Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (590-630)

590 ἰὼ ἰώ· μεγάλαι μεγάλων
εὐδαιμονίαι· τὴν τοῦ βασιλέως
ἴδετ᾽ Ἰφιγένειαν ἄνασσαν ἐμήν,
τὴν Τυνδαρέου τε Κλυταιμήστραν·
ὡς ἐκ μεγάλων ἐβλαστήκασ᾽
595 ἐπί τ᾽ εὐμήκεις ἥκουσι τύχας.
θεοί τοι κρείσσους οἵ τ᾽ ὀλβοφόροι
τοῖς οὐκ εὐδαίμοσι θνητῶν.
ΧΟ. στῶμεν, Χαλκίδος ἔκγονα θρέμματα,
τὴν βασίλειαν δεξώμεθ᾽ ὄχων
600 ἄπο μὴ σφαλερῶς ἐπὶ γαῖαν,
ἀγανῶς δὲ χεροῖν μαλακῇ ῥώμῃ,
μὴ ταρβήσῃ† νεωστί μοι μολὸν
κλεινὸν τέκνον Ἀγαμέμνονος,
μηδὲ θόρυβον† μηδ᾽ ἔκπληξιν
605 ταῖς Ἀργείαις
ξεῖναι ξείναις παρέχωμεν.
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
ὄρνιθα μὲν τόνδ᾽ αἴσιον ποιούμεθα,
τὸ σόν τε χρηστὸν καὶ λόγων εὐφημίαν·
ἐλπίδα δ᾽ ἔχω τιν᾽ ὡς ἐπ᾽ ἐσθλοῖσιν γάμοις
610 πάρειμι νυμφαγωγός. ἀλλ᾽ ὀχημάτων
ἔξω πορεύεθ᾽ ἃς φέρω φερνὰς κόρῃ,
καὶ πέμπετ᾽ εἰς μέλαθρον εὐλαβούμενοι.
σὺ δ᾽, ὦ τέκνον μοι, λεῖπε πωλικοὺς ὄχους,
ἁβρὸν τιθεῖσα κῶλον ἀσθενές θ᾽ ἅμα.
615 ὑμεῖς δέ, νεάνιδές, νιν ἀγκάλαις ἔπι
δέξασθε καὶ πορεύσατ᾽ ἐξ ὀχημάτων.
κἀμοὶ χερός τις ἐνδότω στηρίγματα,
θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω καλῶς.
αἳ δ᾽ εἰς τὸ πρόσθεν στῆτε πωλικῶν ζυγῶν·
620 φοβερὸν γὰρ ἀπαράμυθον ὄμμα πωλικόν·
καὶ παῖδα τόνδε, τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον,
λάζυσθ᾽, Ὀρέστην· ἔτι γάρ ἐστι νήπιος.
τέκνον, καθεύδεις πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ;
ἔγειρ᾽ ἀδελφῆς ἐφ᾽ ὑμέναιον εὐτυχῶς·
625 ἀνδρὸς γὰρ ἀγαθοῦ κῆδος αὐτὸς ἐσθλὸς ὢν
λήψῃ, κόρης Νηρῇδος ἰσόθεον γένος.
ἑξῆς κάθησο δεῦρό μου ποδός, τέκνον·
πρὸς μητέρ᾽, Ἰφιγένεια, μακαρίαν δέ με
ξέναισι ταῖσδε πλησία σταθεῖσα δός,
630 καὶ —δεῦρο δὴ— πατέρα πρόσειπε σὸν φίλον.

***
Έρχεται ένα αμάξι που το σέρνουν άλογα· είναι μέσα η Κλυταιμήστρα, η Ιφιγένεια και μια βάγια που κρατά στην αγκαλιά της τον Ορέστη, μωρό· το αμάξι το συνοδεύουν μερικοί Αργείοι, άνθρωποι του Αγαμέμνονα.

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΓΕΙΟΥΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ
590 Ω, τρανές οι ευτυχίες των τρανών!
Νά, του ρήγα την κόρη κοιτάξτε· είν᾽ αυτή
η Ιφιγένεια, δική μου κυρά·
και μαζί η Κλυταιμήστρα· δικός της γονιός
ο Τυνδάρεος· μιας ρίζας μεγάλης βλαστοί,
μα κι η μοίρα όπου φτάσαν κι εκείνη ψηλή.
Μπρος στα μάτια θνητών ταπεινών
είναι θεοί οι αφεντάδες κι οι πλούσιοι.
ΚΟΡ. Της Χαλκίδας γεννήματα, θρέμματα εμείς,
600 τη βασίλισσα —εμπρός!— ας βοηθήσουμε κάτω στη γη
να κατέβει απ᾽ τ᾽ αμάξι χωρίς να σκοντάψει,
και με χέρια απαλά, τρυφερά μα γερά,
του Αγαμέμνονα η κόρη μην πάει η ακουστή
και τρομάξει, που εδώ
ήρθε αυτή τη στιγμή·
κι ας μη δώσουμε, ξένες εμείς,
στις Αργίτισσες ξένες καμιά
ταραχή ή παραζάλη.
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Για καλοσημαδιά τα παίρνω τούτα,
την προθυμία και τα καλά σου λόγια·
κι ελπίζω πως για γάμο ζηλεμένο
610 φέρνω τη νύφη. Βγάλτε από τ᾽ αμάξι
της κόρης τα προικιά που έχω μαζί μου
και μπάστε τα όμορφα όμορφα στο σπίτι.
Έβγ᾽ απ᾽ την αλογάμαξα, παιδί μου,
πάτα απαλά, σιγά σιγά, το πόδι.
Εσείς, κοπέλες, μες στην αγκαλιά σας
πάρτε τη και βοηθήστε να κατέβει.
Μα και σ᾽ εμένα ας δώσει μια το χέρι,
να φύγω από τη θέση αυτή με τάξη.
Σταθείτε μερικές μπροστά στις ζεύλες·
620 τ᾽ άλογα θέλουν χάιδι· αλλιώς, τρομάζουν·
νά κι ο γιος του Αγαμέμνονα, ο Ορέστης·
πιάστε τον· μωρουδάκι δά ειν᾽ ακόμα.
Αφού κατέβηκε και ενώ παίρνουν από το αμάξι το μωρό.
Σε ζάλισε το αμάξι και κοιμάσαι,
αγόρι μου; Έλα ξύπνα για το γάμο
της αδερφής σου —καλή να ᾽ναι η ώρα·—
γαμπρό άρχοντα, αρχοντόπουλο, θα κάμεις·
συμπεθεριάζεις με το ισόθεο σόι
της κόρης του Νηρέα.
Στη βάγια, που κι αυτή έχει πια κατεβεί.
Για βάλ᾽ το χάμω
στο πλάι μου το παιδί· κι εσύ, Ιφιγένεια,
στη μάνα σου κοντά έλα στάσου· οι ξένες
να με καλοτυχίζουν βλέποντάς μας·
Ο Αγαμέμνονας βγαίνει από τη σκηνή.
630 και τώρα τον πατέρα σου χαιρέτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου