνται ο ένας από τον άλλον, όπως το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα κι εγώ η σκιά που το μεγαλώνει
Το γερτό πατζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
Η αλληλοσυμπλήρωση είναι βασικό χαρακτηριστικό του έρωτα κι αυτό μας δείχνει εδώ ο ποιητής, παρουσιάζοντάς μας πράγματα που εκ των πραγμάτων συνδέονται, βοηθούν το ένα τ’ άλλο στην εξέλιξή του· έτσι ακριβώς όπως κι οι ερωτευμένοι, άπαξ και βρεθούν, υπάρχουν μόνο ο ένας για τον άλλον. Στο σ’ αγαπώ, με την επανάληψη, δίνεται έμφαση για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το βάθος των συναισθημάτων του και με το νόμισμα καταδεικνύεται η αξία που έχει η κοπέλα για εκείνον και η λατρεία με την οποία είναι δοσμένος στον έρωτά του.
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτα άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τα’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα
Εικόνες και αναμνήσεις από τις στιγμές τους να βαριανασαίνουν ξαπλωμένοι μες στην νύχτα, έχοντας τριγύρω τη θάλασσα και τον ουρανό για ταβάνι, τον κατακλύζουν. Έχοντας πια χαθεί εκείνος μόνος του μέσα σε ένα δωμάτιο, έχει μείνει μόνο με αυτές τις αναμνήσεις που του προκαλούν τόσο πόνο ώστε να ξεχειλίζει και να φωνάζει. Όμως, ένας τόσο δυνατός έρωτας δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Είναι πιο πάνω απ’ όσο μπορούν να αντέξουν οι άνθρωποι, δεν είναι ακόμα έτοιμοι γι’ αυτό το αίσθημα, είναι νωρίς να το αποδεχτούν για να μπορέσει να μιλάει γι’ αυτό ελεύθερα.
ꞮV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Σε αυτό ακριβώς το σημείο κορυφώνεται το ποίημα, με την ευθύτητα του β’ ενικού και τον σπαρακτικό θρήνο του ποιητή. Ξεκινάει, νιώθοντας την ανάγκη να της εξηγήσει γιατί δεν αποδεχόταν ο κόσμος τον έρωτά τους, παρομοιάζοντάς τους με τέρατα (απότοκο της οργής που νιώθει), ανίκανα να τους κατανοήσουν. Χαμένο αίμα δικό του είναι το δικό της που κύλησε, όταν αυτοκτόνησε με το μαχαίρι, σαν την αγνή, αθώα Οφηλία (γι’ αυτό και το λευκό νυφικό), που αυτοκτόνησε από πίκρα για τον Άμλετ (Σαίξπηρ). Θρηνεί ο ποιητής, δεν πιστεύει πως παρά την αγάπη που νιώθει για εκείνη τον άφησε και έφυγε. Ποιος θα την προστατεύει τώρα που εκείνος δε μπορεί;
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καταστροφή προβλέπει ο ποιητής, που θα πεθάνουν και θα θαφτούν μαζί. Θα χρειαστεί να περάσουν, όμως, χιλιάδες χρόνια, έως ότου να είναι έτοιμοι οι άνθρωποι να αντιληφθούν την αδικία, το λάθος στο οποίο υπέπεσαν, κρίνοντας τόσο αυστηρά την αγάπη τους, και σε μια προσπάθεια να το διορθώσουν και να εξαγνίσουν τις ψυχές τους θα τους υμνήσουν και θα τους αναπαύσουν στη θάλασσα, η οποία συνδέεται άμεσα με τις πράξεις του έρωτά τους.
Αυτό εννοεί, λέγοντας ότι ο χρόνος είναι μια εκκλησία, θα τους γιατρέψει εντέλει κι ας μετράει τώρα ένα ένα τα πάθη του. Θα τους γιατρέψει και θα τους δικαιώσει, όπως τους Αγίους των οποίων το αληθινό δάκρυ προέρχεται από τη συγκίνηση του πόσο δίκαιος ήταν ο καθαγιασμός τους, αφού ήταν πάντοτε αγνοί. Από την εκκλησία συνειρμικά φτάνει στον δικό του θάνατο ως αποτέλεσμα του πόνου που νιώθει. Τον θάνατο που τον στέλνει στον Παράδεισο, όμως δεν τον θέλει, γιατί εκείνη δεν θα είναι μαζί του. Ή κι οι δυο μαζί, λοιπόν, στον Παράδεισο ή κανένας. Χώρια δε θα ζήσουν, δε μπορεί να χωριστεί ένας τόσο δυνατός έρωτας που όμοιός του ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει ξανά, γιατί δε γίνεται.
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στην μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει –ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλον, ποιος φωνάζει –ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Ο κηπουρός είναι ο έρωτας, οι χειμώνες κι οι βοριάδες οι αντίξοες συνθήκες της εποχής, που μέσα σ’ αυτές κανένας άλλος έρωτας σαν τον δικό τους δεν έχει γεννηθεί, τόσο δυνατός που να κάνει τ’ ακατόρθωτα. Σπαρακτικά φωνάζει, της φωνάζει, της μιλάει, δεν αντέχει τον πόνο που νιώθει· μα αυτή δεν μπορεί πια να τον ακούσει.
V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Με την φράση που ξεκινά την πέμπτη ενότητα, ο ποιητής θέλει να μας πει ότι από παλιά, μια ζωή την περίμενε, εκείνη πάντα ήθελε. Κι, όταν την βρήκε, ήταν τόσο μαγική, αποτελούσε για εκείνον ένα μυστήριο που είχε ανάγκη, για να την κατανοήσει, να μιλήσει με σοφές παραμάνες, που έχουν γνώση πάνω στους ανθρώπους με τόσα παιδιά που μεγαλώνουν. Να μιλήσει με πολεμιστές που έχουν γυρίσει από το πεδίο της μάχης και έχουν γλυτώσει τους κινδύνους του πολέμου για να τον συμβουλεύσουν. Γιατί τόσο έντονο αίσθημα εμπεριέχει τόσο μεγάλο κίνδυνο. Την γνωρίζει και κινδυνεύει, μαγεύεται και φοβάται την άγρια ομορφιά της, το πόσο άπιαστη, σαν το νερό, είναι. Αλλά αυτό που φοβάται περισσότερο απ’ όλα είναι ότι εκείνος, που ποτέ δεν έχει αποζητήσει την αγάπη κι από παντού χάνεται σαν τον άνεμο, ξαφνικά έλκεται σαν μαγνήτης από εκείνη.
Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Μα το μυστήριο παρέμενε, απλησίαστη γυναίκα. Στο ποίημα μπαίνουν κι εικόνες από τη γενέτειρα του Ελύτη, την Κρήτη. Κανείς, λοιπόν, δεν ήξερε να του πει κάτι για αυτήν παρά ήταν γραφτό τους, θέλημα να αγαπηθούν.
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν ιερή πράξη περιγράφει ο ερωτευμένος τις στιγμές που αγγίζει το πρόσωπό της, τα μαλλιά της. Τόσο προσεχτικά αγγίζει το σώμα της που τρέμει μην του φύγει έτσι όπως έχει μάθει να ζει μόνο του, πανέμορφο σαν το πεύκο, υπερήφανο. Διάφανος βυθός, γιατί όλα τα μυστικά της του αποκαλύφθηκαν εντέλει, ζώντας την, ζώντας μαζί της στο ίδιο σπίτι, το παλιό, με τα παλιά έπιπλα, όπου την περιμένει να φανεί. Για ακόμα μια φορά μας λέει πόσο ιερή είναι για εκείνον που την βλέπει να ‘ρχεται σαν έφιππος Άγιος και πόσο φοβερή η στιγμή που επιτέλους γυρνάει σπίτι, σαν να ήρθε επιτέλους η Ανάσταση.
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Η θελκτική αυτή η γυναίκα είναι βγαλμένη από άλλη εποχή, έχει το μυστήριο αυτό που προανέφερε, που κανείς δεν είχε δει, δεν είχε ακούσει. Όμως είχε μια λάμψη ατελείωτη, μεγάλη, κι ας ήταν της Μοίρας γραμμένο να είναι η ζωή της μικρή.
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
Για εκείνη μόνο ο ποιητής γνωρίζει, ίσως και η μουσική ως πηγή συναισθημάτων που προσπαθεί να τη διώξει για να μην τον πονάει, αλλά ποτέ δεν το καταφέρνει αυτό άνθρωπος, γιατί η σύνδεση του συναισθήματος με τη μουσική είναι τόσο έντονη που δε μπορείς να την παραβλέψεις. Για εκείνη γνωρίζει μόνο το στήθος που προσπαθεί να φτάσει στη δική της τελειότητα, αλλά και η μυρωδιά που ξυπνάει όλες του τις αναμνήσεις, του θυμίζει το χώμα (πηγή της ζωής), τα περιστέρια (ελευθερία) και την αρχαία γη, την ιερή, απ’ όπου θεωρεί ότι προέρχεται η υπέροχη γυναίκα του.
VꞮ
Έχω δει πολλά και η γη μέσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας
Αν και έχει ζήσει κι έχει δει πολλά, τίποτα δε συγκρίνεται με την ομορφιά που έχει αποκτήσει τώρα ο κόσμος, απ’ όταν την γνώρισε. Αυτό κάνει ο έρωτας· σου ομορφαίνει την ψυχή, σε γεμίζει ευτυχία κι όλα γύρω φαίνονται καλύτερα. Όπου έχει αγγίξει, όπου έχει περάσει, μόνο επειδή υπάρχει, έχει ομορφύνει τον κόσμο.
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να ‘χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί
Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Αυτή την ομορφιά επειδή την γνώρισε, επειδή την κοίταξε, δε θέλει στη ζωή τίποτε άλλο. Είναι τόσο υπέροχο, τόσο αγνό αυτό το αίσθημα που εξαγνίζει ό,τι κακό υπήρξε στον κόσμο πριν από εκείνη. Έτσι, ερωτευμένος, ευτυχισμένος, αφήνεται ολότελα σ’ αυτό το ολοκαίνουριο γι’ αυτόν συναίσθημα.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμαι εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!
Φτάνοντας προς το τέλος κι έχοντας ολοκληρώσει το στάδιο της άρνησης, μετά του θυμού, του θρήνου, ο ποιητής περνάει στο στάδιο της αποδοχής του θανάτου της. Κρατάει τις καλές αναμνήσεις, νιώθει ευγνώμων που τουλάχιστον τις έζησε μαζί της και γι’ αυτό είναι νικητής. Ας φύγει, λοιπόν, αφού αυτό θέλει, κι ας τον αφήσει μόνο. Εκείνος θα είναι ο κόσμος της που θα την πενθεί που χάθηκε τόσο νέα. Εκείνη θα πάρει μαζί της τα όμορφα λόγια του. Παράδεισος είναι αυτό που έζησαν μαζί, αλλά ας μείνει μοναδικό για να μη χρειαστεί να γευτεί κανένας άλλος τον τόσο δυνατό πόνο που ένας τέτοιος έρωτας συνεπάγεται.
VꞮꞮ
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο
Ολοκληρώνοντας το αριστούργημά του, ο Ελύτης δίνει στην αγαπημένη του μια υπόσχεση για το μέλλον. Διατηρεί μέσα του την ελπίδα να ξανασυναντηθούν, να την βρει τελικά στον Παράδεισο. Για εκεί κάνει όνειρα, με τους δυο τους να έχουν τη δυνατότητα να ξαπλώσουν πάλι μαζί. Η πόρτα θα ‘ναι μικρή να μη χωράει να μπει κανένας άλλος κι έτσι να ζουν αιώνια τον έρωτά τους ανενόχλητοι.
Επανέρχεται, όμως, γρήγορα, αντιλαμβανόμενος πως αυτό δε μπορεί να γίνει. Εκείνη σαν άνθρωπος που ήταν (συμβολισμός με το νερό) θα χαθεί κι εκείνος μόνος του στον Παράδεισο θα ‘χει κρατήσει ένα κομμάτι της στην ψυχή του να την θυμάται. Τα έντονα συναισθήματα που του προκάλεσε αυτή η επαναφορά, την απελπισία, τον πόνο, τα έχει όλα συσσωρεύσει σε μια ηχώ, σε μια κραυγή και την έχει ρίξει στα πιο βαθιά σημεία του χρόνου έτσι ώστε ποτέ να μην την ξεχάσει. Ποτέ να μην ξεχάσει την αλήθεια του έρωτά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου