Αυτό που θέλω, αυτό που επιθυμεί η ψυχή μου και με τόση λαχτάρα υπόσχομαι στον εαυτό μου, χρειάζεται ένα και μόνο πράγμα για να το κατακτήσω• να μπορώ να το αντέξω.
Στην παιδική μας ηλικία, εάν η αγάπη και η αποδοχή έφτανε σε εμάς με όρους, μεγαλώναμε μέσα σε μία συνθήκη. Να είμαστε καλοί για να την λαμβάνουμε και όποια στιγμή δεν το καταφέρουμε, θα βιώσουμε την απομάκρυνση εκείνων που έχουμε περισσότερο ανάγκη και την αποστέρηση όλων των προνομίων μας.
Το πρώτο μας συναίσθημα, λοιπόν, έπρεπε να θαφτεί για να συνηχήσουμε με αυτό που μας ζητούσαν, μα καθώς αυτό ήταν αδύνατο, έμελλε να επενδύεται σε κάτι άλλο. Επενδυόταν στην προσδοκία ότι θα ικανοποιηθεί κάθε μας ανάγκη, εάν είμαστε καλοί, και στο ότι ο θυμός, η απογοήτευση και η θλίψη δεν πρέπει να επικοινωνούνται γιατί θα μας οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση.
Όσο, όμως, κι αν λαχταρούσαμε να απελευθερωθούμε από αυτή την συνθήκη, άλλο τόσο έπρεπε να παραμείνουμε στους κόλπους της για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, και η λύση ήταν μία. Να την αγαπήσουμε. Να την ενστερνιστούμε και να την ασπαστούμε ώστε να μπορέσουμε να την αντέξουμε. Κι ως ενήλικες, που αδημονούσαμε να νιώσουμε ελεύθεροι από αυτή την οδηγία της παιδικής μας ηλικίας, μοιάζει την οδηγία να την κατάπιαμε.
Όταν έρθει η ώρα να σχετιστούμε, λοιπόν, η κασέτα μπαίνει μπρος κι ο σύντροφος που επιλέγουμε περνάει από μια ασυνείδητη και χειρουργικής ακριβείας εξέταση. Η εξέταση αυτή διαρκεί ελάχιστα, εκτελείται αυτόματα, και αποτελείται από μία και μόνο ερώτηση: “Σε αντέχω;”
Όσο κι αν επιθυμώ κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από αυτό που έμαθα, το κορμί μου τεντώνεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Κι ο λόγος για αυτό δεν είναι άλλος από το ότι το οικείο, ακόμα κι αν είναι ματαιωτικό, το αντέχω.
Για να επιβιώσουμε στη σχέση, λοιπόν, αναβιώνει η ίδια οδηγία με τότε. Να είσαι καλή... μη δίνεις σημασία... να είσαι υπομονετικός, μη φωνάζεις... μη χτυπιέσαι και στο τέλος θα ανταμειφτείς.
Και μέσα σε αυτή τη φράση, συμβαίνουν τα δύο πράγματα που συνέβαιναν και τότε. Η υπενθύμιση ότι καλός είναι εκείνος που δεν παραπονιέται, που δεν ζητάει, που δεν υπερασπίζεται αυτό που νιώθει, και το ότι χρειάζεται να καταπνίξουμε το συναίσθημά μας ώστε να είμαστε αρεστοί, ώστε να μας αγαπούν.
Αυτό που απομένει, όμως, είναι το ίδιο παιδί το οποίο δεν έπρεπε να νιώθει όπως νιώθει, και παρά το ότι το απαγορεύει στον εαυτό του, εξακολουθεί να μην εμπεριέχεται. Και αυτό το παιδί γίνεται ένας ενήλικας ο οποίος συνεχίζει να απορρίπτεται με την ίδια ακρίβεια. Συνεχίζει να είναι δοτικός και φροντιστικός με το συναίσθημα του άλλου, συνεχίζει να δίνει με την ελπίδα ότι θα πάρει, αλλά αυτό είναι ένα αξίωμα το οποίο δεν μέλλει να ικανοποιηθεί.
Μέσα σε έναν δεσμό με μία τέτοια συνθήκη, καιρό με τον καιρό, αναδύεται η ίδια συναισθηματική έλλειψη που υπήρχε και τότε. Και το γνώριμο της κατάστασης είναι που μας κρατά εκεί και δεν εγκαταλείπουμε βαφτίζοντας την ταλαιπωρία μας αφοσίωση, δέσμευση, ή όπως αλλιώς χρειάζεται να κάνουμε.
Οι σύντροφοί μας, ωστόσο, όσο κι αν μοιάζουν να μας ταλαιπωρούν, είναι συγχρόνως αυτό ακριβώς που μπορούμε να διαχειριστούμε. Κι, όμως. Μέσα στην ταλαιπωρία μας θυμώνουμε, οργιζόμαστε. Να αλλάξει ο άλλος, λέμε. Να καταλάβει... να γίνει πιο γλυκός... πιο τρυφερός... πιο εμπεριεκτικός...
Όμως, αν το έκανε, θα το αντέχαμε; Θα αντέχαμε να ζούμε με κάποιον τόσο δοτικό, όταν η αγάπη στην οποία μάθαμε ερχόταν με τόνους παραμέλησης;
Θα αντέχαμε όταν η αποδοχή που λαμβάναμε ερχόταν με όρους; Όταν αυτό που μάθαμε είναι ότι πρέπει να είμαστε ολοκληρωτικά και συνεχώς καλοί; Ότι το να στενοχωρείς, να θυμώνεις, να κλαις, δεν ανήκει σε μια σχέση και το ότι, αν συμβαίνει, σημαίνει ότι η σχέση είναι κακή;
Ότι οφείλουμε ακόμα και να προνοούμε. Να καταλαβαίνουμε τον άλλο πριν καν μας το ζητήσει και το ότι το ίδιο οφείλει να κάνει κι αυτός; Γιατί να του μιλήσουμε, λοιπόν, όταν κάτι μας πληγώνει; Λες και θα καταλάβει.
Φυσικά, και δεν θα καταλάβει. Το να καταλάβει σημαίνει να αλλάξει, να γίνει κάποιος άλλος, μα αυτό γίνεται να συμβεί; Γίνεται να αλλάξει; Πώς; Πώς θα αλλάξει κάποιος τον οποίο τον επιλέξαμε για αυτόν ακριβώς το λόγο; Για να μας δίνει αυτό που αντέχουμε• τη ματαίωση, όταν η φροντίδα και η δοτικότητα που ζητάμε είναι τρομερά πιο απειλητική.
Συγχρόνως, όμως, μάθαμε να εξαρτάμε το αν θα εκφραστούμε από το πώς θα το υποδεχτεί εκείνος. Εάν το ακούσει, να το κάνω. Εάν όχι, δεν έχει νόημα. Έτσι, από το φόβο μην ματαιωθούμε, ματαιώνουμε οι ίδιοι εμάς. Κι όμως. Το να εκφραστούμε έχει το μεγαλύτερο νόημα καθώς ή θα αγγίξει τον άλλο και θα πλησιαστούμε ή θα καταλάβω με ποιον σχετίζομαι.
Κι αυτός που χρειάζομαι το περισσότερο να σχετιστώ είμαι εγώ. Αυτός που χρειάζομαι το περισσότερο να ακούσω, να αγκαλιάσω και να καταλάβω είμαι πάλι εγώ. Κι αυτή η αγκαλιά δεν γίνεται με τα χέρια μου, αλλά με κάτι μεγαλύτερο. Με κάτι σπουδαιότερο. Με κάτι που ο χώρος που μπορεί να εσωκλείσει είναι απεριόριστος. Την αποδοχή μου.
Δίνοντας εμείς σε εμάς αυτό που δεν μας δόθηκε. Εμπεριέχοντας τον εαυτό μας χωρίς συνθήκες, χωρίς όρους, για αυτό που είναι. Με το να γίνουμε εμείς οι ιδανικοί γονείς του. Εκείνοι που είχαμε ανάγκη.
Επιτρέπεται να θυμώσω; Φυσικά, και επιτρέπεται. Επιτρέπεται να κλάψω, να ζητήσω, να παραπονεθώ; Φυσικά, και επιτρέπεται. Μπορώ να το κάνω χωρίς να φοβάμαι ότι θα απορριφθώ; Φυσικά, και μπορείς. Έχω δικαίωμα να αγαπηθώ βαθιά για αυτό που είμαι; Έχεις κάθε δικαίωμα. Και έτσι ακριβώς απαντούμε τα ερωτήματα που έπρεπε να είχαν απαντηθεί, και λαμβάνουμε τις απαντήσεις που χρειαζόμασταν να έχουμε εσωτερικεύει ώστε να ψηλώσει η ψυχή μας.
Ο πόνος του να επαναλαμβάνω αυτό που με πληγώνει, είναι ένας πόνος που τον διατηρεί η δυσκολία του να αλλάξω αυτό που είμαι.
Η δυσκολία του να αποχωριστώ την προσδοκία μου για τους άλλους και να την στρέψω στον εαυτό μου. Κι αν δεν υπάρχει και δευτερογενές όφελος, τότε ένα και μόνο ένα πράγμα συμβαίνει. Επαναλαμβάνω την ιστορία της παιδικής μου ηλικίας σε μία προσπάθεια να την αλλάξω.
Η αλλαγή δεν είναι εύκολη. Εξίσου δύσκολη είναι. Και ο πόνος, όμως, δύσκολος είναι. Και το ένα δύσκολο είναι, και το άλλο δύσκολο είναι. Και τα δύο δύσκολα είναι. Εσύ, όμως, διαλέγεις με πιο δύσκολο θέλεις να ζεις...
Στην παιδική μας ηλικία, εάν η αγάπη και η αποδοχή έφτανε σε εμάς με όρους, μεγαλώναμε μέσα σε μία συνθήκη. Να είμαστε καλοί για να την λαμβάνουμε και όποια στιγμή δεν το καταφέρουμε, θα βιώσουμε την απομάκρυνση εκείνων που έχουμε περισσότερο ανάγκη και την αποστέρηση όλων των προνομίων μας.
Το πρώτο μας συναίσθημα, λοιπόν, έπρεπε να θαφτεί για να συνηχήσουμε με αυτό που μας ζητούσαν, μα καθώς αυτό ήταν αδύνατο, έμελλε να επενδύεται σε κάτι άλλο. Επενδυόταν στην προσδοκία ότι θα ικανοποιηθεί κάθε μας ανάγκη, εάν είμαστε καλοί, και στο ότι ο θυμός, η απογοήτευση και η θλίψη δεν πρέπει να επικοινωνούνται γιατί θα μας οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση.
Όσο, όμως, κι αν λαχταρούσαμε να απελευθερωθούμε από αυτή την συνθήκη, άλλο τόσο έπρεπε να παραμείνουμε στους κόλπους της για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, και η λύση ήταν μία. Να την αγαπήσουμε. Να την ενστερνιστούμε και να την ασπαστούμε ώστε να μπορέσουμε να την αντέξουμε. Κι ως ενήλικες, που αδημονούσαμε να νιώσουμε ελεύθεροι από αυτή την οδηγία της παιδικής μας ηλικίας, μοιάζει την οδηγία να την κατάπιαμε.
Όταν έρθει η ώρα να σχετιστούμε, λοιπόν, η κασέτα μπαίνει μπρος κι ο σύντροφος που επιλέγουμε περνάει από μια ασυνείδητη και χειρουργικής ακριβείας εξέταση. Η εξέταση αυτή διαρκεί ελάχιστα, εκτελείται αυτόματα, και αποτελείται από μία και μόνο ερώτηση: “Σε αντέχω;”
Όσο κι αν επιθυμώ κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από αυτό που έμαθα, το κορμί μου τεντώνεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Κι ο λόγος για αυτό δεν είναι άλλος από το ότι το οικείο, ακόμα κι αν είναι ματαιωτικό, το αντέχω.
Για να επιβιώσουμε στη σχέση, λοιπόν, αναβιώνει η ίδια οδηγία με τότε. Να είσαι καλή... μη δίνεις σημασία... να είσαι υπομονετικός, μη φωνάζεις... μη χτυπιέσαι και στο τέλος θα ανταμειφτείς.
Και μέσα σε αυτή τη φράση, συμβαίνουν τα δύο πράγματα που συνέβαιναν και τότε. Η υπενθύμιση ότι καλός είναι εκείνος που δεν παραπονιέται, που δεν ζητάει, που δεν υπερασπίζεται αυτό που νιώθει, και το ότι χρειάζεται να καταπνίξουμε το συναίσθημά μας ώστε να είμαστε αρεστοί, ώστε να μας αγαπούν.
Αυτό που απομένει, όμως, είναι το ίδιο παιδί το οποίο δεν έπρεπε να νιώθει όπως νιώθει, και παρά το ότι το απαγορεύει στον εαυτό του, εξακολουθεί να μην εμπεριέχεται. Και αυτό το παιδί γίνεται ένας ενήλικας ο οποίος συνεχίζει να απορρίπτεται με την ίδια ακρίβεια. Συνεχίζει να είναι δοτικός και φροντιστικός με το συναίσθημα του άλλου, συνεχίζει να δίνει με την ελπίδα ότι θα πάρει, αλλά αυτό είναι ένα αξίωμα το οποίο δεν μέλλει να ικανοποιηθεί.
Μέσα σε έναν δεσμό με μία τέτοια συνθήκη, καιρό με τον καιρό, αναδύεται η ίδια συναισθηματική έλλειψη που υπήρχε και τότε. Και το γνώριμο της κατάστασης είναι που μας κρατά εκεί και δεν εγκαταλείπουμε βαφτίζοντας την ταλαιπωρία μας αφοσίωση, δέσμευση, ή όπως αλλιώς χρειάζεται να κάνουμε.
Οι σύντροφοί μας, ωστόσο, όσο κι αν μοιάζουν να μας ταλαιπωρούν, είναι συγχρόνως αυτό ακριβώς που μπορούμε να διαχειριστούμε. Κι, όμως. Μέσα στην ταλαιπωρία μας θυμώνουμε, οργιζόμαστε. Να αλλάξει ο άλλος, λέμε. Να καταλάβει... να γίνει πιο γλυκός... πιο τρυφερός... πιο εμπεριεκτικός...
Όμως, αν το έκανε, θα το αντέχαμε; Θα αντέχαμε να ζούμε με κάποιον τόσο δοτικό, όταν η αγάπη στην οποία μάθαμε ερχόταν με τόνους παραμέλησης;
Θα αντέχαμε όταν η αποδοχή που λαμβάναμε ερχόταν με όρους; Όταν αυτό που μάθαμε είναι ότι πρέπει να είμαστε ολοκληρωτικά και συνεχώς καλοί; Ότι το να στενοχωρείς, να θυμώνεις, να κλαις, δεν ανήκει σε μια σχέση και το ότι, αν συμβαίνει, σημαίνει ότι η σχέση είναι κακή;
Ότι οφείλουμε ακόμα και να προνοούμε. Να καταλαβαίνουμε τον άλλο πριν καν μας το ζητήσει και το ότι το ίδιο οφείλει να κάνει κι αυτός; Γιατί να του μιλήσουμε, λοιπόν, όταν κάτι μας πληγώνει; Λες και θα καταλάβει.
Φυσικά, και δεν θα καταλάβει. Το να καταλάβει σημαίνει να αλλάξει, να γίνει κάποιος άλλος, μα αυτό γίνεται να συμβεί; Γίνεται να αλλάξει; Πώς; Πώς θα αλλάξει κάποιος τον οποίο τον επιλέξαμε για αυτόν ακριβώς το λόγο; Για να μας δίνει αυτό που αντέχουμε• τη ματαίωση, όταν η φροντίδα και η δοτικότητα που ζητάμε είναι τρομερά πιο απειλητική.
Συγχρόνως, όμως, μάθαμε να εξαρτάμε το αν θα εκφραστούμε από το πώς θα το υποδεχτεί εκείνος. Εάν το ακούσει, να το κάνω. Εάν όχι, δεν έχει νόημα. Έτσι, από το φόβο μην ματαιωθούμε, ματαιώνουμε οι ίδιοι εμάς. Κι όμως. Το να εκφραστούμε έχει το μεγαλύτερο νόημα καθώς ή θα αγγίξει τον άλλο και θα πλησιαστούμε ή θα καταλάβω με ποιον σχετίζομαι.
Κι αυτός που χρειάζομαι το περισσότερο να σχετιστώ είμαι εγώ. Αυτός που χρειάζομαι το περισσότερο να ακούσω, να αγκαλιάσω και να καταλάβω είμαι πάλι εγώ. Κι αυτή η αγκαλιά δεν γίνεται με τα χέρια μου, αλλά με κάτι μεγαλύτερο. Με κάτι σπουδαιότερο. Με κάτι που ο χώρος που μπορεί να εσωκλείσει είναι απεριόριστος. Την αποδοχή μου.
Δίνοντας εμείς σε εμάς αυτό που δεν μας δόθηκε. Εμπεριέχοντας τον εαυτό μας χωρίς συνθήκες, χωρίς όρους, για αυτό που είναι. Με το να γίνουμε εμείς οι ιδανικοί γονείς του. Εκείνοι που είχαμε ανάγκη.
Επιτρέπεται να θυμώσω; Φυσικά, και επιτρέπεται. Επιτρέπεται να κλάψω, να ζητήσω, να παραπονεθώ; Φυσικά, και επιτρέπεται. Μπορώ να το κάνω χωρίς να φοβάμαι ότι θα απορριφθώ; Φυσικά, και μπορείς. Έχω δικαίωμα να αγαπηθώ βαθιά για αυτό που είμαι; Έχεις κάθε δικαίωμα. Και έτσι ακριβώς απαντούμε τα ερωτήματα που έπρεπε να είχαν απαντηθεί, και λαμβάνουμε τις απαντήσεις που χρειαζόμασταν να έχουμε εσωτερικεύει ώστε να ψηλώσει η ψυχή μας.
Ο πόνος του να επαναλαμβάνω αυτό που με πληγώνει, είναι ένας πόνος που τον διατηρεί η δυσκολία του να αλλάξω αυτό που είμαι.
Η δυσκολία του να αποχωριστώ την προσδοκία μου για τους άλλους και να την στρέψω στον εαυτό μου. Κι αν δεν υπάρχει και δευτερογενές όφελος, τότε ένα και μόνο ένα πράγμα συμβαίνει. Επαναλαμβάνω την ιστορία της παιδικής μου ηλικίας σε μία προσπάθεια να την αλλάξω.
Η αλλαγή δεν είναι εύκολη. Εξίσου δύσκολη είναι. Και ο πόνος, όμως, δύσκολος είναι. Και το ένα δύσκολο είναι, και το άλλο δύσκολο είναι. Και τα δύο δύσκολα είναι. Εσύ, όμως, διαλέγεις με πιο δύσκολο θέλεις να ζεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου