[343a] Ἐπειδὴ οὖν ἐνταῦθα ἦμεν τοῦ λόγου καὶ πᾶσι καταφανὲς ἦν ὅτι ὁ τοῦ δικαίου λόγος εἰς τοὐναντίον περιειστήκει, ὁ Θρασύμαχος ἀντὶ τοῦ ἀποκρίνεσθαι, Εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, τίτθη σοι ἔστιν;
Τί δέ; ἦν δ᾽ ἐγώ· οὐκ ἀποκρίνεσθαι χρῆν μᾶλλον ἢ τοιαῦτα ἐρωτᾶν;
Ὅτι τοί σε, ἔφη, κορυζῶντα περιορᾷ καὶ οὐκ ἀπομύττει δεόμενον, ὅς γε αὐτῇ οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις.
Ὅτι δὴ τί μάλιστα; ἦν δ᾽ ἐγώ.
[343b] Ὅτι οἴει τοὺς ποιμένας ἢ τοὺς βουκόλους τὸ τῶν προβάτων ἢ τὸ τῶν βοῶν ἀγαθὸν σκοπεῖν καὶ παχύνειν αὐτοὺς καὶ θεραπεύειν πρὸς ἄλλο τι βλέποντας ἢ τὸ τῶν δεσποτῶν ἀγαθὸν καὶ τὸ αὑτῶν, καὶ δὴ καὶ τοὺς ἐν ταῖς πόλεσιν ἄρχοντας, οἳ ὡς ἀληθῶς ἄρχουσιν, ἄλλως πως ἡγῇ διανοεῖσθαι πρὸς τοὺς ἀρχομένους ἢ ὥσπερ ἄν τις πρὸς πρόβατα διατεθείη, καὶ ἄλλο τι σκοπεῖν αὐτοὺς διὰ νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἢ τοῦτο, [343c] ὅθεν αὐτοὶ ὠφελήσονται. καὶ οὕτω πόρρω εἶ περί τε τοῦ δικαίου καὶ δικαιοσύνης καὶ ἀδίκου τε καὶ ἀδικίας, ὥστε ἀγνοεῖς ὅτι ἡ μὲν δικαιοσύνη καὶ τὸ δίκαιον ἀλλότριον ἀγαθὸν τῷ ὄντι, τοῦ κρείττονός τε καὶ ἄρχοντος συμφέρον, οἰκεία δὲ τοῦ πειθομένου τε καὶ ὑπηρετοῦντος βλάβη, ἡ δὲ ἀδικία τοὐναντίον, καὶ ἄρχει τῶν ὡς ἀληθῶς εὐηθικῶν τε καὶ δικαίων, οἱ δ᾽ ἀρχόμενοι ποιοῦσιν τὸ ἐκείνου συμφέρον κρείττονος ὄντος, καὶ εὐδαίμονα ἐκεῖνον ποιοῦσιν [343d] ὑπηρετοῦντες αὐτῷ, ἑαυτοὺς δὲ οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν. σκοπεῖσθαι δέ, ὦ εὐηθέστατε Σώκρατες, οὑτωσὶ χρή, ὅτι δίκαιος ἀνὴρ ἀδίκου πανταχοῦ ἔλαττον ἔχει. πρῶτον μὲν ἐν τοῖς πρὸς ἀλλήλους συμβολαίοις, ὅπου ἂν ὁ τοιοῦτος τῷ τοιούτῳ κοινωνήσῃ, οὐδαμοῦ ἂν εὕροις ἐν τῇ διαλύσει τῆς κοινωνίας πλέον ἔχοντα τὸν δίκαιον τοῦ ἀδίκου ἀλλ᾽ ἔλαττον· ἔπειτα ἐν τοῖς πρὸς τὴν πόλιν, ὅταν τέ τινες εἰσφοραὶ ὦσιν, ὁ μὲν δίκαιος ἀπὸ τῶν ἴσων πλέον εἰσφέρει, ὁ δ᾽ ἔλαττον, ὅταν τε λήψεις, [343e] ὁ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ πολλὰ κερδαίνει. καὶ γὰρ ὅταν ἀρχήν τινα ἄρχῃ ἑκάτερος, τῷ μὲν δικαίῳ ὑπάρχει, καὶ εἰ μηδεμία ἄλλη ζημία, τά γε οἰκεῖα δι᾽ ἀμέλειαν μοχθηροτέρως ἔχειν, ἐκ δὲ τοῦ δημοσίου μηδὲν ὠφελεῖσθαι διὰ τὸ δίκαιον εἶναι, πρὸς δὲ τούτοις ἀπεχθέσθαι τοῖς τε οἰκείοις καὶ τοῖς γνωρίμοις, ὅταν μηδὲν ἐθέλῃ αὐτοῖς ὑπηρετεῖν παρὰ τὸ δίκαιον· τῷ δὲ ἀδίκῳ πάντα τούτων τἀναντία ὑπάρχει. λέγω γὰρ [344a] ὅνπερ νυνδὴ ἔλεγον, τὸν μεγάλα δυνάμενον πλεονεκτεῖν· τοῦτον οὖν σκόπει, εἴπερ βούλει κρίνειν ὅσῳ μᾶλλον συμφέρει ἰδίᾳ αὑτῷ ἄδικον εἶναι ἢ τὸ δίκαιον. πάντων δὲ ῥᾷστα μαθήσῃ, ἐὰν ἐπὶ τὴν τελεωτάτην ἀδικίαν ἔλθῃς, ἣ τὸν μὲν ἀδικήσαντα εὐδαιμονέστατον ποιεῖ, τοὺς δὲ ἀδικηθέντας καὶ ἀδικῆσαι οὐκ ἂν ἐθέλοντας ἀθλιωτάτους. ἔστιν δὲ τοῦτο τυραννίς, ἣ οὐ κατὰ σμικρὸν τἀλλότρια καὶ λάθρᾳ καὶ βίᾳ ἀφαιρεῖται, καὶ ἱερὰ καὶ ὅσια καὶ ἴδια καὶ δημόσια, ἀλλὰ [344b] συλλήβδην· ὧν ἐφ᾽ ἑκάστῳ μέρει ὅταν τις ἀδικήσας μὴ λάθῃ, ζημιοῦταί τε καὶ ὀνείδη ἔχει τὰ μέγιστα —καὶ γὰρ ἱερόσυλοι καὶ ἀνδραποδισταὶ καὶ τοιχωρύχοι καὶ ἀποστερηταὶ καὶ κλέπται οἱ κατὰ μέρη ἀδικοῦντες τῶν τοιούτων κακουργημάτων καλοῦνται— ἐπειδὰν δέ τις πρὸς τοῖς τῶν πολιτῶν χρήμασιν καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισάμενος δουλώσηται, ἀντὶ τούτων τῶν αἰσχρῶν ὀνομάτων εὐδαίμονες καὶ μακάριοι [344c] κέκληνται, οὐ μόνον ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων ὅσοι ἂν πύθωνται αὐτὸν τὴν ὅλην ἀδικίαν ἠδικηκότα· οὐ γὰρ τὸ ποιεῖν τὰ ἄδικα ἀλλὰ τὸ πάσχειν φοβούμενοι ὀνειδίζουσιν οἱ ὀνειδίζοντες τὴν ἀδικίαν. οὕτως, ὦ Σώκρατες, καὶ ἰσχυρότερον καὶ ἐλευθεριώτερον καὶ δεσποτικώτερον ἀδικία δικαιοσύνης ἐστὶν ἱκανῶς γιγνομένη, καὶ ὅπερ ἐξ ἀρχῆς ἔλεγον, τὸ μὲν τοῦ κρείττονος συμφέρον τὸ δίκαιον τυγχάνει ὄν, τὸ δ᾽ ἄδικον ἑαυτῷ λυσιτελοῦν τε καὶ συμφέρον.
***
Ο Σωκράτης συνεχίζει την κριτική του. Είναι ευδαίμων ο άδικος;
[343a] Ενώ λοιπόν εφτάσαμε σ᾽ αυτό το σημείο στη συζήτησή μας και όλοι έβλεπαν φανερά πως η δικαιοσύνη παρουσιάσθηκε ολωσδιόλου αντίθετη με τον ορισμό του, ο Θρασύμαχος, αντί ν᾽ απαντήσει, με ρωτά έξαφνα: Δε μου λες, Σωκράτη, έχεις παραμάνα;
Δεν άξιζε καλύτερα, του είπα εγώ, να μου απαντήσεις, αντί να μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις;
Δεν κάνει καλά, εξακολούθησε εκείνος, να σ᾽ αφήνει έτσι και να μη σε ξεμυξιάζει· κι έχεις ανάγκη, μα το ναι, αφού δεν είσαι σε θέση να ξεχωρίσεις τί είναι πρόβατα και τί είναι βοσκός.
Και πώς το κατάλαβες, παρακαλώ;
[343b] Επειδή πιστεύεις πως οι βοσκοί και οι βουκόλοι δεν φροντίζουν παρά για το καλό των προβάτων και των βοδιών και πως τα παχαίνουν και τα περιποιούνται για κάθε άλλο παρά για το συμφέρον το δικό των και του αφεντικού των. Έτσι, φαίνεται, φαντάζεσαι πως και οι άρχοντες στις πολιτείες, οι πραγματικοί εννοώ άρχοντες, άλλα αιστήματα τρέφουν για τους υποτακτικούς των, διαφορετικά από τις διαθέσεις που θα είχε κανείς για τα πρόβατά του, και πως σκέπτονται μέρα νύχτα άλλο τίποτε, παρά [343c] πώς να ωφεληθούν απ᾽ αυτούς· και τόσο μακριά είσαι από το να εννοείς το δίκαιο και τη δικαιοσύνη, το άδικο και την αδικία, ώστε δεν γνωρίζεις πως η δικαιοσύνη και το δίκαιο είναι πράγμα καλό όχι για τον άνθρωπο τον δίκαιο, μα για κείνον που έχει τη δύναμη και εξουσιάζει, ενώ είναι βλαβερό για κείνον που υπακούει και δουλεύει· και το εναντίο, πως η αδικία έχει στην εξουσία της τους πραγματικά απλοϊκούς και αγαθούς ανθρώπους και πως αυτοί υποκύπτουν σ᾽ όλα στο συμφέρον του ισχυροτέρου και τον κάνουν ευτυχισμένο [343d] με τις υπηρεσίες των, ενώ τον εαυτό τους κάθε άλλο. Και ιδού πώς πρέπει να εξετάζεις τα πράγματα, αφελέστατε άνθρωπε· ο δίκαιος σ᾽ όλες τις περιστάσεις παίρνει τη χαμένη μπρος στον άδικο· πρώτα στις ιδιωτικές συναλλαγές, όπου συνεταιριστούν ο τέτοιος με τον τέτοιο, ποτέ στη διάλυση δεν θα βρεις κερδημένο τον δίκαιο, αλλ᾽ απεναντίας ζημιωμένο· έπειτα στα πολιτικά πράγματα, αν χρειαστεί να επιβληθούν εισφορές, ο δίκαιος, με ίση περιουσία, θα συνεισφέρει περισσότερα, ο άδικος ολιγότερα· αν απεναντίας πρόκειται για αποδοχές, [343e] ο ένας τίποτε, ο άλλος πάμπολλα κερδίζει· στις διαχειρίσεις πάλι δημοσίων λειτουργιών, ο δίκαιος, και αν συμβεί να μην πάθει καμιάν άλλη ζημιά, αφήνει τα ιδιωτικά του συμφέροντα και παίρνουν τον κατήφορο, επειδή τα παραμελεί, και από το δημόσιο τίποτα δεν ωφελείται, επειδή είναι ακέραιος, και εκτός απ᾽ αυτό αποκτά και εχθρούς τους οικείους και τους γνωρίμους του, όταν δεν θελήσει να τους κάμει καμιά ευκολία έξω από το δίκαιο· ενώ με τον άδικο θα δεις ολωσδιόλου τα εναντία· και εννοώ [344a] εκείνο που έλεγα πριν, πως έχει τη δύναμη και την ικανότητα να βάζει κάτω τους άλλους· αυτόν κοίταξε, αν θέλεις να κρίνεις πόσο τον συμφέρει περισσότερο να είναι άδικος παρά δίκαιος. Κι ακόμα καλύτερα θα το καταλάβεις, αν λάβεις αμέσως υπόψη σου την αδικία φτασμένη στο κατακόρυφό της, την αδικία που κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου εκείνον που τη διαπράττει και αθλιοτάτους εκείνους που την υποφέρουν, επειδή δεν θέλουν οι ίδιοι να αδικήσουν· εννοώ δηλαδή την τυραννίδα, που βάζει σε ενέργεια και το δόλο και τη βία, για να βάλει στο χέρι τ᾽ αγαθά του άλλου όχι λίγο λίγο, αλλά που χωρίς να σέβεται ούτε ιερό ούτε όσιο σφετερίζεται αμέσως και με μιας όλες, [344b] δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες· κάθε άλλος, που ήθελε κάμει χωριστά καμιά απ᾽ αυτές τις αδικίες και ανακαλυφθεί, παθαίνει τις μεγαλύτερες τιμωρίες και τους εξευτελισμούς· και αναλόγως με το αδίκημα που ήθελε κάμει χωριστά ο καθένας, τους ονομάζουν ιερόσυλους και σωματεμπόρους και τυμβωρύχους και κλέφτες και λωποδύτες και τα λοιπά· αν όμως κανείς, εκτός από την περιουσία των πολιτών, τους στερήσει και την προσωπική τους ελευθερία και τους μεταβάλει σε ανδράποδα, αντί για όλα αυτά τα αισχρά ονόματα, ευτυχής άνθρωπος και μακάριος [344c] ονομάζεται, όχι μόνο από τους πατριώτες του, μα και από τους άλλους που λάβουν γνώση των κακουργημάτων του· γιατί, αν καταφέρονται εναντίον της αδικίας, όσοι καταφέρονται, το ίδιο κάνουν όχι γιατί φοβούνται να την κάμουν κι οι ίδιοι, αλλά γιατί φοβούνται να την υποστούν, καλέ μου Σωκράτη· τόσο είναι αλήθεια πως η αδικία, όταν φτάσει σ᾽ ένα τέτοιο βαθμό, είναι πιο ισχυρή και πιο ελεύθερη και πιο δεσποτική από τη δικαιοσύνη και, όπως έλεγα εξαρχής, το δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου και πως το άδικο στρέφεται σε κέρδος και ωφέλειά του.
Τί δέ; ἦν δ᾽ ἐγώ· οὐκ ἀποκρίνεσθαι χρῆν μᾶλλον ἢ τοιαῦτα ἐρωτᾶν;
Ὅτι τοί σε, ἔφη, κορυζῶντα περιορᾷ καὶ οὐκ ἀπομύττει δεόμενον, ὅς γε αὐτῇ οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις.
Ὅτι δὴ τί μάλιστα; ἦν δ᾽ ἐγώ.
[343b] Ὅτι οἴει τοὺς ποιμένας ἢ τοὺς βουκόλους τὸ τῶν προβάτων ἢ τὸ τῶν βοῶν ἀγαθὸν σκοπεῖν καὶ παχύνειν αὐτοὺς καὶ θεραπεύειν πρὸς ἄλλο τι βλέποντας ἢ τὸ τῶν δεσποτῶν ἀγαθὸν καὶ τὸ αὑτῶν, καὶ δὴ καὶ τοὺς ἐν ταῖς πόλεσιν ἄρχοντας, οἳ ὡς ἀληθῶς ἄρχουσιν, ἄλλως πως ἡγῇ διανοεῖσθαι πρὸς τοὺς ἀρχομένους ἢ ὥσπερ ἄν τις πρὸς πρόβατα διατεθείη, καὶ ἄλλο τι σκοπεῖν αὐτοὺς διὰ νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἢ τοῦτο, [343c] ὅθεν αὐτοὶ ὠφελήσονται. καὶ οὕτω πόρρω εἶ περί τε τοῦ δικαίου καὶ δικαιοσύνης καὶ ἀδίκου τε καὶ ἀδικίας, ὥστε ἀγνοεῖς ὅτι ἡ μὲν δικαιοσύνη καὶ τὸ δίκαιον ἀλλότριον ἀγαθὸν τῷ ὄντι, τοῦ κρείττονός τε καὶ ἄρχοντος συμφέρον, οἰκεία δὲ τοῦ πειθομένου τε καὶ ὑπηρετοῦντος βλάβη, ἡ δὲ ἀδικία τοὐναντίον, καὶ ἄρχει τῶν ὡς ἀληθῶς εὐηθικῶν τε καὶ δικαίων, οἱ δ᾽ ἀρχόμενοι ποιοῦσιν τὸ ἐκείνου συμφέρον κρείττονος ὄντος, καὶ εὐδαίμονα ἐκεῖνον ποιοῦσιν [343d] ὑπηρετοῦντες αὐτῷ, ἑαυτοὺς δὲ οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν. σκοπεῖσθαι δέ, ὦ εὐηθέστατε Σώκρατες, οὑτωσὶ χρή, ὅτι δίκαιος ἀνὴρ ἀδίκου πανταχοῦ ἔλαττον ἔχει. πρῶτον μὲν ἐν τοῖς πρὸς ἀλλήλους συμβολαίοις, ὅπου ἂν ὁ τοιοῦτος τῷ τοιούτῳ κοινωνήσῃ, οὐδαμοῦ ἂν εὕροις ἐν τῇ διαλύσει τῆς κοινωνίας πλέον ἔχοντα τὸν δίκαιον τοῦ ἀδίκου ἀλλ᾽ ἔλαττον· ἔπειτα ἐν τοῖς πρὸς τὴν πόλιν, ὅταν τέ τινες εἰσφοραὶ ὦσιν, ὁ μὲν δίκαιος ἀπὸ τῶν ἴσων πλέον εἰσφέρει, ὁ δ᾽ ἔλαττον, ὅταν τε λήψεις, [343e] ὁ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ πολλὰ κερδαίνει. καὶ γὰρ ὅταν ἀρχήν τινα ἄρχῃ ἑκάτερος, τῷ μὲν δικαίῳ ὑπάρχει, καὶ εἰ μηδεμία ἄλλη ζημία, τά γε οἰκεῖα δι᾽ ἀμέλειαν μοχθηροτέρως ἔχειν, ἐκ δὲ τοῦ δημοσίου μηδὲν ὠφελεῖσθαι διὰ τὸ δίκαιον εἶναι, πρὸς δὲ τούτοις ἀπεχθέσθαι τοῖς τε οἰκείοις καὶ τοῖς γνωρίμοις, ὅταν μηδὲν ἐθέλῃ αὐτοῖς ὑπηρετεῖν παρὰ τὸ δίκαιον· τῷ δὲ ἀδίκῳ πάντα τούτων τἀναντία ὑπάρχει. λέγω γὰρ [344a] ὅνπερ νυνδὴ ἔλεγον, τὸν μεγάλα δυνάμενον πλεονεκτεῖν· τοῦτον οὖν σκόπει, εἴπερ βούλει κρίνειν ὅσῳ μᾶλλον συμφέρει ἰδίᾳ αὑτῷ ἄδικον εἶναι ἢ τὸ δίκαιον. πάντων δὲ ῥᾷστα μαθήσῃ, ἐὰν ἐπὶ τὴν τελεωτάτην ἀδικίαν ἔλθῃς, ἣ τὸν μὲν ἀδικήσαντα εὐδαιμονέστατον ποιεῖ, τοὺς δὲ ἀδικηθέντας καὶ ἀδικῆσαι οὐκ ἂν ἐθέλοντας ἀθλιωτάτους. ἔστιν δὲ τοῦτο τυραννίς, ἣ οὐ κατὰ σμικρὸν τἀλλότρια καὶ λάθρᾳ καὶ βίᾳ ἀφαιρεῖται, καὶ ἱερὰ καὶ ὅσια καὶ ἴδια καὶ δημόσια, ἀλλὰ [344b] συλλήβδην· ὧν ἐφ᾽ ἑκάστῳ μέρει ὅταν τις ἀδικήσας μὴ λάθῃ, ζημιοῦταί τε καὶ ὀνείδη ἔχει τὰ μέγιστα —καὶ γὰρ ἱερόσυλοι καὶ ἀνδραποδισταὶ καὶ τοιχωρύχοι καὶ ἀποστερηταὶ καὶ κλέπται οἱ κατὰ μέρη ἀδικοῦντες τῶν τοιούτων κακουργημάτων καλοῦνται— ἐπειδὰν δέ τις πρὸς τοῖς τῶν πολιτῶν χρήμασιν καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισάμενος δουλώσηται, ἀντὶ τούτων τῶν αἰσχρῶν ὀνομάτων εὐδαίμονες καὶ μακάριοι [344c] κέκληνται, οὐ μόνον ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων ὅσοι ἂν πύθωνται αὐτὸν τὴν ὅλην ἀδικίαν ἠδικηκότα· οὐ γὰρ τὸ ποιεῖν τὰ ἄδικα ἀλλὰ τὸ πάσχειν φοβούμενοι ὀνειδίζουσιν οἱ ὀνειδίζοντες τὴν ἀδικίαν. οὕτως, ὦ Σώκρατες, καὶ ἰσχυρότερον καὶ ἐλευθεριώτερον καὶ δεσποτικώτερον ἀδικία δικαιοσύνης ἐστὶν ἱκανῶς γιγνομένη, καὶ ὅπερ ἐξ ἀρχῆς ἔλεγον, τὸ μὲν τοῦ κρείττονος συμφέρον τὸ δίκαιον τυγχάνει ὄν, τὸ δ᾽ ἄδικον ἑαυτῷ λυσιτελοῦν τε καὶ συμφέρον.
***
Ο Σωκράτης συνεχίζει την κριτική του. Είναι ευδαίμων ο άδικος;
[343a] Ενώ λοιπόν εφτάσαμε σ᾽ αυτό το σημείο στη συζήτησή μας και όλοι έβλεπαν φανερά πως η δικαιοσύνη παρουσιάσθηκε ολωσδιόλου αντίθετη με τον ορισμό του, ο Θρασύμαχος, αντί ν᾽ απαντήσει, με ρωτά έξαφνα: Δε μου λες, Σωκράτη, έχεις παραμάνα;
Δεν άξιζε καλύτερα, του είπα εγώ, να μου απαντήσεις, αντί να μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις;
Δεν κάνει καλά, εξακολούθησε εκείνος, να σ᾽ αφήνει έτσι και να μη σε ξεμυξιάζει· κι έχεις ανάγκη, μα το ναι, αφού δεν είσαι σε θέση να ξεχωρίσεις τί είναι πρόβατα και τί είναι βοσκός.
Και πώς το κατάλαβες, παρακαλώ;
[343b] Επειδή πιστεύεις πως οι βοσκοί και οι βουκόλοι δεν φροντίζουν παρά για το καλό των προβάτων και των βοδιών και πως τα παχαίνουν και τα περιποιούνται για κάθε άλλο παρά για το συμφέρον το δικό των και του αφεντικού των. Έτσι, φαίνεται, φαντάζεσαι πως και οι άρχοντες στις πολιτείες, οι πραγματικοί εννοώ άρχοντες, άλλα αιστήματα τρέφουν για τους υποτακτικούς των, διαφορετικά από τις διαθέσεις που θα είχε κανείς για τα πρόβατά του, και πως σκέπτονται μέρα νύχτα άλλο τίποτε, παρά [343c] πώς να ωφεληθούν απ᾽ αυτούς· και τόσο μακριά είσαι από το να εννοείς το δίκαιο και τη δικαιοσύνη, το άδικο και την αδικία, ώστε δεν γνωρίζεις πως η δικαιοσύνη και το δίκαιο είναι πράγμα καλό όχι για τον άνθρωπο τον δίκαιο, μα για κείνον που έχει τη δύναμη και εξουσιάζει, ενώ είναι βλαβερό για κείνον που υπακούει και δουλεύει· και το εναντίο, πως η αδικία έχει στην εξουσία της τους πραγματικά απλοϊκούς και αγαθούς ανθρώπους και πως αυτοί υποκύπτουν σ᾽ όλα στο συμφέρον του ισχυροτέρου και τον κάνουν ευτυχισμένο [343d] με τις υπηρεσίες των, ενώ τον εαυτό τους κάθε άλλο. Και ιδού πώς πρέπει να εξετάζεις τα πράγματα, αφελέστατε άνθρωπε· ο δίκαιος σ᾽ όλες τις περιστάσεις παίρνει τη χαμένη μπρος στον άδικο· πρώτα στις ιδιωτικές συναλλαγές, όπου συνεταιριστούν ο τέτοιος με τον τέτοιο, ποτέ στη διάλυση δεν θα βρεις κερδημένο τον δίκαιο, αλλ᾽ απεναντίας ζημιωμένο· έπειτα στα πολιτικά πράγματα, αν χρειαστεί να επιβληθούν εισφορές, ο δίκαιος, με ίση περιουσία, θα συνεισφέρει περισσότερα, ο άδικος ολιγότερα· αν απεναντίας πρόκειται για αποδοχές, [343e] ο ένας τίποτε, ο άλλος πάμπολλα κερδίζει· στις διαχειρίσεις πάλι δημοσίων λειτουργιών, ο δίκαιος, και αν συμβεί να μην πάθει καμιάν άλλη ζημιά, αφήνει τα ιδιωτικά του συμφέροντα και παίρνουν τον κατήφορο, επειδή τα παραμελεί, και από το δημόσιο τίποτα δεν ωφελείται, επειδή είναι ακέραιος, και εκτός απ᾽ αυτό αποκτά και εχθρούς τους οικείους και τους γνωρίμους του, όταν δεν θελήσει να τους κάμει καμιά ευκολία έξω από το δίκαιο· ενώ με τον άδικο θα δεις ολωσδιόλου τα εναντία· και εννοώ [344a] εκείνο που έλεγα πριν, πως έχει τη δύναμη και την ικανότητα να βάζει κάτω τους άλλους· αυτόν κοίταξε, αν θέλεις να κρίνεις πόσο τον συμφέρει περισσότερο να είναι άδικος παρά δίκαιος. Κι ακόμα καλύτερα θα το καταλάβεις, αν λάβεις αμέσως υπόψη σου την αδικία φτασμένη στο κατακόρυφό της, την αδικία που κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου εκείνον που τη διαπράττει και αθλιοτάτους εκείνους που την υποφέρουν, επειδή δεν θέλουν οι ίδιοι να αδικήσουν· εννοώ δηλαδή την τυραννίδα, που βάζει σε ενέργεια και το δόλο και τη βία, για να βάλει στο χέρι τ᾽ αγαθά του άλλου όχι λίγο λίγο, αλλά που χωρίς να σέβεται ούτε ιερό ούτε όσιο σφετερίζεται αμέσως και με μιας όλες, [344b] δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες· κάθε άλλος, που ήθελε κάμει χωριστά καμιά απ᾽ αυτές τις αδικίες και ανακαλυφθεί, παθαίνει τις μεγαλύτερες τιμωρίες και τους εξευτελισμούς· και αναλόγως με το αδίκημα που ήθελε κάμει χωριστά ο καθένας, τους ονομάζουν ιερόσυλους και σωματεμπόρους και τυμβωρύχους και κλέφτες και λωποδύτες και τα λοιπά· αν όμως κανείς, εκτός από την περιουσία των πολιτών, τους στερήσει και την προσωπική τους ελευθερία και τους μεταβάλει σε ανδράποδα, αντί για όλα αυτά τα αισχρά ονόματα, ευτυχής άνθρωπος και μακάριος [344c] ονομάζεται, όχι μόνο από τους πατριώτες του, μα και από τους άλλους που λάβουν γνώση των κακουργημάτων του· γιατί, αν καταφέρονται εναντίον της αδικίας, όσοι καταφέρονται, το ίδιο κάνουν όχι γιατί φοβούνται να την κάμουν κι οι ίδιοι, αλλά γιατί φοβούνται να την υποστούν, καλέ μου Σωκράτη· τόσο είναι αλήθεια πως η αδικία, όταν φτάσει σ᾽ ένα τέτοιο βαθμό, είναι πιο ισχυρή και πιο ελεύθερη και πιο δεσποτική από τη δικαιοσύνη και, όπως έλεγα εξαρχής, το δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου και πως το άδικο στρέφεται σε κέρδος και ωφέλειά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου