«Θα τρελαθώ», «Δεν αντέχω άλλο», «Βοήθεια, τρελαίνομαι».
Η ψυχική ασθένεια από τα βάθη των αιώνων διαταράσσει με τον ανοίκειο χαρακτήρα της τη φυσική τάξη των πραγμάτων.
Ανέκαθεν υπήρχε «η τρέλα». Ακόμα όμως και αν δεν υπήρχε, θα οφείλαμε να την επινοήσουμε, ιδιαίτερα σήμερα, σε αυτή την εποχή, όπου ο καθένας μας τόσο εύκολα χρησιμοποιεί το ρήμα «τρελαίνομαι».
Βολεύει εν τέλει και προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες η ύπαρξή της έτσι καθώς ενσαρκώνει και συμπυκνώνει το παράδοξο και ακατανόητο των ανθρωπίνων συμπεριφορών, έτσι καθώς προσφέρει ένα σχήμα διαταρακτικά δυσνόητο χωρίς να χρειάζεται να ανατρέχουμε σε πολύπλοκα μονοπάτια σκέψης για να το αποκωδικοποιήσουμε.
Με τα συμπαγή διαχωριστικά τείχη που υψώνονται ανάμεσα σε «αυτούς» και σε «εμάς» καθησυχάζεται η ευρύτερη ομάδα για την όλο και πιο επισφαλή φυσιολογικότητά της.
Σήμερα λοιπόν που η ισχνή, έτσι κι αλλιώς, γραμμούλα που χωρίζει το ομαλό από το παθολογικό γίνεται ακόμα πιο ισχνή, σήμερα που μια ιδιότυπη κοινότητα στην οδύνη τείνει να ενώσει «υγιείς» και «μη υγιείς», σήμερα ακριβώς είναι που το παλαιό στίγμα απέναντι στον τρελό αναζωπυρώνεται.
«Μπορεί να τρελαινόμαστε αλλά... μην τρελαθούμε κιόλας...
Εμείς όσο κι αν τρελαινόμαστε δεν είμαστε και δεν θα γίνουμε ποτέ τρελοί».
'Αρα ο τρελός αξιώνει τη θέση που πάντα είχε. Εκείνη του επικίνδυνου, δυνάμει εγκληματικού, αλλόκοτου πλάσματος.
«Μα μην το ψάχνεις, το έκανε επειδή είναι τρελός. Πήδηξε από το παράθυρο, φόνευσε, ασέλγησε, κακοποίησε τον εαυτό του, διέλυσε και διαλύθηκε, αλλά ουφ... ήταν τρελός».
Έτσι, το στερεότυπο του επικίνδυνου και δυνάμει εγκληματικού ψυχικά πάσχοντος ατόμου παραμένει πανίσχυρο.
Εξακολουθεί με συνεχώς εντεινόμενο ζήλο να είναι μία από τις πιο ευδιάκριτες θεσμικά αποδεκτές μορφές βίας που υφίστανται οι ψυχικά ασθενείς.
Η ψυχική ασθένεια από τα βάθη των αιώνων διαταράσσει με τον ανοίκειο χαρακτήρα της τη φυσική τάξη των πραγμάτων.
Ανέκαθεν υπήρχε «η τρέλα». Ακόμα όμως και αν δεν υπήρχε, θα οφείλαμε να την επινοήσουμε, ιδιαίτερα σήμερα, σε αυτή την εποχή, όπου ο καθένας μας τόσο εύκολα χρησιμοποιεί το ρήμα «τρελαίνομαι».
Βολεύει εν τέλει και προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες η ύπαρξή της έτσι καθώς ενσαρκώνει και συμπυκνώνει το παράδοξο και ακατανόητο των ανθρωπίνων συμπεριφορών, έτσι καθώς προσφέρει ένα σχήμα διαταρακτικά δυσνόητο χωρίς να χρειάζεται να ανατρέχουμε σε πολύπλοκα μονοπάτια σκέψης για να το αποκωδικοποιήσουμε.
Με τα συμπαγή διαχωριστικά τείχη που υψώνονται ανάμεσα σε «αυτούς» και σε «εμάς» καθησυχάζεται η ευρύτερη ομάδα για την όλο και πιο επισφαλή φυσιολογικότητά της.
Σήμερα λοιπόν που η ισχνή, έτσι κι αλλιώς, γραμμούλα που χωρίζει το ομαλό από το παθολογικό γίνεται ακόμα πιο ισχνή, σήμερα που μια ιδιότυπη κοινότητα στην οδύνη τείνει να ενώσει «υγιείς» και «μη υγιείς», σήμερα ακριβώς είναι που το παλαιό στίγμα απέναντι στον τρελό αναζωπυρώνεται.
«Μπορεί να τρελαινόμαστε αλλά... μην τρελαθούμε κιόλας...
Εμείς όσο κι αν τρελαινόμαστε δεν είμαστε και δεν θα γίνουμε ποτέ τρελοί».
'Αρα ο τρελός αξιώνει τη θέση που πάντα είχε. Εκείνη του επικίνδυνου, δυνάμει εγκληματικού, αλλόκοτου πλάσματος.
«Μα μην το ψάχνεις, το έκανε επειδή είναι τρελός. Πήδηξε από το παράθυρο, φόνευσε, ασέλγησε, κακοποίησε τον εαυτό του, διέλυσε και διαλύθηκε, αλλά ουφ... ήταν τρελός».
Έτσι, το στερεότυπο του επικίνδυνου και δυνάμει εγκληματικού ψυχικά πάσχοντος ατόμου παραμένει πανίσχυρο.
Εξακολουθεί με συνεχώς εντεινόμενο ζήλο να είναι μία από τις πιο ευδιάκριτες θεσμικά αποδεκτές μορφές βίας που υφίστανται οι ψυχικά ασθενείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου