Aπό την πείρα μου, έμαθα ότι η κατάσταση της μόνιμης ανάγκης, το αίσθημα της έλλειψης που μας ωθεί στην αναζήτηση του άλλου για την αποκατάσταση της ολότητας, αντιπροσωπεύει για τον άνθρωπο μια συνεχή υπόσχεση για διαφοροποίηση και αλλαγή. Όλοι όσοι έχουν την τύχη να ερωτευτούν, συνειδητοποιούν τη μεταμόρφωση που έχει συντελεστεί όταν βγουν από τη συγκεκριμένη ερωτική εμπειρία, ενώ όσο διαρκεί απλώς τη διαισθάνονται.
Πρέπει να πούμε όμως ότι χρειάζεται και λίγο θάρρος, γιατί η υπόσχεση για πλήρωση κρύβει και τον κίνδυνο της αποτυχίας. Μπορεί τη δεδομένη στιγμή να προκύψει κάτι που θα παρεμποδίσει τη μεταμόρφωσή μου και τότε ο άλλος, από «ζωντανή υπόσχεση» γίνεται ζωντανή μαρτυρία της αδυναμίας μου να μεταμορφωθώ. Αυτό είναι και το πιο ανησυχητικό σημείο, γιατί η διάψευση της στιγμιαίας, έστω, ελπίδας για αλλαγή, είναι βαριά κληρονομιά. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να αντέχουμε τη στέρηση.
Πιστεύω πως η αποδοχή της έλλειψης είναι ένα άλλο δομικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όλη μας η ζωή είναι ένας αγώνας για να συλλάβουμε εκείνο το κάτι που μας διαφεύγει και για να μπορέσουμε να αγωνιστούμε πρέπει να μάθουμε να κουβαλάμε στις πλάτες μας το βάρος της απουσίας του άλλου.
Πιστεύω πως καμιά θεραπεία, καμιά εμπειρία δεν βοηθάει να απαλλαγούμε από το βάρος του κενού που ο έρωτας υπόσχεται να γεμίσει. Όταν πιστέψουμε ότι το κενό έχει απαλειφθεί, το πιο πιθανό είναι ότι ξεγελούμε τον εαυτό μας.
Πραγματικά, όσο κι αν ο άλλος ανταποκρίνεται στην επιθυμία μας, η ανάγκη για ολότητα είναι τόσο μεγάλη που τίποτε δεν μπορεί να την ικανοποιήσει πραγματικά. Το πεπρωμένο πάνω στο οποίο δομείται η ζωή μας, είναι να μάθουμε να υπομένουμε τη στέρηση και την απογοήτευση για τον άνθρωπο που έχουμε κοντά μας. Όποιος κι αν είναι αυτός, ό,τι κι αν αντιπροσωπεύει ή έχει αντιπροσωπεύσει για μας, εκφράζει μια απουσία.
Μπορούμε να πούμε ότι κάθε ερωτική διάσταση φέρνει επί σκηνής ένα μύθο. Κάθε φορά που βιώνουμε μια τέτοια εμπειρία, «σκηνοθετούμε» κάτι: τη χαμένη ολότητα που παραπέμπει σε πρώιμες στιγμές της ύπαρξής μας ή τη λεγόμενη επιθυμία πλήρωσης και –γεγονός ακόμη πιο οδυνηρό-την ετοιμότητά μας να ανανεώσουμε αυτήν την αίσθηση του κενού.
Αν η επιθυμία είναι εξ ορισμού ανικανοποίητη, όταν αγαπούμε ξανανιώθουμε έντονα το αίσθημα της μοναξιάς. Μέσα μας υπάρχει μια τάση προς την ολότητα, προς την τελειότητα, σε σημείο που για κάποιους ανθρώπους, για τους μυστικιστές λόγου χάρη, η ιδανική αγάπη στρέφεται προς το φαντασιακό Θεό και όχι προς τα επίγεια πλάσματα. Με λύπη φτάνουμε σε τέτοια συμπεράσματα, γιατί είναι σαφές ότι μοιραία προσπαθούμε να έχουμε αυταπάτες. Εκ των πραγμάτων όμως η ερωτική διάσταση είναι μια εμπειρία απουσίας και η απουσία συνδέεται με τη νοσταλγία.
Νομίζω ότι η νοσταλγία και το αίσθημα απουσίας του άλλου συμπίπτουν με το νόημα της ζωή μας. Είναι σαν να νιώθουμε διαρκώς ανικανοποίητοι, ανεξάρτητα από το τι έχουμε επιτύχει. Ενώ αυτό που μας κινητοποιεί είναι το αίσθημα του απεριόριστου, εκείνα που αποκτάμε είναι πεπερασμένα κι έτσι, ακόμη και τη στιγμή που κοιταζόμαστε στα μάτια με τον άνθρωπο που αγαπούμε, διαβάζουμε στα βλέμματά μας τη νοσταλγία.
Και στη ζωή και στην ερωτική διάσταση, η ανάγκη μάς σπρώχνει μπροστά, αλλά η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ, γιατί όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες μας. Ο άνθρωπος στην αδιάκοπη περιπλάνησή του, όμοια με του Οδυσσέα, παραμένει αιωνίως πικραμένος από την εμπειρία του, αλλά το ανικανοποίητο είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να ωριμάσει. Ξέρουμε πως η προσωπικότητά μας αναπτύσσεται μόνο υπό την ώθηση αυτού που μας λείπει. Η ενηλικίωση συνδέεται και με την τεράστια επιθυμία να αποκτήσουμε αυτό που όταν ήμαστε παιδιά μάς ήταν απαγορευμένο.
Θα έλεγα ότι, από μια άποψη, είμαστε τυχεροί που η διάσταση της παιδικότητας δεν εξαλείφεται εντελώς. Αυτό το αιώνιο, το παιδικό ανικανοποίητο μας επιτρέπει, ή μάλλον μας «αναγκάζει» να είμαστε διαφορετικοί.
Αυτό που, μ’ άλλα λόγια, εκφράζεται με την ετοιμότητα να δεχτούμε καινούργιες ιδέες κι απρόβλεπτες καταστάσεις, μας δίνει και τη δυνατότητα για νέες ανακαλύψεις.
Όταν δεν μπορούμε να δεχτούμε την απουσία του άλλου, τότε ενεργοποιείται η φαντασία μας. Αρχίζουμε να νιώθουμε την ανθρώπινη διάστασή μας, βλέπουμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε εντελώς καινούργια πράγματα που δεν θα είχαμε υποψιαστεί καν ότι υπήρχαν, αν είχαμε μείνει με την αυταπάτη ότι η ανάγκη είχε εκπληρωθεί.
Να γιατί οι ερωτικές σχέσεις είναι τόσο επώδυνες. Να γιατί δεν υπάρχει σχέση που να μην μας εμποδίζει να νιώσουμε ότι μπορούμε να ωριμάζουμε και δεν υπάρχει ερωτική σχέση που να μην είναι φορτισμένη με πόνο.
Ακόμη κι όταν νομίζουμε πως είμαστε ικανοποιημένοι, κατά βάθος ξέρουμε πως αυτό είναι αυταπάτη. Κάτι υπάρχει που διαψεύδει τις προσδοκίες μας, νιώθουμε αόριστα ότι η απατηλή εκείνη ικανοποίηση μας εμποδίζει να μεγαλώσουμε πραγματικά. Ο έρωτας που προσφέρουμε και ο έρωτας που αρνούμαστε είναι επώδυνη όσο και γόνιμη πηγή δυσαρέσκειας.
Ο Νοβάλις έλεγε ότι η πλάνη είναι κάτι θεμελιώδες για την ψυχή μας. Πρέπει να μπορούμε να έχουμε αυταπάτες, γιατί μόνο μέσα από τα λάθη βαδίζουμε προς εκείνο που ονομάζουμε «αλήθεια».
Αν δεν ονειρευόμαστε καθώς βιώνουμε την ερωτική μας διάσταση, η πραγματικότητά μας ως όντα που παίρνουν υποκειμενική θέση απέναντι στον άλλο δε θα μπορέσει να βγει στην επιφάνεια, γιατί θα νομίζουμε για αληθινό και πραγματικό κάτι που δεν είναι. Η μόνη περιοχή στην οποία μπορούμε να αναγνωρίζουμε με αυθεντικό τρόπο τον εαυτό μας είναι η ψυχική μας ατομικότητα που δημιουργεί την πραγματικότητα του έρωτα.
Το χάρισμα και το προνόμιο του ποιητή είναι να δέχεται τις αντιφάσεις της ζωής και του εαυτού του, ενώ ο άνθρωπος της επιστήμης, ως γνωστόν, δεν επιτρέπει στον εαυτό του τέτοια πολυτέλεια. Όσο για μας που έχουμε επιλέξει τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, η αντίφαση είναι ένα σταθερό και βαθιά ριζωμένο στοιχείο στο ίδιο το αντικείμενο της μελέτης μας, την πραγματικότητα της ψυχικής ζωής.
Ο άνθρωπος έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με την «αμφιθυμία», δηλαδή την αντιφατικότητα των αισθημάτων. Εκφράσεις όπως «θέλω και δεν θέλω», «σε μισώ και σ’ αγαπώ», «με έλκεις και με απωθείς», είναι οι μόνες που μπορούν να περιγράψουν σωστά μεγάλο μέρος της συναισθηματικής μας ζωής.
Η ιδανική κατάσταση για να καταλάβουμε καλύτερα έναν άνθρωπο, να γνωρίσουμε βαθύτερα την ψυχολογία του, δεν είναι τόσο το πώς αντιδρά σε ακραίες καταστάσεις έντασης και άγχους που συντελούν στο να «πέσουν οι μάσκες», όσο το πώς δέχεται το γεγονός ότι ο έρωτας τον καθιστά τρωτό.
Η περιοχή των αισθημάτων είναι η πιο δύσκολη και το πρόβλημα που περισσότερο μας ανησυχεί είναι η σοβαρή εμπλοκή μας. Εμπλοκή που σημαίνει συμμετοχή στην εσωτερική ζωή ενός άλλου ανθρώπου, τη στιγμή που ακριβώς μια παρόμοια εμπειρία από το μακρινό παρελθόν μας, ξεχασμένη ίσως, άφησε το στίγμα της, μας «εμβολίασε», μας κατέστησε κατά κάποιο τρόπο απρόσβλητους, μη διαθέσιμους.
Μια αποτύπωση στο χώρο των συναισθημάτων μάς έσπρωξε να ζούμε κάτω από τον αστερισμό του πανικού όλες τις επόμενες αισθηματικές εμπειρίες και μας έμαθε μια για πάντα ότι η μόνη σωτηρία –ακριβώς όπως εκείνη της πρώτης φοράς- είναι να αποκτήσουμε «ψυχολογική αυτονομία».
Κάθε φορά που παρασυρόμαστε σοβαρά σε μια βαθιά σχέση, γευόμαστε το δίχως άλλο τη μοναξιά και διαβλέπουμε πως η μόνη σωτηρία μας είναι μια περαιτέρω ψυχική εξέλιξη που οδηγεί ακριβώς στην ψυχική ανεξαρτησία.
Που όσο κι αν η τελευταία είναι επιθυμητή, έχει πολύ υψηλό τίμημα, αφού προϋποθέτει την απώλεια κάθε αυταπάτης για την ίδια τη σχέση. Όταν φτάσει κανείς σ’ αυτήν τη μορφή ωριμότητας, ξέρει ότι δεν πρέπει να περιμένει τίποτε πλέον από τους άλλους.
Μπροστά το υπαρξιακό αδιέξοδο μόνο μία στάση υπάρχει: εκείνη που μας επιτρέπει να δημιουργούμε διαρκώς τη ζωή μας. Στην πραγματικότητα είμαστε ελεύθεροι μόνο όταν δεχτούμε την πιθανότητα να παραμείνουμε για πάντα ανικανοποίητοι.
Όταν, ενήλικες πλέον, κάνουμε το «γύρο του κόσμου» για να ξαναβρούμε την καρδιά μας και να δώσουμε περιεχόμενο στην ψυχική μας ζωή, αυτό που μας περιμένει δεν είναι η Εδέμ, αλλά οι αντιφάσεις και οι δυσκολίες της επίγειας ζωής.
Θα έλεγα ότι προσεγγίζουμε το «παράδοξο», την ικανότητα να καταλάβουμε πράγματα που πριν μας ήταν αδιανόητα. Πρόκειται για μια οριακή κατάσταση όπου ο κόσμος γίνεται πιο διάφανος.
Γι’ αυτό οι σοφοί προς το τέλος της ζωής τους αποτραβιούνται στη μοναξιά. Δεν έχει όμως νόημα να αποτραβηχτούμε στα βουνά, αν δεν έχουμε περάσει πρώτα από τα παράδοξα και τις αντιφάσεις αυτού του κόσμου.
Το σημαντικό στη διάρκεια του ταξιδιού είναι ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνουμε να δώσουμε νόημα σε όλα αυτά, μέσα από έναν ευανάγνωστο κώδικα και μια κατανοητή γλώσσα. Τότε το «παράδοξο» γίνεται κυρίαρχος παράγοντας και φορέας της ίδιας της ζωής.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου