τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἰούσης τῆς τύχης ἔσται καλῶς.
οἴμοι, τί φῶ δύστηνος; ἄρξωμαι πόθεν;
εἰς οἷ᾽ ἀνάγκης ζεύγματ᾽ ἐμπεπτώκαμεν.
ὑπῆλθε δαίμων, ὥστε τῶν σοφισμάτων
445 πολλῷ γενέσθαι τῶν ἐμῶν σοφώτερος.
ἡ δυσγένεια δ᾽ ὡς ἔχει τι χρήσιμον.
καὶ γὰρ δακρῦσαι ῥᾳδίως αὐτοῖς ἔχει,
ἅπαντά τ᾽ εἰπεῖν. τῷ δὲ γενναίῳ φύσιν
ἄνολβα ταῦτα. προστάτην δὲ τοῦ βίου
450 τὸν ὄγκον ἔχομεν τῷ τ᾽ ὄχλῳ δουλεύομεν.
ἐγὼ γὰρ ἐκβαλεῖν μὲν αἰδοῦμαι δάκρυ,
τὸ μὴ δακρῦσαι δ᾽ αὖθις αἰδοῦμαι τάλας,
εἰς τὰς μεγίστας συμφορὰς ἀφιγμένος.
εἶεν· τί φήσω πρὸς δάμαρτα τὴν ἐμήν;
455 πῶς δέξομαί νιν; ποῖον ὄμμα συμβαλῶ;
καὶ γάρ μ᾽ ἀπώλεσ᾽ ἐπὶ κακοῖς ἅ μοι πάρος
ἐλθοῦσ᾽ ἄκλητος. εἰκότως δ᾽ ἅμ᾽ ἕσπετο
θυγατρὶ νυμφεύσουσα καὶ τὰ φίλτατα
δώσουσ᾽, ἵν᾽ ἡμᾶς ὄντας εὑρήσει κακούς.
460 τὴν δ᾽ αὖ τάλαιναν παρθένον —τί παρθένον;
Ἅιδης νιν, ὡς ἔοικε, νυμφεύσει τάχα—
ὡς ᾤκτισ᾽· οἶμαι γάρ νιν ἱκετεύσειν τάδε·
Ὦ πάτερ, ἀποκτενεῖς με; τοιούτους γάμους
γήμειας αὐτὸς χὥστις ἐστί σοι φίλος.
465 παρὼν δ᾽ Ὀρέστης ἐγγὺς ἀναβοήσεται
οὐ συνετὰ συνετῶς· ἔτι γάρ ἐστι νήπιος.
αἰαῖ, τὸν Ἑλένης ὥς μ᾽ ἀπώλεσεν γάμον
γήμας ὁ Πριάμου Πάρις, ὃς εἴργασται τάδε.
ΧΟ. κἀγὼ κατῴκτειρ᾽, ὡς γυναῖκα δεῖ ξένην
470 ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶς καταστένειν.
***
440 ΑΓΑ. Ευχαριστώ· έμπα τώρα μέσα· τα άλλα
καλά θα πάνε, όπως ορίζει η τύχη.
Ο αγγελιοφόρος μπαίνει στη σκηνή.
Αχ τί να πω; πούθε ν᾽ αρχίσω ο δόλιος;
Σε τί ζυγό μάς έχει βάλει η μοίρα!
Με τύλιξε ένας θεός· σοφότερο ήταν
το σχέδιο το δικό του απ᾽ το δικό μου.
Οι ανθρώποι του λαού καλά την έχουν.
Εύκολα κλαίνε κι ανοιχτά μιλούνε.
Στον άρχοντα όμως τούτα δεν ταιριάζουν.
Το μεγαλείο μας είναι της ζωής μας
450 ο ρυθμιστής· δούλοι είμαστε στον όχλο.
Να χύσω δάκρυα ντρέπομαι, και πάλι
ντρέπομαι ο δόλιος να μην κλάψω, αφού
στην πιο μεγάλη συμφορά έχω πέσει.
Ας είναι· τί να πω στην Κλυταιμήστρα;
και πώς να τη δεχτώ; πώς ν᾽ αντικρίσω
το βλέμμα της; Ακάλεστη όπως ήρθε,
με σύντριψε, προσθέτοντας καινούριες
πίκρες στις πρώτες. Κι όμως φυσικό ηταν
να ᾽ρθει μαζί, την κόρη να παντρέψει,
να δώσει στο γαμπρό την ακριβή της,
που εμένα φταίχτη θα με βρει σ᾽ αυτό.
460 Και το άμοιρο κορίτσι —τι κορίτσι;
γυναίκα του Άδη θα γινεί σε λίγο—
αχ πώς το κλαίω! Μου φαίνεται πως έτσι
θα με παρακαλεί: «Θα με σκοτώσεις,
πατέρα μου; Κι εσύ κι όπου αγαπάς
τέτοιο τέλος του γάμου σας να δείτε.»
Κοντά κι ο Ορέστης, μια φωνή θα βγάλει,
με νόημα, κι ας μη νιώθει αυτός, σα βρέφος.
Αχ, για να πάρει την Ελένη ο Πάρης,
χάθηκα εγώ· νά του κακού η αιτία.
ΚΟΡ. Πονώ κι εγώ, όσο στέκει μια ξένη
470 να κλαίει για συμφορά των βασιλιάδων.
440 ΑΓΑ. Ευχαριστώ· έμπα τώρα μέσα· τα άλλα
καλά θα πάνε, όπως ορίζει η τύχη.
Ο αγγελιοφόρος μπαίνει στη σκηνή.
Αχ τί να πω; πούθε ν᾽ αρχίσω ο δόλιος;
Σε τί ζυγό μάς έχει βάλει η μοίρα!
Με τύλιξε ένας θεός· σοφότερο ήταν
το σχέδιο το δικό του απ᾽ το δικό μου.
Οι ανθρώποι του λαού καλά την έχουν.
Εύκολα κλαίνε κι ανοιχτά μιλούνε.
Στον άρχοντα όμως τούτα δεν ταιριάζουν.
Το μεγαλείο μας είναι της ζωής μας
450 ο ρυθμιστής· δούλοι είμαστε στον όχλο.
Να χύσω δάκρυα ντρέπομαι, και πάλι
ντρέπομαι ο δόλιος να μην κλάψω, αφού
στην πιο μεγάλη συμφορά έχω πέσει.
Ας είναι· τί να πω στην Κλυταιμήστρα;
και πώς να τη δεχτώ; πώς ν᾽ αντικρίσω
το βλέμμα της; Ακάλεστη όπως ήρθε,
με σύντριψε, προσθέτοντας καινούριες
πίκρες στις πρώτες. Κι όμως φυσικό ηταν
να ᾽ρθει μαζί, την κόρη να παντρέψει,
να δώσει στο γαμπρό την ακριβή της,
που εμένα φταίχτη θα με βρει σ᾽ αυτό.
460 Και το άμοιρο κορίτσι —τι κορίτσι;
γυναίκα του Άδη θα γινεί σε λίγο—
αχ πώς το κλαίω! Μου φαίνεται πως έτσι
θα με παρακαλεί: «Θα με σκοτώσεις,
πατέρα μου; Κι εσύ κι όπου αγαπάς
τέτοιο τέλος του γάμου σας να δείτε.»
Κοντά κι ο Ορέστης, μια φωνή θα βγάλει,
με νόημα, κι ας μη νιώθει αυτός, σα βρέφος.
Αχ, για να πάρει την Ελένη ο Πάρης,
χάθηκα εγώ· νά του κακού η αιτία.
ΚΟΡ. Πονώ κι εγώ, όσο στέκει μια ξένη
470 να κλαίει για συμφορά των βασιλιάδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου