Η Πραγματικότητα Είναι Μία, Χωρίς Ιδιότητες Κενότητα. Ο Χαρακτήρας Της δεν Αλλοιώνεται από την «Ύπαρξη Φαινομένων», γιατί όλα αυτά δεν είναι κάτι διαφορετικό από το Σώμα της Κενότητας. Η Βίωση της Μίας Πραγματικότητας, της Κενότητας της Ουσίας, της Ενότητας των Πάντων σαν Μιας Ουσίας, που μόνο φαινομενικά (από τον αφώτιστο νου) διαχωρίζεται σε πολλαπλότητα, είναι Γνώση.
Η «Εμμονή» στα Φαινόμενα, και η Αντίληψη των Φαινομένων σαν πραγματικότητα, δημιουργεί την αντίληψη μιας άλλης «παράλληλης πραγματικότητας» (μιας «εικονικής πραγματικότητας» παρ’ όλα αυτά). Τότε, δεν γίνεται αντιληπτό το Υπόβαθρο της Κίνησης αλλά μονάχα η Κίνηση. Αυτό είναι η Άγνοια που οικοδομεί σιγά-σιγά έναν εικονικό κόσμο. Αυτός ο «εικονικός κόσμος» δεν είναι ανύπαρκτος. Υφίσταται σαν φαινόμενο, αλλά δεν έχει την σημασία και την «αξία» που του αποδίδει ο αφώτιστος νους.
Η Απόσπαση από την Κίνηση, η Κατανόηση ότι η Κίνηση ανήκει μόνο στο Φαινομενικό, Βαθαίνει την Συνειδητοποίηση Αυτού που Είναι Πίσω από την Κίνηση και τα Φαινόμενα. Αυτός που Βιώνει το Χωρίς Ιδιότητες Ακίνητο που Είναι Πίσω από την Κίνηση και τα Φαινόμενα Είναι Φωτισμένος. Αντιλαμβάνεται την Μία Πραγματικότητα, που δεν έχει Διττότητα, και δεν διακρίνει διαφορά ανάμεσα στην Ακινησία και την Κίνηση, αφού Όλα Είναι Μία Ουσία, Κενότητα… Αυτός που απορροφιέται σε μια τοπική χρονική δραστηριότητα ζει ένα όνειρο. Δεν Βιώνει Αυτό που Υπάρχει, αλλά ζει μόνο την Κίνησή Του. Σχηματίζει την λανθασμένη εντύπωση του διαχωρισμού της Πραγματικότητας σε Απόλυτο και Απατηλό, κι επιδιώκει το όραμα μιας φώτισης στα πλαίσια του ονείρου.
Το Απόλυτο Ως Έχει, το Χωρίς Ιδιότητες, Αποτελεί την Πραγματική Βάση πάνω στην Οποία αναδύονται εμμένουν κι εξαφανίζονται όλα τα φαινόμενα. Τα φαινόμενα είναι Αυτό το Ίδιο το Χωρίς Ιδιότητες, δεν είναι κάτι διαφορετικό. Η εμφάνισή τους δεν είναι η ουσία τους (μια ανεξάρτητη ουσία), είναι μόνο συμβάντα, και σαν τέτοια είναι παροδικά. Μόνο η Βάση, το Χωρίς Ιδιότητες Παραμένει.
Όλα αυτά που εμφανίζονται στο Φόντο της Κενότητας δεν έχουν περισσότερη αξία από την Κίνηση που δεν αφήνει «Ίχνη».
Μέσα στην Ίδια την Παρούσα Συνείδηση (που είναι η Μήτρα του Απολύτου, το Ταθαγκαταγκάρμπα), Πέρα από όλα τα Φαινόμενα και τις Καταστάσεις Άγνοιας, Υπάρχει Μια Έσχατη Βάση, που Γεννά και Στηρίζει τα Φαινόμενα. Αυτό όμως Πραγματοποιείται Μέσω της Κατανόησης και δεν κατακτιέται με «εξωτερικές» δραστηριότητες. Η αναζήτηση Μιας Τέτοιας Βάσης μέσα από προσωπική προσπάθεια είναι μια λανθασμένη δράση γιατί μας ωθεί να αναζητάμε το «είδωλο» που κατασκευάζει η σκέψη. Κάθε μεταφυσική επιδίωξη (από το εγώ, την σκέψη) πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Ο Αληθινός Δρόμος για την Αυτογνωσία, για την Πραγματική Αυτοπραγμάτωση, για την Βίωση της Πραγματικότητας, της Αλήθειας, δεν είναι η επιδίωξη της Αλήθειας αλλά η εγκατάλειψη όλων των σφαλερών αντιλήψεων. Τότε μόνο, στην Ησυχία του Νου Αναδύεται το Καθαρό Φως της Πραγματικότητας.
Η Αληθινή (Αληθινή Όμως) Πραγμάτωση Έρχεται όταν πραγματικά εγκαταλείπουμε κάθε δραστηριότητα κι η Κατανόηση Εγκαθίσταται στην Σιωπή και Μετουσιώνεται σε Πλήρη Προσοχή σε Αφυπνισμένη Όραση, σε Ζωντανή Επαφή με την Πραγματικότητα, σε Πραγματικότητα. Αυτή η Κατάσταση που Μόνο Βιωματικά Προσεγγίζεται είναι η Ουσία των Πάντων, το Σώμα της Αλήθειας.
Αυτό που Υπάρχει Ως Έχει (με τον Τρόπο Που Υπάρχει) Είναι Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Χώρο ή Τόπο, Χωρίς Χρόνο, Ζωντανό, Ρέον, Χωρίς να Εξελίσσεται ή να Αλλοιώνεται.
Ό,τι Εμφανίζεται (σαν Δημιουργία) είναι μονάχα Κίνηση Αυτού του Χωρίς Ιδιότητες. Η Φύση της Κίνησης (η «Ουσία» της) είναι Αντίληψη. Η Κίνηση υπάρχει μόνο σαν Αντίληψη. Η Ζωντανή Κίνηση Υπάρχει μόνο στο Απόλυτο Παρόν, στον Μόνο Πραγματικό Χρόνο. Η Κίνηση δεν αφήνει «Ίχνη».
Επειδή η Κίνηση είναι Αντίληψη, Φαινόμενο, οι όποιες ιδιότητες αποδίδονται στην «κίνηση», στο φαινόμενο, είναι ουσιαστικά χωρίς πραγματική ύπαρξη, κενές, χωρίς ιδιότητες.
Έτσι, ό,τι εμφανίζεται δεν διαφέρει ουσιαστικά από το Χωρίς Ιδιότητες, από το Κενό. Έτσι η Πραγματικότητα Είναι Μία, Χωρίς Κίνηση, ή με Κίνηση. Είναι το Ίδιο. Η Μία Πραγματικότητα τα Αγκαλιάζει Όλα (και τα Φαινόμενα) Χωρίς να «Αντιλαμβάνεται» Διαχωρισμό. Η Μια Πραγματικότητα Είναι Ουσιαστική Κενότητα.
Κατανοεί Κάποιος Ορθά όταν Βιώνει την Μια Πραγματικότητα, την Ενότητα της Πραγματικότητας, την Μη Διττότητα (όπου δεν γίνεται διάκριση Απολύτου – κοσμικού). Οποιαδήποτε αντίληψη διαφέρει από αυτή την Κατανόηση είναι Άγνοια, Όνειρο, Φαντασία.
Πρακτική Εφαρμογή της Καθαρής Παρατήρησης
Εκείνος ο οποίος εφαρμόζει την «καθαρή παρατήρηση» πρέπει να παρατηρήσει ότι όλα τα εξαρτημένα φαινόμενα στον κόσμο είναι ασταθή και υπόκεινται σε στιγμιαία μεταμόρφωση και καταστροφή. Ότι όλες οι δραστηριότητες προβάλλουν κι εξαλείφονται από το νου, από στιγμή σε στιγμή. Και, κατά συνέπεια, ότι όλα αυτά επιφέρουν οδύνη. Αυτός πρέπει να παρατηρήσει ότι όλα εκείνα, τα οποία συνέβησαν κατά το παρελθόν, ήταν τόσο συγκεχυμένα όσο και σε ένα όνειρο, ότι όλα εκείνα τα οποία συλλαμβάνονται στο παρόν είναι σαν μια αναλαμπή της αστραπής, και ότι όλα εκείνα τα οποία θα συμβούν στο μέλλον θα είναι σαν τα αιφνιδίως εγειρόμενα σύννεφα. Αυτός πρέπει να παρατηρήσει επίσης ότι οι φυσικές υπάρξεις όλων των ζωντανών όντων στον κόσμο είναι ακάθαρτες και ότι μεταξύ των διαφόρων αυτών αισχρών πραγμάτων δεν υφίσταται ούτε ένα το οποίο να αναζητηθεί κατόπιν με χαρά.
Αυτός πρέπει να στοχαστεί κατά τον ακόλουθο τρόπο: όλα τα ζωντανά όντα, από την άναρχη αρχή, επειδή είναι διαποτισμένα με την άγνοια, επέτρεψαν στο νου τους να παραμείνει στη σαμσάρα. Ήδη υποφέρουν όλες τις μεγάλες δυστυχίες του σώματος και του νου, επί του παρόντος υφίστανται ανυπολόγιστη πίεση και περιορισμό, και οι οδύνες τους στο μέλλον θα είναι παρόμοια απεριόριστες. Οι οδύνες αυτές είναι δύσκολο να εγκαταλειφθούν, δύσκολο να αποτιναχθούν, κι επί πλέον αυτά τα όντα αγνοούν ότι βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση. Για αυτό, είναι παντελώς αξιολύπητα.
Αφού συλλογιστεί κατ' αυτό τον τρόπο, αυτός πρέπει να συγκεντρώσει το θάρρος του και να κάμει ένα μεγάλο όρκο προς τον εξής σκοπό: είθε ο νους μου να ελευθερωθεί από τις χωριστικότητες, ούτως ώστε να μπορέσω να εφαρμόσω όλες τις διάφορες, αξιέπαινες πράξεις οπουδήποτε στις δέκα κατευθύνσεις. Είθε εγώ, έως το τέλος του μέλλοντος χρόνου εφαρμόζοντας απεριόριστα δεξιοτεχνικά μέσα, να βοηθήσω όλα τα υποφέροντα αισθανόμενα όντα, ούτως ώστε να μπορέσουν ν' αποκομίσουν την ευδαιμονία της νιρβάνα, τον έσχατο, δηλαδή, αυτό στόχο.
Έχοντας κάμει έναν τέτοιον όρκο, αυτός, σε συμφωνία με την ικανότητά του και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, πρέπει να εφαρμόσει κάθε είδους καλοσύνη σε κάθε τόπο και χρόνο, καθώς και να μην είναι οκνός κατά το νου του. Εκτός όταν αυτός κάθεται σε συγκέντρωση στην πρακτική εφαρμογή της «κατάπαυσης», αυτός πρέπει πάντοτε να στοχάζεται επί του τί δέον γενέσθαι και του τί δέον μη-γενέσθαι.
Είτε περπατάει, είτε στέκεται, καθισμένος ή ξαπλωμένος, είτε σηκώνεται, αυτός πρέπει να τις ασκεί αμφότερες «κατάπαυση» και «καθαρή παρατήρηση» εκ παραλλήλου. Δηλαδή, αυτός διαλογίζεται επί του γεγονότος ότι τα πράγματα είναι αγέννητα στην ουσιώδη τους φύση. Αλλά ταυτόχρονα αυτός διαλογίζεται επί του γεγονότος ότι καλό και κακό κάρμα, παράγονται από το συνδυασμό της πρωταρχικής αιτίας και των συντονιζουσών αιτιών, και ότι οι ανταποδόσεις του κάρμα με όρους ευχαρίστησης, πόνου κλπ. ούτε χάνονται, ούτε καταστρέφονται. Καίτοι διαλογίζεται πάνω στην ανταπόδοση του καλού και του κακού κάρμα, του παραχθέντος από την πρωταρχική και τις συντονιζούσες αιτίες, τ. έ, εφαρμόζει «καθαρή παρατήρηση», αυτός διαλογίζεται επίσης πάνω στο γεγονός ότι η ουσιώδης φύση των πραγμάτων είναι ανεπίτευκτη, μη αποκομίσιμη, μέσω διανοητικής ανάλυσης. Η εφαρμογή της «κατάπαυσης» θα επιτρέψει στους κοινούς ανθρώπους να θεραπευτούν από την προσκόλλησή τους προς τον κόσμο, και θα επιτρέψει στους οπαδούς της Σχολής Φιναγιάνα να εγκαταλείψουν τις απόψεις τους, οι οποίες προέρχονται από τη δειλία. Η εφαρμογή της «καθαρής παρατήρησης» θα θεραπεύσει τους οπαδούς της Σχολής Φιναγιάνα από το σφάλμα του να έχουν περιορισμένο και κατώτερο νου, ο οποίος δε γεννά μεγάλη συμπόνια, και δε θα ελευθερώσουν έτσι τους κοινούς ανθρώπους από την αποτυχία τους να καλλιεργήσουν την ικανότητα για την καλοσύνη. Για αυτούς τους λόγους, αμφότερες, «η κατάπαυση» και «η καθαρή παρατήρηση», είναι συμπληρωματικές και αδιαχώριστες. Εάν αυτές οι δύο δεν εφαρμόζονται μαζί, τότε δε μπορεί κανείς να εισέλθει στην ατραπό της φώτισης.
Κατόπιν, ας υποθέσουμε ότι υφίσταται ένας άνθρωπος ο οποίος μελετά αυτή τη διδασκαλία για πρώτη φορά και εύχεται ν' αναζητήσει την ορθή πίστη αλλά στερείται θάρρους και σθένους. Επειδή ζει σε αυτό τον κόσμο της οδύνης, φοβάται ότι δε θα είναι πάντοτε ικανός να συναντήσει τους Βούδας και να τους τιμήσει προσωπικά, και ότι, ως εκ τούτου, η πίστη δύσκολα τελειοποιείται. Για αυτούς τους λόγους θα τείνει να οπισθοδρομήσει. Αυτός πρέπει να γνωρίζει ότι οι Ταθαγκάτας έχουν ένα εξαιρετικό μέσο δια του οποίου μπορούν να προστατεύσουν την πίστη του: δηλαδή, μέσω της ισχύος του διαλογισμού εξ όλης της καρδίας επί του Βούδδα, αυτός, με την ολοκλήρωση των ευχών του, θα είναι ικανός να γεννηθεί στην Βουδική χώρα στην άκρη του κόσμου, για να βλέπει πάντοτε το Βούδα, και για να βρίσκεται για πάντα ξεχωρισμένος από τις διαβολικές καταστάσεις της ύπαρξης. Αυτό είναι όπως λέγει η Σούτρα: «Εάν ένας άνθρωπος διαλογίζεται άγια επί του Αμιτάμπα Βούδα στον κόσμο του Δυτικού Παραδείσου κι εύχεται να γεννηθεί σ' εκείνο τον κόσμο, κατευθύνοντας όλες τις καλοσύνες τις οποίες έχει καλλιεργήσει προς αυτό τον σκοπό, τότε θα γεννηθεί εκεί». Επειδή αυτός θα βλέπει πάντοτε τους Βούδας, δεν θα οπισθοδρομήσει ποτέ. Εάν διαλογίζεται επί του Νταρμακάγια, το Ως-Έχει του Βούδδα, και με επιμέλεια τηρεί την εφαρμογή του διαλογισμού, αυτός, στο τέλος, θα γίνει ικανός να γεννηθεί εκεί, επειδή διαμένει στο ορθό σαμάντι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου