Τοῦ μεγίστου ἄρα ἀγαθοῦ τῇ πόλει αἰτία ἡμῖν πέφανται ἡ κοινωνία τοῖς ἐπικούροις τῶν τε παίδων καὶ τῶν γυναικῶν.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
Καὶ μὲν δὴ καὶ τοῖς πρόσθεν γε ὁμολογοῦμεν· ἔφαμεν γάρ που οὔτε οἰκίας τούτοις ἰδίας δεῖν εἶναι οὔτε γῆν οὔτε [464c] τι κτῆμα, ἀλλὰ παρὰ τῶν ἄλλων τροφὴν λαμβάνοντας, μισθὸν τῆς φυλακῆς, κοινῇ πάντας ἀναλίσκειν, εἰ μέλλοιεν ὄντως φύλακες εἶναι.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχ, ὅπερ λέγω, τά τε πρόσθεν εἰρημένα καὶ τὰ νῦν λεγόμενα ἔτι μᾶλλον ἀπεργάζεται αὐτοὺς ἀληθινοὺς φύλακας, καὶ ποιεῖ μὴ διασπᾶν τὴν πόλιν τὸ ἐμὸν ὀνομάζοντας μὴ τὸ αὐτὸ ἀλλ᾽ ἄλλον ἄλλο, τὸν μὲν εἰς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν ἕλκοντα ὅτι ἂν δύνηται χωρὶς τῶν ἄλλων κτήσασθαι, [464d] τὸν δὲ εἰς τὴν ἑαυτοῦ ἑτέραν οὖσαν, καὶ γυναῖκά τε καὶ παῖδας ἑτέρους, ἡδονάς τε καὶ ἀλγηδόνας ἐμποιοῦντας ἰδίων ὄντων ἰδίας, ἀλλ᾽ ἑνὶ δόγματι τοῦ οἰκείου πέρι ἐπὶ τὸ αὐτὸ τείνοντας πάντας εἰς τὸ δυνατὸν ὁμοπαθεῖς λύπης τε καὶ ἡδονῆς εἶναι;
Κομιδῇ μὲν οὖν, ἔφη.
Τί δέ; δίκαι τε καὶ ἐγκλήματα πρὸς ἀλλήλους οὐκ οἰχήσεται ἐξ αὐτῶν ὡς ἔπος εἰπεῖν διὰ τὸ μηδὲν ἴδιον ἐκτῆσθαι πλὴν τὸ σῶμα, τὰ δ᾽ ἄλλα κοινά; ὅθεν δὴ ὑπάρχει [464e] τούτοις ἀστασιάστοις εἶναι, ὅσα γε διὰ χρημάτων ἢ παίδων καὶ συγγενῶν κτῆσιν ἄνθρωποι στασιάζουσιν;
Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη, ἀπηλλάχθαι.
Καὶ μὴν οὐδὲ βιαίων γε οὐδ᾽ αἰκίας δίκαι δικαίως ἂν εἶεν ἐν αὐτοῖς· ἥλιξι μὲν γὰρ ἥλικας ἀμύνεσθαι καλὸν καὶ δίκαιόν που φήσομεν, ἀνάγκην σωμάτων ἐπιμελείᾳ τιθέντες.
Ὀρθῶς, ἔφη.
[465a] Καὶ γὰρ τόδε ὀρθὸν ἔχει, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτος ὁ νόμος· εἴ πού τίς τῳ θυμοῖτο, ἐν τῷ τοιούτῳ πληρῶν τὸν θυμὸν ἧττον ἐπὶ μείζους ἂν ἴοι στάσεις.
Πάνυ μὲν οὖν.
Πρεσβυτέρῳ μὴν νεωτέρων πάντων ἄρχειν τε καὶ κολάζειν προστετάξεται.
Δῆλον.
Καὶ μὴν ὅτι γε νεώτερος πρεσβύτερον, ἂν μὴ ἄρχοντες προστάττωσιν, οὔτε ἄλλο βιάζεσθαι ἐπιχειρήσει ποτὲ οὔτε τύπτειν, ὡς τὸ εἰκός. οἶμαι δ᾽ οὐδὲ ἄλλως ἀτιμάσει· ἱκανὼ γὰρ τὼ φύλακε κωλύοντε, δέος τε καὶ αἰδώς, αἰδὼς μὲν ὡς [465b] γονέων μὴ ἅπτεσθαι εἴργουσα, δέος δὲ τὸ τῷ πάσχοντι τοὺς ἄλλους βοηθεῖν, τοὺς μὲν ὡς ὑεῖς, τοὺς δὲ ὡς ἀδελφούς, τοὺς δὲ ὡς πατέρας.
Συμβαίνει γὰρ οὕτως, ἔφη.
Πανταχῇ δὴ ἐκ τῶν νόμων εἰρήνην πρὸς ἀλλήλους οἱ ἄνδρες ἄξουσι;
Πολλήν γε.
Τούτων μὴν ἐν ἑαυτοῖς μὴ στασιαζόντων οὐδὲν δεινὸν μή ποτε ἡ ἄλλη πόλις πρὸς τούτους ἢ πρὸς ἀλλήλους διχοστατήσῃ.
Οὐ γὰρ οὖν.
Τά γε μὴν σμικρότατα τῶν κακῶν δι᾽ ἀπρέπειαν ὀκνῶ [465c] καὶ λέγειν, ὧν ἀπηλλαγμένοι ἂν εἶεν, κολακείας τε πλουσίων πένητες ἀπορίας τε καὶ ἀλγηδόνας ὅσας ἐν παιδοτροφίᾳ καὶ χρηματισμοῖς διὰ τροφὴν οἰκετῶν ἀναγκαίαν ἴσχουσι, τὰ μὲν δανειζόμενοι, τὰ δ᾽ ἐξαρνούμενοι, τὰ δὲ πάντως πορισάμενοι θέμενοι παρὰ γυναῖκάς τε καὶ οἰκέτας, ταμιεύειν παραδόντες, ὅσα τε, ὦ φίλε, περὶ αὐτὰ καὶ οἷα πάσχουσι, δῆλά τε δὴ καὶ ἀγεννῆ καὶ οὐκ ἄξια λέγειν.
[465d] Δῆλα γάρ, ἔφη, καὶ τυφλῷ.
Πάντων τε δὴ τούτων ἀπαλλάξονται, ζήσουσί τε τοῦ μακαριστοῦ βίου ὃν οἱ ὀλυμπιονῖκαι ζῶσι μακαριώτερον.
Πῇ;
Διὰ σμικρόν που μέρος εὐδαιμονίζονται ἐκεῖνοι ὧν τούτοις ὑπάρχει. ἥ τε γὰρ τῶνδε νίκη καλλίων, ἥ τ᾽ ἐκ τοῦ δημοσίου τροφὴ τελεωτέρα. νίκην τε γὰρ νικῶσι συμπάσης τῆς πόλεως σωτηρίαν, τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ὅσων βίος δεῖται αὐτοί τε καὶ παῖδες ἀναδοῦνται, καὶ γέρα δέχονται [465e] παρὰ τῆς αὑτῶν πόλεως ζῶντές τε καὶ τελευτήσαντες ταφῆς ἀξίας μετέχουσιν.
Καὶ μάλα, ἔφη, καλά.
Μέμνησαι οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἐν τοῖς πρόσθεν οὐκ οἶδα ὅτου λόγος ἡμῖν ἐπέπληξεν ὅτι τοὺς φύλακας οὐκ [466a] εὐδαίμονας ποιοῖμεν, οἷς ἐξὸν πάντα ἔχειν τὰ τῶν πολιτῶν οὐδὲν ἔχοιεν; ἡμεῖς δέ που εἴπομεν ὅτι τοῦτο μέν, εἴ που παραπίπτοι, εἰς αὖθις σκεψοίμεθα, νῦν δὲ τοὺς μὲν φύλακας φύλακας ποιοῖμεν, τὴν δὲ πόλιν ὡς οἷοί τ᾽ εἶμεν εὐδαιμονεστάτην, ἀλλ᾽ οὐκ εἰς ἓν ἔθνος ἀποβλέποντες ἐν αὐτῇ τοῦτο εὔδαιμον πλάττοιμεν;
Μέμνημαι, ἔφη.
Τί οὖν; νῦν ἡμῖν ὁ τῶν ἐπικούρων βίος, εἴπερ τοῦ γε τῶν ὀλυμπιονικῶν πολύ τε καλλίων καὶ ἀμείνων φαίνεται, [466b] μή πῃ κατὰ τὸν τῶν σκυτοτόμων φαίνεται βίον ἤ τινων ἄλλων δημιουργῶν ἢ τὸν τῶν γεωργῶν;
Οὔ μοι δοκεῖ, ἔφη.
Ἀλλὰ μέντοι, ὅ γε καὶ ἐκεῖ ἔλεγον, δίκαιον καὶ ἐνταῦθα εἰπεῖν, ὅτι εἰ οὕτως ὁ φύλαξ ἐπιχειρήσει εὐδαίμων γίγνεσθαι, ὥστε μηδὲ φύλαξ εἶναι, μηδ᾽ ἀρκέσει αὐτῷ βίος οὕτω μέτριος καὶ βέβαιος καὶ ὡς ἡμεῖς φαμεν ἄριστος, ἀλλ᾽ ἀνόητός τε καὶ μειρακιώδης δόξα ἐμπεσοῦσα εὐδαιμονίας πέρι ὁρμήσει [466c] αὐτὸν διὰ δύναμιν ἐπὶ τὸ ἅπαντα τὰ ἐν τῇ πόλει οἰκειοῦσθαι, γνώσεται τὸν Ἡσίοδον ὅτι τῷ ὄντι ἦν σοφὸς λέγων «πλέον» εἶναί πως «ἥμισυ παντός».
Ἐμοὶ μέν, ἔφη, συμβούλῳ χρώμενος μενεῖ ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ.
Συγχωρεῖς ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὴν τῶν γυναικῶν κοινωνίαν τοῖς ἀνδράσιν, ἣν διεληλύθαμεν, παιδείας τε πέρι καὶ παίδων καὶ φυλακῆς τῶν ἄλλων πολιτῶν, κατά τε πόλιν μενούσας εἰς πόλεμόν τε ἰούσας καὶ συμφυλάττειν δεῖν καὶ [466d] συνθηρεύειν ὥσπερ κύνας, καὶ πάντα πάντῃ κατὰ τὸ δυνατὸν κοινωνεῖν, καὶ ταῦτα πραττούσας τά τε βέλτιστα πράξειν καὶ οὐ παρὰ φύσιν τὴν τοῦ θήλεος πρὸς τὸ ἄρρεν, ᾗ πεφύκατον πρὸς ἀλλήλω κοινωνεῖν;
Συγχωρῶ, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκεῖνο λοιπὸν διελέσθαι, εἰ ἄρα καὶ ἐν ἀνθρώποις δυνατόν, ὥσπερ ἐν ἄλλοις ζῴοις, ταύτην τὴν κοινωνίαν ἐγγενέσθαι, καὶ ὅπῃ δυνατόν;
Ἔφθης, ἔφη, εἰπὼν ᾗ ἔμελλον ὑπολήψεσθαι.
***
[464b] Αυτό όμως το παραδεχτήκαμε σαν το μεγαλύτερο αγαθό, όταν παρομοιάζαμε μια καλοκυβερνημένη πόλη με το σώμα που ολάκερο αισθάνεται την ηδονή ή τον πόνο ενός μέρους του.Και σωστά το παραδεχτήκαμε.
Ώστε του μεγαλύτερου αγαθού αιτία αποδείχτηκε πως είναι για την πόλη μας το να έχουν κοινές τις γυναίκες και τα παιδιά οι επίκουροί μας.
Βεβαιότατα
Μα και μ᾽ όσα παραδεχτήκαμε πριν συμφωνούν αυτά· γιατί είχαμε, καθώς θυμάσαι βέβαια, πει πως δεν πρέπει να έχουν αυτοί ούτε ιδιαίτερες κατοικίες ούτε χωράφια ούτε [464c] κανένα ιδιαίτερο κτήμα, αλλά πως θα παίρνουν μονάχα τη διατροφή τους από τους άλλους ως μισθό για τη φρούρηση και θα ᾽χουν κοινά όλοι τους έξοδα, αν θέλουν να είναι πραγματικοί φύλακες.
Σωστά.
Ώστε, όπως λέγω, κι εκείνα που παραδεχτήκαμε πριν κι εκείνα που λέμε τώρα δε συντείνουν να τους κάνουν ακόμα περισσότερο αληθινούς φύλακες και να εμποδίζουν τη διάσπαση της πολιτείας; πράγμα που θα συνέβαινε, όταν δεν θα ονόμαζαν όλοι το ίδιο πράγμα «δικό μου», αλλά άλλος άλλο, και θα ᾽σερνε ο ένας στο σπίτι του ό,τι μπορούσε ν᾽ αποκτήσει χωριστά από τους άλλους, [464d] κι ένας άλλος θα ᾽κανε το ίδιο από μέρους του και θα ᾽χε ξεχωριστή γυναίκα και παιδιά, που επειδή θα ήταν αποκλειστικά δικά του, θα του προξενούσαν ιδιαίτερες χαρές και πόνους, που θα τις αισθάνεται αυτός μονάχα· ενώ απεναντίας όταν ο καθένας έχει ως αξίωμά του πως το συμφέρον του ενός δεν είναι διαφορετικό από του άλλου, δε θ᾽ αποβλέπουν όλοι μ᾽ όλες των τις δυνάμεις στον ίδιο το σκοπό και θα αισθάνουνται τις ίδιες χαρές και τις λύπες;
Τί άλλο παρ᾽ αυτό;
Και ακόμα τί; δε θα πάνε τότε στο καλό, που λέει ο λόγος, και οι δίκες και οι καταγγελίες μεταξύ τους, αφού τίποτα κανείς ιδιαίτερο δε θα ᾽χει παρά το σώμα του κι όλα τ᾽ άλλα κοινά; και που αποτέλεσμά του θα ᾽ναι [464e] να λείψουν αναμεταξύ τους οι διχόνοιες, όσες τουλάχιστο προέρχονται από κτηματικές διαφορές ή εξαφορμής των γυναικών ή των παιδιών ή από άλλους οικογενειακούς λόγους;
Και βέβαια θα ᾽ναι γλιτωμένοι απ᾽ όλ᾽ αυτά.
Κι ούτε θα μπορεί, φυσικά, να γίνονται δίκες για βιαιοπραγίες και προσβολές μεταξύ τους· γιατί θα τους διδάξομε πως το σωστό και το δίκαιο είναι να τα βγάζουν μόνοι τους πέρα οι συνομίληκες με το συνομήλικο, αναγκάζοντάς τους έτσι να φροντίζουν για τη σωματική τους δύναμη.
Σωστά.
[465a] Και τούτο όμως το σωστό θα έχει αυτός ο νόμος: αν κανείς θυμώσει με κάποιον, όταν μ᾽ αυτό τον τρόπο που είπαμε ικανοποιήσει το θυμό του, δυσκολότερα θα ᾽φτανε η διαφορά τους σε μεγαλύτερες διχοστασίες.
Χωρίς αμφιβολία.
Στον γεροντότερο όμως θα ᾽χει δοθεί η εξουσία απάνω σ᾽ όλους τους νεότερους και το δικαίωμα να τους βάζει τιμωρίες.
Εννοείται.
Είναι ακόμα φανερό πως ποτέ νεότερος δε θα επιχειρήσει, χωρίς να το προστάξουν οι άρχοντες, να αναγκάσει σ᾽ ό,τι να ᾽ναι τον γεροντότερο με τη βία, κι ούτε, φυσικά, να σηκώσει χέρι απάνω του· κι ούτε, θαρρώ, καμιά άλλη προσβολή να του κάμει· γιατί θα υπάρχουν δυο φύλακες ικανοί να τον μποδίσουν, ο φόβος και ο σεβασμός: ο σεβασμός που [465b] θα τους συγκρατήσει ν᾽ αγγίξουν εκείνους που είναι γονείς των, και ο φόβος πως οι άλλοι θα τρέξουν να βοηθήσουν εκείνον που θα προσβληθεί, αφού θα του είναι ο ένας γιος, ο άλλος αδερφός, ο άλλος πατέρας.
Έτσι πραγματικώς θα γίνεται.
Παντοτινή λοιπόν από παντού θα βασιλεύει ειρήνη, χάρη σ᾽ αυτούς τους νόμους, ανάμεσα στους άντρες μας.
Και μεγάλη μάλιστα.
Αφού λοιπόν αυτοί δε θα ᾽χουν καμιά διχόνοια μεταξύ τους, κανείς βέβαια φόβος δεν υπάρχει να διχονοήσουν οι επίλοιποι πολίτες με αυτούς ή μεταξύ των.
Όχι βέβαια.
Όσο για τα μικρότερα κακά, θα το θεωρούσα ταπεινό να κάθουμαι [465c] να αναφέρω από πόσα θα ήταν γλιτωμένοι, τις κολακείες λογουχάρη των πλουσίων από τους φτωχούς, τις στενοχώριες και τα βάσανα που θα τραβούσαν για την ανατροφή των παιδιών τους, ή για να εξοικονομήσουν τα χρήματα όσα τους χρειάζονται για τη συντήρηση του νοικοκυριού των, και που άλλα τα δανείζονται, άλλα τα αρνούνται, κι αφού οπωσδήποτε τα εξοικονομήσουν, εμπιστεύονται στις γυναίκες και τους δούλους τη φύλαξη και τη διαχείρισή τους, και τί λογής απ᾽ την ίδια, φίλε μου, αφορμή παθήματα υποφέρουν που είναι πολύ γνωστά και ταπεινά και ανάξια κανείς να τα αναφέρει.
[465d] Πραγματικώς, πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μην το βλέπει.
Απ᾽ όλα λοιπόν αυτά θα είναι γλιτωμένοι και θα ζουν πιο μακάρια από τη μακαριστή ζωή που ζουν οι ολυμπιονίκες.
Πώς;
Εκείνους τους μακαρίζουν για μικρό μόνο μέρος από τ᾽ αγαθά που έχουν οι δικοί μας· γιατί και η νίκη αυτών είναι μεγαλύτερη και η διατροφή τους τελειότερη, αφού νίκη των είναι η σωτηρία της πολιτείας ολόκληρης κι όσο για τη διατροφή τους και για όλα τ᾽ άλλα που χρειάζονται στη ζωή τους, και αυτοί οι ίδιοι και τα παιδιά τους στεφανώνονται από την πόλη, και τιμητικά άλλα δώρα δέχονται [465e] όσο ζουν και αντάξιά τους ταφή όταν πεθάνουν.
Όπως πραγματικώς τους αξίζει.
Θυμάσαι όμως ότι πρωτύτερα δεν ξέρω ποιός μας κατηγόρησε πως δεν κάνομε [466a] και πολύ ευτυχισμένους τους φύλακές μας, που, ενώ θα μπορούσαν να έχουν όλα τα πάντα μες στην πόλη, δε θα ᾽χουν τίποτα δικό τους; κι εμείς απαντήσαμε πως αυτό το ζήτημα, αν ήθελε παρουσιαστεί η ευκαιρία, θα το εξετάζαμε άλλη φορά, τώρα όμως σκοπός μας είναι να κάμομε τους φρουρούς μας πραγματικούς φρουρούς και την πόλη μας όσο γίνεται πιο ευτυχισμένη, κι όχι να περιοριστούμε να κάμομε μια μόνο τάξη μες σ᾽ αυτή ευτυχισμένη;
Το θυμούμαι.
Τί λοιπόν; μήπως τώρα η ζωή των επικούρων μας, αφού παρουσιάζεται πολύ ωραιότερη και προτιμότερη από των ολυμπιονικών, [466b] μας φαίνεται πως μπορεί να έχει καμιά σύγκριση με τη ζωή των υποδηματοποιών ή άλλων κάποιων τεχνιτών ή των γεωργών;
Δε μου φαίνεται εμένα.
Ώστε λοιπόν έχω δίκιο να ξαναπώ κι εδώ εκείνο που έλεγα τότε: πως αν ο φρουρός επιχειρήσει να γίνει ευτυχισμένος έτσι που ούτε φρουρός να είναι πια, κι αν δεν μένει ευχαριστημένος απ᾽ αυτή την τόσο μετρημένη κι εξασφαλισμένη και άριστη κατά τη γνώμη μας ζωή, αλλά του μπει στο κεφάλι μια ανόητη και παιδιάστικη ιδέα για την ευδαιμονία, που να τον σπρώξει [466c] να καταχραστεί τη δύναμή του για να κάμει δικά του όσα υπάρχουν μες στην πόλη, θα καταλάβει τότε πόσο ήταν σοφός ο Ησίοδος, όταν έλεγε πως «το μισό είναι κάπως περισσότερο από το ολάκερο».
Εμένα όμως αν θελήσει να με πάρει σύμβουλό του, δε θα βγει από τη ζωή που του ορίσαμε.
Συμφωνείς λοιπόν και την παραδέχεσαι αυτή την κοινότητα των γυναικών με τους άντρες, όπως την περιγράψαμε, σχετικά και με την εκπαίδευση και με τα παιδιά και με τη φρούρηση των άλλων πολιτών, είτε μένουν μες στην πόλη είτε σε πόλεμο βγαίνουν, και να λαβαίνουν μέρος στις φρουρές και [466d] μαζί τους να κυνηγούν σαν τα θηλυκά των σκυλιών και σ᾽ όλα παντού να τους συντροφεύουν κατά τη δύναμή τους, και πως αυτά που θα κάνουν όχι μόνο θα είναι τα συμφερότερα που έχουν να κάνουν, αλλά και δεν είναι ενάντια στη φυσική σχέση του θηλυκού προς το αρσενικό, που προόρισε να είναι όλα κοινά μεταξύ τους;
Το παραδέχομαι.
Δε μένει λοιπόν τώρα να εξετάσομε αν είναι δυνατό να υπάρξει αυτή η κοινότητα, όπως μεταξύ άλλων ζώων, και μεταξύ των ανθρώπων, και πώς μπορεί να κατορθωθεί;
Μου πρόλαβες την ερώτηση που ήμουν έτοιμος να σου κάμω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου