Αριστοτέλης: Πολιτεία και δημοκρατία
§1
Η μικρόνοια της εγχώριας καθεστωτικής «αριστεράς», μαζί οι αχαλίνωτες εξουσιαστικές της ορέξεις και οι ωφελιμιστικές της βλέψεις, δεν απαίτησαν πολύ χρόνο για να προκαλέσουν ολική εξαθλίωση του λαού, ολοσχερή αποσύνθεση της εθνο-κρατικής οντότητας, θλιβερή διάλυση και της τελευταίας αυτο-στοχαστικής ικανότητας της κοινωνίας, ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή του ψεύδους και της αυταπάτης. Η παρακμή τώρα εκδηλώνεται ως νοσταλγία του μη χειρότερου κακού και ως παντελής απουσία ενός πραγματικού/αυθεντικού και ανθεκτικού πολιτικού αγώνα. Ετούτη η απουσία έχει ως άμεση φρικιαστική συνέπεια να νέμονται την εξουσία αλλοπαρμένες κάστες – οι αυτο-αποκαλούμενες συνιστώσες– ενός γερασμένου φεουδαρχικο-μικροαστικού αριστερισμού. Για να κερδίζουν τη συμπάθεια του λαού οι εν λόγω κάστες εμφανίζονται να παραμελούν φαινομενικά τα δικά τους συμφέροντα και να ξορκίζουν το κατά συρροή κακό, που κυοφορεί η ίδια η φύση τους, με μια πικρόχολη, πνευματώδη, διαλυτική κριτική κάθε εναπομείναντος ζωντανού κυττάρου εντός του ίδιου του δικού τους πολιτικού μορφώματος, αλλά και εντός της κοινωνίας. Έτσι εξηγούνται οι πρόσφατες διαφοροποιήσεις στη βουλή του κομματικού οργανισμού της κυβέρνησης, με προεξάρχοντες νεκροθάφτες, κάθε ζωντανής ανάκαμψης εκ των έσω, το αρχομανές θήλυ του βουλευτηρίου με τον ξύλινο λόγο και τις σχιζοφρενικές διαταραχές, αλλά και κάποια άλλα βολεμένα καύκαλα με όχι λιγότερο διαταραγμένο ψυχισμό και ανύπαρκτη παιδεία. Έτσι επίσης εξηγούνται, στον ευρύτερο κόσμο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής, οι ύπουλες διώξεις του Διαφορετικού, οι ολοκληρωτικές αντιλήψεις περί της δικής τους μοναδικής «αλήθειας», ο δηλητηριώδης διχασμός του λαού σε φίλους και εχθρούς και ό,τι παρόμοιο μπορεί να φαντάζεται εκάστοτε ο ανθρώπινος νους.
§2
Όλα αυτά είναι μερικά μόνο συμπτώματα μιας κίβδηλης «δημοκρατίας» με ανύπαρκτες ρεαλιστικές οντογενέσεις, αλλά απειράριθμες φαντασιακές. Ο Αριστοτέλης μας λέει, με μοναδική ευκρίνεια, στα Πολιτικά του (ΙΙΙ, 1289 κ.εξ.) πως η καλύτερη συγκρότηση του κράτους, η καλύτερη μορφή διακυβέρνησης είναι εκείνη της πολιτείας, δυνάμει της οποίας η κυβέρνηση βρίσκεται στα χέρια του μεγαλύτερου τμήματος των πολιτών, ποιοτικά και ποσοτικάˑ στα χέρια της λεγόμενης μεσαίας τάξης, που δεν είναι ούτε πολύ πλούσια ούτε πολύ φτωχή και ως εκ τούτου εν πολλοίς ανιδιοτελής. Στη συνάφεια τούτη, το κυβερνητικό σώμα έχει ως γνώμονα της κυβερνητικής του πολιτικής το κοινό καλό. Όταν όμως αυτό το σώμα προτάσσει το δικό του ιδιοτελές συμφέρον, τότε η πολιτεία εκφυλίζεται σε δημοκρατία, με το ακόλουθο νόημα: λειτουργεί ως ένα κράτος χωρίς δήμο [=λαό], που κόπτεται για το συμφέρον της κυβερνητικής ολιγαρχίας και απεμπολεί το κοινό καλό, ανεξάρτητα εάν φλυαρεί ακατάσχετα για το κοινό καλό, με στόχο τη συσκότιση της αληθινής πραγματικότητας. Έτσι βλέπουμε να εναλλάσσονται στην εξουσία κομματικοί μηχανισμοί, που φροντίζουν, πρώτα απ’ όλα, να αμείβουν το πολιτικό προσωπικό –μαζί και τα συγγενικά τους πρόσωπα– με μισθούς, επιδόματα, εισοδήματα, συντάξεις και άλλα προνόμια που αντιστοιχούν στην πλούσια-πλουσιότατη τάξη. Π.χ. το τωρινό κυβερνητικό σύμπλοκο της καθεστωτικής «αριστεράς», αναπαράγοντας παλαιά αποστήματα διαφθοράς, με πρώτο και καλύτερο το αλλόφρον προεδρικό στοιχείο του βουλευτηρίου, αυξάνει τα υλικά προνόμια του υποτελούς προσωπικού του και διορίζει σε θέσεις συμβούλων και παρασυμβούλων, εντός και εκτός βουλευτηρίου, συζύγους και συμβίους, υιούς και θυγατέρες, γνωστούς και φίλους, ερωμένους και ερωμένες.
§3
Ο εν λόγω κομματικός οργανισμός της καθεστωτικής «αριστεράς» ακολουθεί κατά πόδας όλους εκείνους τους κομματικούς οργανισμούς, που ξεπουπούλιαζαν ως τώρα αδιάντροπα την κατά Αριστοτέλη ελληνική πολιτεία, στο όνομα της δημοκρατίας. Δομικό στοιχείο όλων αυτών των μηχανισμών εξουσίας, ο κενός λόγος, ο δημαγωγικός τους χαρακτήρας, και η πρόθεση να χειραγωγούν τις μάζες μέχρις εσχάτων. Αναγκάζονται έτσι, παλαιοί και νέοι κομματικοί «άρχοντες», να μετατρέπουν τις διακηρύξεις και τις αρχές τους σε τεράστιες τοιχογραφίες ασυναρτησιών και να καθιστούν τον κομματικό οργανισμό παράγκα δολοπλοκιών και πελατειακών σχέσεων σε βάρος των πιο φτωχών στρωμάτων της κοινωνίας. Ο Αριστοτέλης τονίζει με έμφαση «ότι μπορεί να υπάρχει δημοκρατία (δῆμος), όταν οι ελεύθεροι είναι πολιτικά κυρίαρχοι, και ολιγαρχία, όταν πολιτικά κυρίαρχοι είναι οι πλούσιοι» (Πολιτικά, 1290b). Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατία, όταν οι πραγματικά ελεύθεροι είναι λίγοι και όταν εξουσιάζουν περισσότερους και μη ελεύθερους (ό.π.) Ούτε πάλι είναι δημοκρατία, όταν άρχουν οι πλούσιοι, ακόμη κι όταν ή επειδή συμβαίνει να είναι ποσοτικά περισσότεροι (ό.π.) Και συνεχίζει ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος: «απεναντίας υπάρχει δημοκρατία, όταν οι ελεύθεροι και φτωχοί, που είναι περισσότεροι ασκούν την κυρίαρχη εξουσία» (ό.π.). Με την έννοια του φτωχού δεν εννοεί ο Αριστοτέλης το λούμπεν προλεταριάτο ή τον εξαθλιωμένο γυρολόγο από το ένα κόμμα στο άλλο –σαν όλους τους γυρολόγους των διαφόρων ελλαδικών κομμάτων, που τώρα έχουν στοιβαχτεί, λόγω εξουσίας, στο κόμμα της καθεστωτικής «αριστεράς»– αλλά τον αξιοπρεπή μέσο πολίτη, που χαρακτηρίζεται για αυτονομία σκέψης και δεν ανήκει στους καθ’ ύλην πλούσιους, δηλαδή σ’ αυτούς ακριβώς τους λίγους –πλούσιους εν ύλη και τυχοδιωκτικά φτωχούς εν πνεύματι– που κυβερνούν και τώρα στο όνομα των πολλών.
§1
Η μικρόνοια της εγχώριας καθεστωτικής «αριστεράς», μαζί οι αχαλίνωτες εξουσιαστικές της ορέξεις και οι ωφελιμιστικές της βλέψεις, δεν απαίτησαν πολύ χρόνο για να προκαλέσουν ολική εξαθλίωση του λαού, ολοσχερή αποσύνθεση της εθνο-κρατικής οντότητας, θλιβερή διάλυση και της τελευταίας αυτο-στοχαστικής ικανότητας της κοινωνίας, ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή του ψεύδους και της αυταπάτης. Η παρακμή τώρα εκδηλώνεται ως νοσταλγία του μη χειρότερου κακού και ως παντελής απουσία ενός πραγματικού/αυθεντικού και ανθεκτικού πολιτικού αγώνα. Ετούτη η απουσία έχει ως άμεση φρικιαστική συνέπεια να νέμονται την εξουσία αλλοπαρμένες κάστες – οι αυτο-αποκαλούμενες συνιστώσες– ενός γερασμένου φεουδαρχικο-μικροαστικού αριστερισμού. Για να κερδίζουν τη συμπάθεια του λαού οι εν λόγω κάστες εμφανίζονται να παραμελούν φαινομενικά τα δικά τους συμφέροντα και να ξορκίζουν το κατά συρροή κακό, που κυοφορεί η ίδια η φύση τους, με μια πικρόχολη, πνευματώδη, διαλυτική κριτική κάθε εναπομείναντος ζωντανού κυττάρου εντός του ίδιου του δικού τους πολιτικού μορφώματος, αλλά και εντός της κοινωνίας. Έτσι εξηγούνται οι πρόσφατες διαφοροποιήσεις στη βουλή του κομματικού οργανισμού της κυβέρνησης, με προεξάρχοντες νεκροθάφτες, κάθε ζωντανής ανάκαμψης εκ των έσω, το αρχομανές θήλυ του βουλευτηρίου με τον ξύλινο λόγο και τις σχιζοφρενικές διαταραχές, αλλά και κάποια άλλα βολεμένα καύκαλα με όχι λιγότερο διαταραγμένο ψυχισμό και ανύπαρκτη παιδεία. Έτσι επίσης εξηγούνται, στον ευρύτερο κόσμο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής, οι ύπουλες διώξεις του Διαφορετικού, οι ολοκληρωτικές αντιλήψεις περί της δικής τους μοναδικής «αλήθειας», ο δηλητηριώδης διχασμός του λαού σε φίλους και εχθρούς και ό,τι παρόμοιο μπορεί να φαντάζεται εκάστοτε ο ανθρώπινος νους.
§2
Όλα αυτά είναι μερικά μόνο συμπτώματα μιας κίβδηλης «δημοκρατίας» με ανύπαρκτες ρεαλιστικές οντογενέσεις, αλλά απειράριθμες φαντασιακές. Ο Αριστοτέλης μας λέει, με μοναδική ευκρίνεια, στα Πολιτικά του (ΙΙΙ, 1289 κ.εξ.) πως η καλύτερη συγκρότηση του κράτους, η καλύτερη μορφή διακυβέρνησης είναι εκείνη της πολιτείας, δυνάμει της οποίας η κυβέρνηση βρίσκεται στα χέρια του μεγαλύτερου τμήματος των πολιτών, ποιοτικά και ποσοτικάˑ στα χέρια της λεγόμενης μεσαίας τάξης, που δεν είναι ούτε πολύ πλούσια ούτε πολύ φτωχή και ως εκ τούτου εν πολλοίς ανιδιοτελής. Στη συνάφεια τούτη, το κυβερνητικό σώμα έχει ως γνώμονα της κυβερνητικής του πολιτικής το κοινό καλό. Όταν όμως αυτό το σώμα προτάσσει το δικό του ιδιοτελές συμφέρον, τότε η πολιτεία εκφυλίζεται σε δημοκρατία, με το ακόλουθο νόημα: λειτουργεί ως ένα κράτος χωρίς δήμο [=λαό], που κόπτεται για το συμφέρον της κυβερνητικής ολιγαρχίας και απεμπολεί το κοινό καλό, ανεξάρτητα εάν φλυαρεί ακατάσχετα για το κοινό καλό, με στόχο τη συσκότιση της αληθινής πραγματικότητας. Έτσι βλέπουμε να εναλλάσσονται στην εξουσία κομματικοί μηχανισμοί, που φροντίζουν, πρώτα απ’ όλα, να αμείβουν το πολιτικό προσωπικό –μαζί και τα συγγενικά τους πρόσωπα– με μισθούς, επιδόματα, εισοδήματα, συντάξεις και άλλα προνόμια που αντιστοιχούν στην πλούσια-πλουσιότατη τάξη. Π.χ. το τωρινό κυβερνητικό σύμπλοκο της καθεστωτικής «αριστεράς», αναπαράγοντας παλαιά αποστήματα διαφθοράς, με πρώτο και καλύτερο το αλλόφρον προεδρικό στοιχείο του βουλευτηρίου, αυξάνει τα υλικά προνόμια του υποτελούς προσωπικού του και διορίζει σε θέσεις συμβούλων και παρασυμβούλων, εντός και εκτός βουλευτηρίου, συζύγους και συμβίους, υιούς και θυγατέρες, γνωστούς και φίλους, ερωμένους και ερωμένες.
§3
Ο εν λόγω κομματικός οργανισμός της καθεστωτικής «αριστεράς» ακολουθεί κατά πόδας όλους εκείνους τους κομματικούς οργανισμούς, που ξεπουπούλιαζαν ως τώρα αδιάντροπα την κατά Αριστοτέλη ελληνική πολιτεία, στο όνομα της δημοκρατίας. Δομικό στοιχείο όλων αυτών των μηχανισμών εξουσίας, ο κενός λόγος, ο δημαγωγικός τους χαρακτήρας, και η πρόθεση να χειραγωγούν τις μάζες μέχρις εσχάτων. Αναγκάζονται έτσι, παλαιοί και νέοι κομματικοί «άρχοντες», να μετατρέπουν τις διακηρύξεις και τις αρχές τους σε τεράστιες τοιχογραφίες ασυναρτησιών και να καθιστούν τον κομματικό οργανισμό παράγκα δολοπλοκιών και πελατειακών σχέσεων σε βάρος των πιο φτωχών στρωμάτων της κοινωνίας. Ο Αριστοτέλης τονίζει με έμφαση «ότι μπορεί να υπάρχει δημοκρατία (δῆμος), όταν οι ελεύθεροι είναι πολιτικά κυρίαρχοι, και ολιγαρχία, όταν πολιτικά κυρίαρχοι είναι οι πλούσιοι» (Πολιτικά, 1290b). Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατία, όταν οι πραγματικά ελεύθεροι είναι λίγοι και όταν εξουσιάζουν περισσότερους και μη ελεύθερους (ό.π.) Ούτε πάλι είναι δημοκρατία, όταν άρχουν οι πλούσιοι, ακόμη κι όταν ή επειδή συμβαίνει να είναι ποσοτικά περισσότεροι (ό.π.) Και συνεχίζει ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος: «απεναντίας υπάρχει δημοκρατία, όταν οι ελεύθεροι και φτωχοί, που είναι περισσότεροι ασκούν την κυρίαρχη εξουσία» (ό.π.). Με την έννοια του φτωχού δεν εννοεί ο Αριστοτέλης το λούμπεν προλεταριάτο ή τον εξαθλιωμένο γυρολόγο από το ένα κόμμα στο άλλο –σαν όλους τους γυρολόγους των διαφόρων ελλαδικών κομμάτων, που τώρα έχουν στοιβαχτεί, λόγω εξουσίας, στο κόμμα της καθεστωτικής «αριστεράς»– αλλά τον αξιοπρεπή μέσο πολίτη, που χαρακτηρίζεται για αυτονομία σκέψης και δεν ανήκει στους καθ’ ύλην πλούσιους, δηλαδή σ’ αυτούς ακριβώς τους λίγους –πλούσιους εν ύλη και τυχοδιωκτικά φτωχούς εν πνεύματι– που κυβερνούν και τώρα στο όνομα των πολλών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου