Ὦ τοῦδ᾽ Ἀχαιῶν κοίρανοι κοινοῦ στρατοῦ,
ὁρᾶτε τήνδε θυσίαν, ἣν ἡ θεὸς
προύθηκε βωμίαν, ἔλαφον ὀρειδρόμον;
ταύτην μάλιστα τῆς κόρης ἀσπάζεται,
1595 ὡς μὴ μιάνῃ βωμὸν εὐγενεῖ φόνῳ.
ἡδέως τε τοῦτ᾽ ἐδέξατο, καὶ πλοῦν οὔριον
δίδωσιν ἡμῖν Ἰλίου τ᾽ ἐπιδρομάς.
πρὸς ταῦτα πᾶς τις θάρσος αἶρε ναυβάτης,
χώρει τε πρὸς ναῦν· ὡς ἡμέρᾳ τῇδε δεῖ
1600 λιπόντας ἡμᾶς Αὐλίδος κοίλους μυχοὺς
Αἴγαιον οἶδμα διαπερᾶν. ἐπεὶ δ᾽ ἅπαν
κατηνθρακώθη θῦμ᾽ ἐν Ἡφαίστου φλογί,
τὰ πρόσφορ᾽ ηὔξαθ᾽, ὡς τύχοι νόστου στρατός.
πέμπει δ᾽ Ἀγαμέμνων μ᾽ ὥστε σοι φράσαι τάδε,
1605 λέγειν θ᾽ ὁποίας ἐκ θεῶν μοίρας κυρεῖ
καὶ δόξαν ἔσχεν ἄφθιτον καθ᾽ Ἑλλάδα.
ἐγὼ παρὼν δὲ καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ὁρῶν λέγω·
ἡ παῖς σαφῶς σοι πρὸς θεοὺς ἀφίπτατο.
λύπης δ᾽ ἀφαίρει καὶ πόσει πάρες χόλον·
1610 ἀπροσδόκητα δὲ βροτοῖσι τὰ τῶν θεῶν,
σώζουσί θ᾽ οὓς φιλοῦσιν. ἦμαρ γὰρ τόδε
θανοῦσαν εἶδε καὶ βλέπουσαν παῖδα σήν.
ΧΟ. ὡς ἥδομαί τοι ταῦτ᾽ ἀκούσασ᾽ ἀγγέλου·
ζῶν δ᾽ ἐν θεοῖσι σὸν μένειν φράζει τέκος.
1615 ΚΛ. ὦ παῖ, θεῶν τοῦ κλέμμα γέγονας;
πῶς σε προσείπω; πῶς δ᾽ οὐ φῶ
παραμυθεῖσθαι τούσδε μάτην μύθους,
ὥς σου πένθους λυγροῦ παυσαίμαν;
ΧΟ. καὶ μὴν Ἀγαμέμνων ἄναξ στείχει,
τούσδ᾽ αὐτοὺς ἔχων σοι φράζειν μύθους.
1620 ΑΓΑ. γύναι, θυγατρὸς ἕνεκ᾽ ὄλβιοι γενοίμεθ᾽ ἄν·
ἔχει γὰρ ὄντως ἐν θεοῖς ὁμιλίαν.
χρὴ δέ σε λαβοῦσαν τόνδε μόσχον νεαγενῆ
στείχειν πρὸς οἴκους· ὡς στρατὸς πρὸς πλοῦν ὁρᾷ.
1625 καὶ χαῖρε· χρόνια γε τἀμά σοι προσφθέγματα
Τροίηθεν ἔσται. καὶ γένοιτό σοι καλῶς.
ΧΟ. χαίρων, Ἀτρείδη, γῆν ἱκοῦ Φρυγίαν,
χαίρων δ᾽ ἐπάνηκε,
1629 κάλλιστά μοι σκῦλ᾽ ἀπὸ Τροίας ἑλών.
***
1590 Και με χαρά μεγάλη λέει ο Κάλχας:«Των Παναχαιών πολέμαρχοι, το θύμα
βλέπετε αυτό, το λάφι το βουνίσιο,
που το ᾽βαλε η θεά μπρος στο βωμό της;
Δέχεται κάλλιο αυτό παρά την κόρη,
μη μολυνθεί ο βωμός μ᾽ ανθρώπινο αίμα.
Το ᾽λαβε με χαρά και μας χαρίζει
καλό ταξίδι και εισβολή στην Τροία.
Θάρρος λοιπόν όλ᾽ οι άντρες, και τραβήξτε
για τα καράβια· σήμερα είν᾽ ανάγκη
1600 ν᾽ αφήσουμε τον κόρφο της Αυλίδας,
του Αιγαίου για να περάσουμε το κύμα.»
Κι όταν καλά μες στου Ήφαιστου τη φλόγα
κάηκε όλο το σφαχτό, για το ταξίδι
εδεήθη του στρατού, σαν που είναι η τάξη.
Εμένα ο Αγαμέμνονας με στέλνει
να τα ιστορήσω, να σου πω ποιά μοίρα
οι θεοί στην κόρη δίνουνε, ποιά δόξα,
που αμάραντη θα μείνει στην Ελλάδα.
Και λέω εκείνο που είδα: το κορίτσι
στους θεούς έχει πετάξει, δίχως άλλο.
Μη θλίβεσαι· το χόλιασμα παράτα
που για τον άντρα σου είχες· όσα κάνουν
1610 οι θεοί, αναπάντεχα είναι στους ανθρώπους,
κι εκείνους που αγαπούνε τους γλιτώνουν.
Η μέρα η σημερνή την κόρη σου είδε
και να πεθαίνει και να ζει όμως πάλι.
Ο αγγελιοφόρος φεύγει.
ΚΟΡ. Χαρά μού δίνει τούτο το μαντάτο·
η κόρη σου στα ουράνια λέει πως μένει.
ΚΛΥ. Ποιός να σ᾽ άρπαξε, κόρη μου, εσένα θεός;
Να ονομάσω σε πώς;
Αλλά πάλι μπορώ να μην πω
παρηγόριας πως κούφια είναι λόγια όλ᾽ αυτά,
το βαρύ για ν᾽ αφήσω αυτό πένθος για σε;
ΚΟΡ. Αλλά να, ο Αγαμέμνονας έρχετ᾽ εδώ ο βασιλιάς,
1620 που μπορεί να σου πει τί έχει γίνει.
ΑΓΑ. Η κόρη μας, γυναίκα μου, μας κάνει
καλότυχους, γιατί στων θεών τους κύκλους,
αλήθεια, μπήκε. Εσύ να πάρεις πρέπει
το τρυφερό μας βρέφος και στο σπίτι
πάλι να πας· γιατί ο στρατός το νου του
τον έχει στο ταξίδι. Τώρα χαίρε·
θα περάσει καιρός, ώσπου απ᾽ την Τροία
πίσω να ᾽ρθω, για να σου πω άλλο χαίρε.
Και σου εύχομαι καλά να ᾽ρθει για σένα.
ΚΟΡ. Γιε του Ατρέα, στη Φρυγία με χαρά και να πας
και ξανά με χαρά να γυρίσεις, αφού
πάρεις λάφυρα πλούσια απ᾽ την Τροία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου