Οὐκοῦν τὴν μεγίστην τῆς εὐλαβείας παρεσκευασμένοι ἂν εἶεν, εἰ τῷ ὄντι καλῶς πεπαιδευμένοι εἰσίν;
Ἀλλὰ μὴν εἰσίν γ᾽, ἔφη.
Καὶ ἐγὼ εἶπον· Τοῦτο μὲν οὐκ ἄξιον διισχυρίζεσθαι, ὦ φίλε Γλαύκων· ὃ μέντοι ἄρτι ἐλέγομεν, ἄξιον, ὅτι δεῖ [416c] αὐτοὺς τῆς ὀρθῆς τυχεῖν παιδείας, ἥτις ποτέ ἐστιν, εἰ μέλλουσι τὸ μέγιστον ἔχειν πρὸς τὸ ἥμεροι εἶναι αὑτοῖς τε καὶ τοῖς φυλαττομένοις ὑπ᾽ αὐτῶν.
Καὶ ὀρθῶς γε, ἦ δ᾽ ὅς.
Πρὸς τοίνυν τῇ παιδείᾳ ταύτῃ φαίη ἄν τις νοῦν ἔχων δεῖν καὶ τὰς οἰκήσεις καὶ τὴν ἄλλην οὐσίαν τοιαύτην αὐτοῖς παρεσκευάσθαι, ἥτις μήτε τοῦ φύλακας ὡς ἀρίστους εἶναι παύσει [416d] αὐτούς, κακουργεῖν τε μὴ ἐπαρεῖ περὶ τοὺς ἄλλους πολίτας.
Καὶ ἀληθῶς γε φήσει.
Ὅρα δή, εἶπον ἐγώ, εἰ τοιόνδε τινὰ τρόπον δεῖ αὐτοὺς ζῆν τε καὶ οἰκεῖν, εἰ μέλλουσι τοιοῦτοι ἔσεσθαι· πρῶτον μὲν οὐσίαν κεκτημένον μηδεμίαν μηδένα ἰδίαν, ἂν μὴ πᾶσα ἀνάγκη· ἔπειτα οἴκησιν καὶ ταμιεῖον μηδενὶ εἶναι μηδὲν τοιοῦτον, εἰς ὃ οὐ πᾶς ὁ βουλόμενος εἴσεισι· τὰ δ᾽ ἐπιτήδεια, ὅσων δέονται ἄνδρες ἀθληταὶ πολέμου σώφρονές τε καὶ [416e] ἀνδρεῖοι, ταξαμένους παρὰ τῶν ἄλλων πολιτῶν δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς τοσοῦτον ὅσον μήτε περιεῖναι αὐτοῖς εἰς τὸν ἐνιαυτὸν μήτε ἐνδεῖν· φοιτῶντας δὲ εἰς συσσίτια ὥσπερ ἐστρατοπεδευμένους κοινῇ ζῆν· χρυσίον δὲ καὶ ἀργύριον εἰπεῖν αὐτοῖς ὅτι θεῖον παρὰ θεῶν ἀεὶ ἐν τῇ ψυχῇ ἔχουσι καὶ οὐδὲν προσδέονται τοῦ ἀνθρωπείου, οὐδὲ ὅσια τὴν ἐκείνου κτῆσιν τῇ τοῦ θνητοῦ χρυσοῦ κτήσει συμμειγνύντας μιαίνειν, διότι πολλὰ καὶ ἀνόσια περὶ τὸ τῶν [417a] πολλῶν νόμισμα γέγονεν, τὸ παρ᾽ ἐκείνοις δὲ ἀκήρατον· ἀλλὰ μόνοις αὐτοῖς τῶν ἐν τῇ πόλει μεταχειρίζεσθαι καὶ ἅπτεσθαι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου οὐ θέμις, οὐδ᾽ ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι οὐδὲ περιάψασθαι οὐδὲ πίνειν ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ. καὶ οὕτω μὲν σῴζοιντό τ᾽ ἂν καὶ σῴζοιεν τὴν πόλιν· ὁπότε δ᾽ αὐτοὶ γῆν τε ἰδίαν καὶ οἰκίας καὶ νομίσματα κτήσονται, οἰκονόμοι μὲν καὶ γεωργοὶ ἀντὶ φυλάκων ἔσονται, [417b] δεσπόται δ᾽ ἐχθροὶ ἀντὶ συμμάχων τῶν ἄλλων πολιτῶν γενήσονται, μισοῦντες δὲ δὴ καὶ μισούμενοι καὶ ἐπιβουλεύοντες καὶ ἐπιβουλευόμενοι διάξουσι πάντα τὸν βίον, πολὺ πλείω καὶ μᾶλλον δεδιότες τοὺς ἔνδον ἢ τοὺς ἔξωθεν πολεμίους, θέοντες ἤδη τότε ἐγγύτατα ὀλέθρου αὐτοί τε καὶ ἡ ἄλλη πόλις. τούτων οὖν πάντων ἕνεκα, ἦν δ᾽ ἐγώ, φῶμεν οὕτω δεῖν κατεσκευάσθαι τοὺς φύλακας οἰκήσεώς τε πέρι καὶ τῶν ἄλλων, καὶ ταῦτα νομοθετήσωμεν, ἢ μή;
Πάνυ γε, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Γλαύκων.
***
[416b] Φοβερό, πραγματικώς, θα ήταν· ποιός λέει όχι;Δεν πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο να φυλαχτούμε, μήπως το ίδιο κάμουν και οι επίκουροί μας με τους πολίτες και, επειδή είναι δυνατότεροί τους, αντί πρόθυμοι σύμμαχοί των, καταντήσει να γίνουν άγριοί των κύριοι και τύραννοι;
Και βέβαια πρέπει να φυλαχτούμε.
Και ποιά μεγαλύτερη εγγύηση ασφαλείας θα ήταν προετοιμασμένοι να μας δίνουν, παρά αν πραγματικώς πάρουν μια καλή ανατροφή;
Μα αυτή τους την έχομε δώσει κιόλας.
Και εγώ είπα: Φίλε Γλαύκων, δεν μπορεί κανείς ακόμα να το ισχυρισθεί αυτό· εκείνο που είναι βέβαιο είναι, καθώς ελέγαμε και προλίγου, πως πρέπει [416c] να λάβουν τη σωστή εκπαίδευση, όποια και να᾽ ν᾽ αυτή, αν πρόκειται να έχουν το σπουδαιότερο που χρειάζεται, για να είναι ήμεροι και μεταξύ τους και με κείνους που θα φυλάγουν.
Και πολύ σωστά.
Εκτός λοιπόν από αυτή την εκπαίδευση κάθε άνθρωπος με νου θα παραδεχτεί, υποθέτω, ότι και τις κατοικίες και όλη τους την άλλη κατάσταση πρέπει να τους την προετοιμάσομε με τέτοιο τρόπο, που τίποτα να μην τους κάμει ποτέ να παύσουν να είναι οι άριστοι φρουροί [416d] και να μην τους ξεσηκώσει ν᾽ αρχίσουν να κακοποιούν τους άλλους πολίτες.
Και πολύ δίκιο θα ᾽χει.
Πρόσεξε λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται κατάλληλο αυτό απάνω κάτω το είδος της ζωής και της κατοικίας, που προτείνω, αν θέμε να είναι τέτοιοι όπως είπαμε: πρώτα κανείς να μην έχει καμιά ιδιαίτερη περιουσία, εκτός αν είναι απόλυτη ανάγκη· έπειτα κανείς να μην έχει τέτοιο σπίτι ή αποθήκη, όπου να μην μπορεί να μπαίνει ο καθένας που θελήσει· όσο για τα τρόφιμα που χρειάζονται άνθρωποι γυμνασμένοι για τον πόλεμο, γενναίοι και [416e] μετρημένοι σε όλα τους, να ορίσομε να τους τα προμηθεύουν οι άλλοι πολίτες σα μιστό, που θα τους φυλάγουν, ούτε όμως περισσότερα ούτε λιγότερα απ᾽ ό,τι τους φτάνει για τη χρονιά τους· να έχουν κοινά συσσίτια και να ζουν όλοι μαζί όπως στο στρατόπεδο σε εκστρατεία· ασήμι και χρυσάφι να τους πούμε πως έχουν θεϊκό από τους θεούς μες στην ψυχή τους πάντα, και καμιάν ανάγκη δεν έχουν από το ανθρώπινο· ουδέ τους είναι συχωρεμένο να μιαίνουν το δώρο εκείνο των θεών ανακατώνοντάς το με το θνητό χρυσάφι, γιατί πολλά και ανόσια κακουργήματα έχουν γίνει [417a] από των ανθρώπων το χρήμα, ενώ το δικό τους είναι αγνό και αμόλυντο· ώστε μόνοι αυτοί από όλους τους άλλους μέσα στην πόλη δεν έχουν δικαίωμα να μεταχειρίζονται και ν᾽ αγγίζουν χρυσάφι κι ασήμι, ούτε κάτω από τη στέγη τους να έχουν, ούτε επάνω τους να φορούν, ούτε από χρυσά κι ασημένια ποτήρια να πίνουν, και μόνο έτσι θα μπορούσαν κι οι ίδιοι να σώζονται και την πόλη να σώζουν· μια όμως που αποχτήσουν δικά τους χωράφια και σπίτια και χρήματα, θα γίνουν, αντίς φρουροί, νοικοκυραίοι και γεωργοί, [417b] αντί να προστατεύουν και να πολεμούν για τους άλλους πολίτες, θα καταντήσουν εχθροί των τύραννοι· κι έτσι θα περνούν τη ζωή τους με μίση και επιβουλές αυτοί μ᾽ εκείνους κι εκείνοι μ᾽ αυτούς, πολύ περισσότερο θα φοβούνται τους μέσα παρά τους απέξω εχθρούς, και τότε πια σε βεβαιότατη καταστροφή θα τρέχουν όλοι μαζί, κι αυτοί κι η πολιτεία ολάκερη. Για όλους αυτούς τους λόγους, έτσι ας παραδεχτούμε πως πρέπει να προβλέψομε και για τις κατοικίες και για τα άλλα τα σχετικά των φρουρών μας.
Είμαι συμφωνότατος, είπε ο Γλαύκων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου