Η άμαξά μου, τα άλογα ο αμαξάς κι εγώ (όπως έμαθα να αποκαλώ τον επιβάτη), καταβάλλοντας αρκετή προσπάθεια, καταφέραμε να περάσουμε το πρώτο τμήμα του δρόμου. Όσο προχωρούσαμε, το περιβάλλον άλλαζε: άλλοτε άγονο και καταθλιπτικό, κι άλλοτε ανθόσπαρτο – μια γλυκιά ανακούφιση. Μεταβάλλονταν οι κλιματικές συνθήκες και ο βαθμός δυσκολίας του δρόμου: πότε ομαλός και πεδινός, πότε ανώμαλος και απόκρημνος, πότε ολισθηρός και ανηφορικός. Άλλαζε, τέλος, η ψυχική μου κατάσταση: εδώ ήρεμος και αισιόδοξος, εκεί θλιμμένος και κουρασμένος, μετά δύσθυμος και οργισμένος.
Σήμερα, έχοντας ολοκληρώσει αυτό το κομμάτι της διαδρομής, έχω την αίσθηση ότι, στην πραγματικότητα, οι μόνες σημαντικές αλλαγές ήταν αυτές οι τελευταίες, οι εσωτερικές, λες και οι άλλες, οι εξωτερικές, καθορίζονταν από τις προηγούμενες, ή απλώς δεν υπήρχαν.
Σταματώ μια στιγμή, αναπολώ τα ίχνη που άφησα πίσω μου, και αισθάνομαι ικανοποιημένος και υπερήφανος. Καλώς ή κακώς, οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις μου μου ανήκουν.
Ξέρω πως με περιμένει μια καινούργια φάση, όμως, δεν αγνοώ πως Θα μπορούσα να αφήσω τη φάση αυτή να με περιμένει εσαεί, χωρίς να νιώθω καθόλου ένοχος. Τίποτα δεν με υποχρεώνει να προχωρήσω, τίποτ’ άλλο εκτός από την προσωπική μου επιθυμία να συνεχίσω τον δρόμο μου.
Κοιτάζω μπροστά. Το μονοπάτι μού φαίνεται πολύ ελκυστικό. Με βάζει σε πειρασμό. Από την αρχή βλέπω πως είναι γεμάτο με άπειρα χρώματα και καινούργια σχήματα που ερεθίζουν την περιέργειά μου. Η διαίσθησή μου μου λέει ότι πρέπει να είναι επίσης γεμάτο με κινδύνους και δυσκολίες, όμως αυτό δεν με σταματά- τώρα ξέρω ότι μπορώ να υπολογίζω στα βοηθήματα που διαθέτω. Αυτά θα με βοηθήσουν να αντιμετωπίσω κάθε κίνδυνο και κάθε δυσκολία. Εξάλλου, κατέληξα να μάθω πως είμαι ευάλωτος αλλά όχι εύθραυστος.
Βυθισμένος στον εσωτερικό μου διάλογο, ούτε που κατάλαβα πως άρχισα ήδη να πορεύομαι αυτόν τον δρόμο.
Απολαμβάνω με ηρεμία και γαλήνη το τοπίο… κι αυτό θα έλεγε κανείς ότι απολαμβάνει το βήμα μου, αν κρίνουμε από την απόφασή του να γίνεται όλο και ωραιότερο.
Ξάφνου, διακρίνω στ’ αριστερά μου, σ’ ένα μονοπάτι παράλληλο με το δικό μου, μια σκιά που κινείται πίσω από μια συστάδα θάμνων. Κοιτάζω με προσοχή. Λίγο πιο μπροστά, σ’ ένα ξέφωτο, βλέπω πως υπάρχει μια άλλη άμαξα που τραβάει τον δικό της δρόμο, αλλά ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση μ’ εμένα.
Με ξαφνιάζει η ομορφιά της: το σκούρο ξύλο, τα αστραφτερά μπρούντζινα στολίδια της, οι υπέροχοι τροχοί, η απαλότητα και η αρμονία στα τορνευτά της σχήματα…
Καταλαβαίνω πως με έχει εντυπωσιάσει. Ζητώ από τον αμαξά να πάει πιο γρήγορα για να βρεθούμε δίπλα της. Τα άλογα τινάζονται μπροστά και καλπάζουν ξέφρενα. Χωρίς να τα καθοδηγεί κανείς, πλησιάζουν μόνα τους όλο και περισσότερο την άμαξα από την αριστερή πλευρά, σαν να θέλουν να μειώσουν την απόσταση που μας χωρίζει.
Τη διπλανή άμαξα τη σέρνουν κι αυτήν δύο άλογα κι έχει, κι αυτή, έναν αμαξά για να κρατάει τα γκέμια και να την οδηγεί. Τα άλογά της και τα δικά μου συντονίζουν αυθόρμητα τον τροχασμό τους και πηγαίνουν τώρα πλάι πλάι, σαν να αποτελούν μια μονάδα, ένα τέθριππο. Οι αμαξάδες μοιάζουν να έχουν βρει μια καλή στιγμή για να ξεκουραστούν, καθώς και οι δύο βολεύονται στη θέση τους, και με το βλέμμα χαμένο κρατούν τα γκέμια χαλαρά αφήνοντας τον δρόμο να μας πηγαίνει.
Τόσο πολύ με έχει συνεπάρει η κατάσταση, που περνάει αρκετή ώρα ώσπου να αντιληφθώ ότι η άλλη άμαξα έχει κι αυτή έναν επιβάτη. Δεν είναι ότι πίστευα πως δεν θα είχε επιβάτη, απλώς, δεν τον είχα προσέξει.
Μόλις τώρα τον ανακαλύπτω και τον παρατηρώ. Βλέπω ότι κι εκείνος με κοιτάζει. Για να του δείξω τη χαρά μου του χαμογελώ, κι εκείνος, μέσα από το παράθυρο της άμαξας, με χαιρετάει κουνώντας μου ζωηρά το χέρι.
Ανταποδίδω τον χαιρετισμό και παίρνω το θάρρος να ψιθυρίσω ένα δειλό «Γεια…». Κατά έναν μυστήριο τρόπο, ή ίσως όχι και τόσο μυστήριο, με ακούει και μου απαντάει:
«Γεια σου! Πας προς τα εκεί;»
«Ναι!» απαντώ με πρωτοφανή (για μένα τον ίδιο) χαρά.
«Πάμε μαζί;»
«Σύμφωνοι…» μου λέει, «πάμε».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Αισθάνομαι ευχαριστημένος.
Πέρασα όλο τον δρόμο χωρίς ποτέ να συναντήσω έναν συνταξιδιώτη.
Νιώθω ευτυχισμένος χωρίς να ξέρω γιατί, και το σπουδαιότερο, χωρίς καμία ιδιαίτερη διάθεση να το μάθω.
Σήμερα, έχοντας ολοκληρώσει αυτό το κομμάτι της διαδρομής, έχω την αίσθηση ότι, στην πραγματικότητα, οι μόνες σημαντικές αλλαγές ήταν αυτές οι τελευταίες, οι εσωτερικές, λες και οι άλλες, οι εξωτερικές, καθορίζονταν από τις προηγούμενες, ή απλώς δεν υπήρχαν.
Σταματώ μια στιγμή, αναπολώ τα ίχνη που άφησα πίσω μου, και αισθάνομαι ικανοποιημένος και υπερήφανος. Καλώς ή κακώς, οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις μου μου ανήκουν.
Ξέρω πως με περιμένει μια καινούργια φάση, όμως, δεν αγνοώ πως Θα μπορούσα να αφήσω τη φάση αυτή να με περιμένει εσαεί, χωρίς να νιώθω καθόλου ένοχος. Τίποτα δεν με υποχρεώνει να προχωρήσω, τίποτ’ άλλο εκτός από την προσωπική μου επιθυμία να συνεχίσω τον δρόμο μου.
Κοιτάζω μπροστά. Το μονοπάτι μού φαίνεται πολύ ελκυστικό. Με βάζει σε πειρασμό. Από την αρχή βλέπω πως είναι γεμάτο με άπειρα χρώματα και καινούργια σχήματα που ερεθίζουν την περιέργειά μου. Η διαίσθησή μου μου λέει ότι πρέπει να είναι επίσης γεμάτο με κινδύνους και δυσκολίες, όμως αυτό δεν με σταματά- τώρα ξέρω ότι μπορώ να υπολογίζω στα βοηθήματα που διαθέτω. Αυτά θα με βοηθήσουν να αντιμετωπίσω κάθε κίνδυνο και κάθε δυσκολία. Εξάλλου, κατέληξα να μάθω πως είμαι ευάλωτος αλλά όχι εύθραυστος.
Βυθισμένος στον εσωτερικό μου διάλογο, ούτε που κατάλαβα πως άρχισα ήδη να πορεύομαι αυτόν τον δρόμο.
Απολαμβάνω με ηρεμία και γαλήνη το τοπίο… κι αυτό θα έλεγε κανείς ότι απολαμβάνει το βήμα μου, αν κρίνουμε από την απόφασή του να γίνεται όλο και ωραιότερο.
Ξάφνου, διακρίνω στ’ αριστερά μου, σ’ ένα μονοπάτι παράλληλο με το δικό μου, μια σκιά που κινείται πίσω από μια συστάδα θάμνων. Κοιτάζω με προσοχή. Λίγο πιο μπροστά, σ’ ένα ξέφωτο, βλέπω πως υπάρχει μια άλλη άμαξα που τραβάει τον δικό της δρόμο, αλλά ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση μ’ εμένα.
Με ξαφνιάζει η ομορφιά της: το σκούρο ξύλο, τα αστραφτερά μπρούντζινα στολίδια της, οι υπέροχοι τροχοί, η απαλότητα και η αρμονία στα τορνευτά της σχήματα…
Καταλαβαίνω πως με έχει εντυπωσιάσει. Ζητώ από τον αμαξά να πάει πιο γρήγορα για να βρεθούμε δίπλα της. Τα άλογα τινάζονται μπροστά και καλπάζουν ξέφρενα. Χωρίς να τα καθοδηγεί κανείς, πλησιάζουν μόνα τους όλο και περισσότερο την άμαξα από την αριστερή πλευρά, σαν να θέλουν να μειώσουν την απόσταση που μας χωρίζει.
Τη διπλανή άμαξα τη σέρνουν κι αυτήν δύο άλογα κι έχει, κι αυτή, έναν αμαξά για να κρατάει τα γκέμια και να την οδηγεί. Τα άλογά της και τα δικά μου συντονίζουν αυθόρμητα τον τροχασμό τους και πηγαίνουν τώρα πλάι πλάι, σαν να αποτελούν μια μονάδα, ένα τέθριππο. Οι αμαξάδες μοιάζουν να έχουν βρει μια καλή στιγμή για να ξεκουραστούν, καθώς και οι δύο βολεύονται στη θέση τους, και με το βλέμμα χαμένο κρατούν τα γκέμια χαλαρά αφήνοντας τον δρόμο να μας πηγαίνει.
Τόσο πολύ με έχει συνεπάρει η κατάσταση, που περνάει αρκετή ώρα ώσπου να αντιληφθώ ότι η άλλη άμαξα έχει κι αυτή έναν επιβάτη. Δεν είναι ότι πίστευα πως δεν θα είχε επιβάτη, απλώς, δεν τον είχα προσέξει.
Μόλις τώρα τον ανακαλύπτω και τον παρατηρώ. Βλέπω ότι κι εκείνος με κοιτάζει. Για να του δείξω τη χαρά μου του χαμογελώ, κι εκείνος, μέσα από το παράθυρο της άμαξας, με χαιρετάει κουνώντας μου ζωηρά το χέρι.
Ανταποδίδω τον χαιρετισμό και παίρνω το θάρρος να ψιθυρίσω ένα δειλό «Γεια…». Κατά έναν μυστήριο τρόπο, ή ίσως όχι και τόσο μυστήριο, με ακούει και μου απαντάει:
«Γεια σου! Πας προς τα εκεί;»
«Ναι!» απαντώ με πρωτοφανή (για μένα τον ίδιο) χαρά.
«Πάμε μαζί;»
«Σύμφωνοι…» μου λέει, «πάμε».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Αισθάνομαι ευχαριστημένος.
Πέρασα όλο τον δρόμο χωρίς ποτέ να συναντήσω έναν συνταξιδιώτη.
Νιώθω ευτυχισμένος χωρίς να ξέρω γιατί, και το σπουδαιότερο, χωρίς καμία ιδιαίτερη διάθεση να το μάθω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου