Φιλολογικές πηγές
Ο χαρακτήρας της λατρείας στη Μακεδονία, όπως στη Θράκη, το ΒΑ Αιγαίο, τη Βοιωτία, είναι διονυσιακός και οργιαστικός. Αυτό μπορεί να συνδεθεί και με τη δράση του Διόνυσου στον χώρο.
i. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία Βάκχες*, την οποία γράφει κατά τη δεκαοκτάμηνη παραμονή του στη Μακεδονία, δίνει μιαν άλλην εκδοχή του μύθου, που θέλει τον Διόνυσο να γεννιέται από τον μηρό του Δία, και τοποθετεί τη γέννησή του στον Όλυμπο (στ. 287-296):
Πολύ συχνή είναι η απεικόνιση του Διόνυσου, η οποία δικαιολογείται απόλυτα από τη δράση του θεού στην περιοχή και από τη λατρεία που είναι διονυσιακού περιεχομένου και χαρακτήρα. Οι παραστάσεις του αποκαλύπτουν ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας, αριστοκράτες και λαϊκά στρώματα, γνώριζαν τη διονυσιακή μυθολογία, καθώς και την αντίληψη που είχαν για την ουσία του θεού και τον διττό του χαρακτήρα, τον χθόνιο και τον κοσμικό, αγροτικού χαρακτήρα, αλλά και τη σχέση του με το θέατρο, καθώς η μορφή του κοσμεί γραπτές παραστάσεις σε τάφους ή ταφικά αγγεία, σε οικίες, σε θέατρα, σε λατρευτικούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα:
Γνωστά είναι η αρπαγή της Αριάδνης από τον Διόνυσο στη Νάξο και ο γάμος με αυτήν (επανέρχεται εδώ το θέμα της αρπαγής και του ιερού γάμου, οι μαιναδικές εξάρσεις, με τον χορό, την έκσταση, τον σπαραγμό, οι φόνοι, που κάποιες φορές συνοδεύουν τη λατρεία του Διόνυσου στους μύθους, το ιερό ζώο του θεού, ο πάνθηρας, όπως αυτό εμφανίζεται λ.χ. στον κρατήρα του Δερβενίου ή σε ψηφιδωτό δάπεδο ανδρώνα σε σπίτι στην Πέλλα. Γνωστοί είναι και οι μύθοι του Λυκούργου ή και του βασιλιά των Θηβών Πενθέα και ο συμποτικός χαρακτήρας του θεού με την έξαρση του γλεντιού, της χαράς, του έρωτα (σπίτι στην Πέλλα, έπαυλη του Διόνυσου στο Δίον), αλλά και ως εγγύηση για μια συνεύρεση του νεκρού με τον θεό σε ένα διαρκές συμπόσιο (δεύτερος τάφος του αγροκτήματος Μπέλλα, μακεδονικός τάφος Ποτίδαιας). Τη γνώση αυτή τεκμηριώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, σε μερικά από τα οποία θα σταθούμε και θα περιγράψουμε, ώστε να αναδυθεί η ουσία του θεού, καταρχάς η χθόνια και μετά η κοσμική.
i. Ο κρατήρας του Δερβενίου (330 π.Χ.), οστεοφυλάκιο και τεφροδόχο σκεύος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εικαστικό μυθολογικό βιβλίο. Εδώ θα συνοψίσουμε την εικονογραφία και μέσα από αυτή τη διονυσιακή θεολογία και μυθολογία. Θυμίζουμε μόνο ότι ο μαιναδισμός περιλαμβάνει: ορειβασία, κράτημα φιδιών, αντοχή στο κρύο, στη φωτιά (φωτιά καίει τα μαλλιά των βακχευτών χωρίς οι ίδιοι να νιώθουν κάψιμο).
Η κεντρική σκηνή του κρατήρα καλύπτεται από το ζευγάρι Διόνυσος - Αριάδνη σε μια στιγμή χαλάρωσης του ζεύγους αλλά και σε μια χαρακτηριστική στάση που αποκαλύπτει την ερωτική στιγμή που είχε προηγηθεί. Ο αγένειος Διόνυσος ακουμπά το δεξί του πόδι πάνω στο αριστερό της Αριάδνης, τη στιγμή που η εγκαταλειμμένη από τον Θησέα βασιλικόρη της Κρήτης κάνει τη χαρακτηριστική κίνηση της αποκάλυψης του προσώπου της. Πάνω ακριβώς από το ανάγλυφο ζεύγος στέκονται δύο ολόγλυφες ένθετες φιγούρες, μία γυναικεία παραδομένη σε ύπνο και μία αγένεια ημίγυμνη ανδρική που στηρίζει το βάρος του στο αριστερό χέρι, ενώ τείνει το δεξί προς τη γυναίκα που κοιμάται. Οι δύο ένθετες μορφές στέκονται χιαστί με το θεϊκό ζευγάρι στο σώμα του κρατήρα. Ποιες είναι αυτές οι ένθετες φιγούρες; Αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται για το ίδιο θεϊκό ζευγάρι σε μια προγενέστερη στιγμή. Όταν δηλαδή ο αθηναίος βασιλόπαις Θησέας εγκαταλείπει κοιμισμένη την Αριάδνη στην παραλία της Νάξου, ύστερα από εντολή των θεών, και φεύγει με το καράβι του, τη στιγμή που πλησιάζει ο θεός Διόνυσος για τον οποίο προορίζεται η Αριάδνη, πάνω σε άρμα ζεμένο με πάνθηρες –ένας στέκεται δίπλα στον θεό, άλλοι, ανάγλυφοι, τριγυρνούν κάτω από το χείλος του κρατήρα, υπόμνηση του τρόπου και του τόπου έλευσης του θεού. Βρισκόμαστε μπροστά σε παράσταση ενός ιερού γάμου, όπως προφανώς και στην περίπτωση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.
Αριστερά από την ανάγλυφη Αριάδνη δύο Μαινάδες βρίσκονται σε έκσταση όπως φανερώνουν τα κεφάλια τους που είναι ριγμένα προς τα πίσω. Οι δυο τους κρατούν από κοινού ένα ζώο, από τα μπροστινά του πόδια η μια, από τα πίσω η άλλη. Μοιάζουν έτοιμες να το διαμελίσουν, παραπέμποντας στους στ. 734-745*** από τις Βάκχες του Ευριπίδη.
Δίπλα τους ακριβώς στέκονται τρεις άλλες γυναικείες φιγούρες, τρεις μαινάδες, χαρακτηριστικοί τύποι των γυναικών που ακολουθούν τον Διόνυσο και καθαρά αναφέρονται στις Βάκχες ως νέαι παλαιαί παρθένοι τ’ έτι άζυγες**** (στ. 694). Η ακριανή που έχει καθίσει και συγκρατεί μιαν άλλη είναι προφανώς η «παλαιά», αυτή δηλαδή που είναι μυημένη και βοηθά μιαν άπειρη «άζυγον παρθένον» στον χορό της· το κορίτσι έχει πέσει σχεδόν ημιλιπόθυμο από την πρωτόγνωρη εμπειρία της έκστασης, ενώ το ρούχο της έχει πέσει αφήνοντας ημίγυμνο και το κορμί. Αντίθετα, η τρίτη, που ακουμπά με τα ακροδάχτυλα του αριστερού χεριού τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της νεαρής άπειρης, είναι προφανώς μια «νέα» που ήδη γνωρίζει τον εκστατικό χορό. Δίπλα της στέκεται ο Σιληνός που, σε ιθυφαλλική κατάσταση και όρθιος, με το αριστερό του χέρι συγκρατεί το κλαδί του αμπελιού που περιβάλλει τον κρατήρα πάνω ακριβώς από τα κεφάλια των μορφών. Πάνω ακριβώς κάθεται ένθετος Σάτυρος που κρατά ασκό στα χέρια του και κοιμάται, προφανώς μεθυσμένος.
Η τέταρτη ένθετη μορφή στον λαιμό του κρατήρα είναι μια μαινάδα που επίσης έχει αποκοιμηθεί, προφανώς ύστερα από το τέλος της εκστατικής μύησης, υποδεικνύοντας μια μεταγενέστερη στιγμή από αυτή που παρακολουθεί ο θεατής στο σώμα του κρατήρα. Οι δύο ένθετες φιγούρες στον λαιμό του κρατήρα, ο Σιληνός με τον ασκό και η αποκοιμισμένη Μαινάδα, στέκονται σε μια κατάσταση ησυχίας που αντιδιαστέλλεται με τη γεμάτη κίνηση σκηνή που συντελείται ακριβώς από κάτω τους (με τις τρεις Μαινάδες και τον Σιληνό) και στην οποία πιθανόν είχαν συμμετάσχει νωρίτερα και οι δυο.
Αντιστικτικά σε αυτόν και με τελείως διαφορετική κίνηση, βίαιη, στέκεται ένας άνδρας γενειοφόρος, μονοσάνδαλος, με τον χιτώνα του να ανεμίζει, υποδηλώνοντας τη βίαιη κίνηση του σπαθιού στο δεξί του χέρι. Ζευγάρι με αυτόν σχηματίζει μια γυναίκα, η οποία έχει ρίξει το κεφάλι προς τα πίσω και με το αριστερό της χέρι κρατά από το πόδι στον ώμο της ένα μωρό, ριγμένο προς τα πίσω. Αντιστικτικά επίσης σχηματίζει ζευγάρι με τον Διόνυσο. Αν δούμε αυτή τη γυναίκα ως μεμονωμένη φιγούρα, θα μπορούσαμε και πάλι να σκεφτούμε τους στ. από τις Βάκχες που αναφέρουν ότι οι Μαινάδες «άρπαζαν παιδιά από τα σπίτια. / Κι ό,τι έβαζαν στον ώμο τους έστεκε χωρίς να το δέσουν·» (στ. 754-755). Αν όμως δούμε τις δύο μορφές μαζί, τότε ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε ένα άλλο επεισόδιο από τη διονυσιακή θεολογία. Όταν ο Διόνυσος αποβιβάστηκε στη Θράκη, κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, αντιμετώπισε την εχθρότητα του βασιλιά Λυκούργου που αιχμαλώτισε όλο τον θίασο των Μαινάδων και των Σατύρων. Ο Διόνυσος αναζήτησε καταφύγιο στη θάλασσα, κοντά στη Θέτιδα. Λίγο αργότερα, οι Μαινάδες δραπετεύουν και τρελαίνουν τον Λυκούργο, ο οποίος σκοτώνει με ένα τσεκούρι τον γιο του Δρύαντα νομίζοντας ότι έκοβε παρακλάδι αμπελιού. Τότε ο Διόνυσος εξέθεσε τον Λυκούργο στους πάνθηρες πάνω στη Ροδόπη, που πιθανόν τον κατασπάραξαν. Ένας τέτοιος πάνθηρας στέκεται δίπλα στη γυναίκα, με το πρόσωπο προς τον Διόνυσο, υπενθυμίζοντας όχι μόνο το τέλος του Λυκούργου αλλά και τη θριαμβική έλευση του Διόνυσου στη Νάξο πάνω σε άρμα που το έσερναν πάνθηρες. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ανδρική φιγούρα δεν είναι ο Λυκούργος αλλά ο Πενθέας. Ωστόσο, ο Πενθέας στην τραγωδία είναι νεότερος, μεταμφιέζεται σε Μαινάδα και πουθενά στο κείμενο δεν γίνεται υπαινιγμός για γενειάδα*****.
Ο λαιμός του κρατήρα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο κάτω τον περιβάλλει κισσός, ενώ στο επάνω εμφανίζονται δώδεκα ένθετα ανάγλυφα ζώα που κυνηγούν, λιοντάρια που κυνηγούν ελάφια ή κουβαλούν επάνω τους νεκρά ζώα, γρύπες, πάνθηρες κτλ.
Οι λαβές του κοσμούνται από τέσσερα κεφαλάκια που περιβάλλονται από φίδια. Ποια είναι η σημασία των φιδιών στον μαιναδισμό το λέει ο Ευριπίδης και πάλι στις Βάκχες: «έσφιξαν [οι Μαινάδες] τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών / […] / και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο» (στ. 696-698)· οι Μαινάδες «ξέπλυναν το αίμα· / τις σταγόνες στα μάγουλά τους τις έγλειφαν με τη γλώσσα τους φίδια» (στ. 767-768).
Με ποιους όμως μπορούμε να ταυτίσουμε τα τέσσερα πρόσωπα στα λαβές του κρατήρα; Όποια απάντηση κι αν δώσουμε, αυτή δεν μπορεί να είναι άσχετη με τη διονυσιακή θεολογία. Ένα από τα πρόσωπα/προσωπεία που στολίζουν τον οφθαλμό της ελικωτής λαβής στην Α όψη με την κεντρική σκηνή του Διόνυσου και της Αριάδνης είναι του «ταυρόκερω θεού», πάνω από την ανάγλυφη Αριάδνη και την ένθετη ολόγλυφη ημίγυμνη ανδρική φιγούρα του λαιμού. Δύο μικρά κέρατα και δύο μεγάλα ζωόμορφα αυτιά το χαρακτηρίζουν, ενώ το πρόσωπο πλαισιώνεται από «κοντά φλογωτά βοστρυχίδια» για μαλλιά και από γένι με «κυματιστές φωτοσκιασμένες εγχαράξεις που δημιουργούν την εντύπωση της υγρότητας», σημειώνει η Ευγενία Γιούρη στη μελέτη της για τον κρατήρα. Ο γερμανός μελετητής H.P. Isler, στη μονογραφία του για τον Αχελώο και τους εικονογραφικούς τύπους του θεού-ποταμού ταύτισε το συγκεκριμένο προσωπείο με του Αχελώου και τον συσχέτισε με τον Ηρακλή, που αναγνωρίζεται στο προσωπείο με τη λεοντοκεφαλή, και τον μύθο της πάλης του ήρωα με τον ποταμό ( Ηρακλής - «ήρως θεός» του κάτω κόσμου******). Σε κάθε περίπτωση οι τέσσερις κεφαλές θα πρέπει να σχετίζονται με το ευρύτερο εικονογραφικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τη χρήση του κρατήρα.
Καταρχάς θυμίζουμε ότι ο κρατήρας βρέθηκε σε τάφο (τάφος Β’ Δερβενίου, 330-310 π.Χ.) και ότι χρησιμοποιήθηκε «ως οστεοφυλάκιο και τεφροδόχο σκεύος μετά την καύση του νεκρού σε κιβωτιόσχημο τάφο στο νεκροταφείο που αποδίδεται στην αρχαία Λητή» (Σουέρεφ, 2001, 64). Αλλά ποια είναι η ιδέα που λειτουργεί ενοποιητικά στις επιμέρους παραστάσεις; «Οι σκηνές από το ιερό μυθολόγιο του Διόνυσου κρυσταλλώνουν ολόκληρη θεολογική εσχατολογία. Ο Διόνυσος κομματιάστηκε αλλά επανήλθε στη μέθη της ζωής και της φύσης, αενάως ερωτεύεται και ζευγαρώνει διαιωνίζοντας τον σπόρο του. Ο θεός εκφράζει τη λυτρωτική ελπίδα του ανθρώπου και τη δυναμική της ζωής» (ό.π.). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τις τέσσερις μορφές. Δεχόμαστε καταρχάς ως σωστή την ταύτιση του Isler. Εις επίρρωσιν των ισχυρισμών του, θα αναφερθούμε σε έναν μύθο που συνδέει τον Αχελώο με τον Διόνυσο –η ταύτιση δεν είναι μόνο εικονογραφική. Λέγεται ότι ο Διόνυσος έκανε δώρο στον Οινέα την πρώτη ρίζα αμπέλου που φύτρωσε στην Ελλάδα και ότι ένας δούλος του βασιλιά πρόσεξε ότι ένας τράγος από το κοπάδι έτρωγε τους καρπούς του φυτού που ο ίδιος δεν γνώριζε. Ο βοσκός μάζεψε μερικούς από αυτούς του καρπούς, έστυψε τον χυμό τους που τον ανακάτεψε με το νερό του ποταμού Αχελώου. Αλλά και από άλλη άποψη δικαιολογείται η παρουσία του Αχελώου στον κρατήρα: ο Αχελώος με τα νερά του γονιμοποιεί τη γη, είναι όμως συνδεδεμένος και με τον κάτω κόσμο, όπως θα δούμε και παρακάτω. Ωστόσο, η Γιούρη, λαμβάνοντας υπόψη τους στ. 100-102 των Βακχών του Ευριπίδη – «ταυρόκερων θεόν / στεφάνωσέν τε δρακόντων / στεφάνος» –, θεωρεί ότι δεν είναι λιγότερο πιθανό να παριστάνεται ο ίδιος ο Διόνυσος. Όσο για τα άλλα τρία πορτραίτα η Γιούρη ταυτίζει το ένα με του Ηρακλή, λόγω της λεοντοκεφαλής. Από την άποψη της ουσίας, εμείς θα δικαιολογούσαμε την παρουσία του Ηρακλή στον κρατήρα, γιατί η λατρεία του συνδέθηκε με τη γονιμότητα, καθώς μετά τον θάνατό του λατρεύτηκε ως «ήρως θεός» του κάτω κόσμου (Πίνδ. Νέμεα 3,22). Στα άλλα δύο η ερευνήτρια αναγνωρίζει τη μορφή του Πλούτωνα, ενός θεού που παίρνει ζωή, είναι όμως και πλουτοδότης. Γιατί όμως να αποδώσουμε τα δύο σε μία μόνο μορφή; Πράγματι, από άποψη εικονογραφική μοιάζουν πολύ, το ίδιο όμως μοιάζουν και τα τέσσερα μεταξύ τους με ελάχιστες διαφορές. Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι αποτελούν μια παραλλαγή του ίδιου, μιας και μόνο μορφής σε διάφορες εκφάνσεις. Θεωρούμε ότι το ζήτημα των ταυτίσεων παραμένει ανοιχτό και ότι θα πρέπει να διερευνηθούν, μέχρι να αποκλειστούν, διάφορες περιπτώσεις που συνδέονται με τον διονυσιακό κύκλο, όπως λ.χ. ο Ερμής, ή με τη μετά θάνατο ζωή, όπως είναι ο γίγαντας κυνηγός Ωρίωνας, γιος της παμμήτειρας Γης, σε σχέση, όπως φανερώνει το όνομά του, με τους καιρούς και τις εποχές. Όπως επίσης θα πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο οι κεφαλές στους λαβωτούς έλικες του κρατήρα θα πρέπει να ταυτιστούν με μεγάλους ή μικρότερους θεούς. Η κάθε πρόταση νομίζουμε ότι θα πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο της «θεολογικής εσχατολογίας» που μαρτυρά ο κρατήρας.
ii. Σε ερυθρόμορφη αττική πελίκη του τρίτου τέταρτου του 4ου αι. π.Χ. από την Πέλλα, ανατολικό νεκροταφείο, στην κύρια όψη εικονίζονται ο Διόνυσος και η Αριάδνη, πλαισιωμένοι από τρεις Μαινάδες σε χορευτική κίνηση και δύο ερωτιδείς· στην άλλη όψη υπάρχει σκηνή γαμήλιας τελετής. Οι δύο σκηνές είναι στενά δεμένες. Τόσο η αρπαγή, όσο και ο γάμος, έργα της Αφροδίτης και του Έρωτα, που εικονίζονται στη σκηνή του γάμου, παραπέμπουν στον μυθικό γάμο της θεάς του κάτω κόσμου, που γίνεται δωρήτρια της ζωής, καθώς ενώνεται με τον άρχοντα του κάτω κόσμου. Οι σκηνές, καθώς απεικονίζονται σε αγγείο νεκροταφείου, απηχούν την αντίληψη για τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου με την κυριαρχία του έρωτα.
iii. Μια αττική υδρία του τέλους του 5ου αι. π.Χ. ήταν τοποθετημένη στον τάφο άγνωστου, επιφανούς ανδρός στην Πέλλα. Διόνυσος, Απόλλωνας, Νίκη, Ειρήνη, Αθηνά, Ποσειδώνας συνυπάρχουν σε μια παράσταση που αφηγείται τη νίκη της Αθηνάς επί του Ποσειδώνα αλλά και της δημοκρατίας. Ο Διόνυσος, κισσοστεφής όπως και ο Απόλλωνας που στέκεται δίπλα του, κρατά θύρσο και φορά δέρμα ζώου και ψηλά υποδήματα που θυμίζουν τη θρακική καταγωγή του. Η μικρή φτερωτή Νίκη ετοιμάζεται να στεφανώσει τον θεό, που ιππεύει μεγάλο λευκό γρύπα. Η θεά Ειρήνη, που ήλθε στην Αθήνα με απόφαση του Δία προς βοήθεια του Διόνυσου, φορά πάνω από τον χιτώνα δορά ζώου και κρατά δάδα θυμίζοντας Μαινάδα.
Η θεματική της υδρίας παραπέμπει στον τόπο προέλευσης του αγγείου, την Αθήνα, είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι ο αγοραστής επέλεξε το συγκεκριμένο αγγείο για την κυρίαρχη μορφή του Διόνυσου, πρωτεύοντα θεού του μακεδονικού χώρου και με την πολιτική του διάσταση, προφανώς όχι με το ίδιο περιεχόμενο, δηλαδή ως εγγυητής******* της δημοκρατίας, αλλά ως εγγυητής του πολιτικού συστήματος γενικά.
iv. Στον δεύτερο τάφο του αγροκτήματος Μπέλλα ξεχωρίζουν μικρογραφικές παραστάσεις στο μέτωπο με διονυσιακά θέματα. Ο Διόνυσος απεικονίζεται ανακεκλιμένος, ενώ μια λεοπάρδαλη τον πλησιάζει μαλακά.
v. Σε μαρμάρινη κλίνη με ζωγραφιστή διακόσμηση από μακεδονικό τάφο της Ποτίδαιας, η άνω από τις τρεις ζωφόρους παριστάνει σκηνή από υπαίθριο ιερό με κεντρική μορφή αυτή του Διόνυσου.
vi. Ο τάφος του Αγίου Αθανασίου ελληνιστικών χρόνων, κοσμείται με εξαιρετικά σημαντική παράσταση συμποσίου.
vii. Ψηφιδωτό δάπεδο με τον θεό Διόνυσο πάνω σε πάνθηρα (325-300 π.Χ.) σε σπίτι στην Πέλλα διακοσμούσε δάπεδο ανδρώνα, ταιριαστό θέμα για τα συμπόσια που θα τελούνταν εκεί. Εξαίρετη είναι και η πήλινη προτομή του θεού ελληνιστικών χρόνων στο Μουσείο της Πέλλας.
viii. Έντονη είναι η παρουσία του Διόνυσου και στο Δίον με παραστάσεις περισσότερο συμποτικού-κοσμικού χαρακτήρα:
α) Στις Θέρμες του Δίου, στα χαλάσματα της αίθουσας για το κρύο νερό βρέθηκε άγαλμα του Διόνυσου του 2ου αι. μ.Χ.
β) Στον χώρο λατρείας του θεού, στην ομώνυμη έπαυλη, ο θεός παριστάνεται σε ψηφιδωτό στεφανωμένος πάνω σε άρμα με το κέρας για το κρασί στο δεξί και θύρσο με ταινίες στο αριστερό. Ηνίοχος και στήριγμά του είναι ο παπποσιληνός. Το άρμα βγαίνει από νερά, οι πάνθηρες που το σέρνουν έχουν ουρά θαλάσσιου κήτους, ενώ τους πάνθηρες οδηγούν από τα χαλινάρια θαλάσσιοι Κένταυροι. Ο γενειοφόρος έχει στον ώμο καλυκωτό κρατήρα για τη μίξη του κρασιού, ο άλλος κλειστό αγγείο με (μάλλον) τα μυστικά σύμβολα της λατρείας του θεού. Έξι θεατρικά προσωπεία πλαισιώνουν τη σκηνή (πάνω και κάτω). Εικάζεται ότι το κεντρικό στην ανατολική πλευρά παριστάνει τον Διόνυσο που πλαισιώνεται από σάτυρο και γενειοφόρο άνδρα με βαρβαρική όψη και διαπεραστικό βλέμμα –αυτός ο δεύτερος εικάζεται ότι είναι ο Λυκούργος της Θράκης. Στην άλλη πλευρά το προσωπείο μοιάζει γυναικείο, ίσως να είναι η Αριάδνη ανάμεσα σε Σάτυρο και Σιληνό (2ος αι. μ.Χ.). Αν οι εικασίες αυτές ευσταθούν, τότε η θεματολογία προσομοιάζει του κρατήρα του Δερβενίου, και το υδάτινο τοπίο παραπέμπει στην έλευση του Διόνυσου στο νησί, όπου εγκαταλείφθηκε η Αριάδνη από τον Θησέα.
γ) Από το μεγάλο αίθριο στα νότια της αίθουσας των συμποσίων στο Δίον περνάει ο επισκέπτης σε επιμήκη προθάλαμο που οδηγούσε σε δύο συνεχόμενα δωμάτια και σε αίθουσα με αψίδα στην ανατολική πλευρά. Η αίθουσα ήταν χώρος λατρείας όπως προκύπτει από το ψηφιδωτό με τον ένθρονο κισσοστεφανωμένο Διόνυσο – στο δεξί σκήπτρο σαν ηγεμόνας – και το άγαλμα του θεού στην κόγχη.
δ) Στο σπίτι της Λήδας βρέθηκε τραπεζοφόρος με Διόνυσο, κληματαριά και πάνθηρα (2ος αι. μ.Χ.).
ix. Κοντά σε ταφικό κτίσμα 1,5 χλμ. Ν-ΝΑ από την Κύρρο βρέθηκε ασβεστολιθικό σύμπλεγμα με την παράδοση του Διόνυσου στον Παπποσειληνό, τον Πάνα και τις Νύμφες. Ο Παπποσειληνός στέκεται κατενώπιον, όρθιος στα αριστερά, με τον μικρό Διόνυσο ήδη στα χέρια του. Ψηλότερα κάθεται ο Πάνας με σταυρωμένα πόδια, ενώ όρθιος δεξιότερα στέκεται ο Ερμής κατενώπιον. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το συγκεκριμένο σύμπλεγμα μέσα στο πλαίσιο εύρεσής του, του ιερού δηλαδή της Κύρρου, των μέσων του 3ου αι. μ.Χ., όπου υπάρχουν και παιδικές ταφές; Αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς αν ο μύθος της ανατροφής του Διόνυσου σχετίζεται με την εισδοχή των παίδων στα διονυσιακά μυστήρια. Ή αν ο θάνατός τους εκλαμβάνεται ως μύηση στα μυστήρια ενός θεού που εγγυάται μια συμποτική μετά θάνατον ζωή.
x. Σε τμήματα κτιρίων από τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους μέχρι και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, βρέθηκε ψηφιδωτό από το οποίο σώζεται τμήμα του μεγάλου πίνακα που σχετίζεται με τη λατρεία του Διόνυσου. Σε χορευτική κίνηση, γυναικεία μορφή, προφανώς μαινάδα, κρατά με το αριστερό της χέρι τύμπανο, που το αγγίζουν ελαφρά τα δάχτυλα του δεξιού.
xi. Γνωστή στη Θεσσαλονίκη είναι η λεγόμενη Στοά των Ειδώλων ή των Μαγεμένων ή των Incantadas, στη σεφαραδίτικη γλώσσα, διάλεκτο των Ισπανοεβραίων, της ύστερης ελληνιστικής περιόδου.
Στους αμφίπλευρους ανάγλυφους πεσσούς αναγνωρίζονται (σύμφωνα με την αναπαράσταση του αρχαιολόγου, αρχιτέκτονα, ζωγράφου Stuart, 1713-1788, και του αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα Revett, 1720-1804) στη μια πλευρά οι μορφές μιας Νίκης, της Αύρας, ενός από τους Διοσκούρους, του Γανυμήδη με τον Αετό-Δία · στην άλλη πλευρά γοητεύουν οι παραστάσεις μιας Μαινάδας, του Διόνυσου, της Αριάδνης και της Λήδας με τον Κύκνο-Δία. Ποιον ακριβώς μύθο αφηγούνταν οι μορφές αυτές που κοσμούσαν, προφανώς, ένα από τα πιο σημαντικά δημόσια κτήρια της πόλης, παραμένει άγνωστο. Έπειτα, μήπως δεν πρόκειται για την αφήγηση ενός μόνο μύθου; Μήπως πρόκειται για υπαινικτική αναφορά σε περισσότερους; Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην υποψιαστούμε, τουλάχιστον για τις φιγούρες της Αριάδνης, του Διόνυσου και της Μαινάδας, τον πολύ γνωστό στον μακεδονικό χώρο μύθο του ιερού γάμου του θεού με την κόρη του Μίνωα και τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του. Εξάλλου, στα νομίσματα που έκοβε η πόλη κυριαρχούσαν οι απεικονίσεις του Διόνυσου, του Κάβειρου, της Νίκης. Επισημαίνουμε ακόμη τη διπλή παρουσία του Δία με τη μορφή του αετού και του κύκνου. Στην πρώτη περίπτωση, ανακαλούμε στη μνήμη μας τον γνωστό μύθο της αρπαγής του νεαρού βοσκού στην Τροία, του «ωραιότερου των θνητών», τον οποίο ο θεός μετέφερε στον Όλυμπο, όπου υπηρέτησε ως οινοχόος των θεών. Η ανάκληση σκηνής συμποσίου σ’ έναν άλλον κόσμο, όχι των θνητών, παραπέμπει στην υπόσχεση για διαρκή συμποτική ζωή μετά θάνατον μέσα στα πλαίσια της διονυσιακής μύησης. Όσο για την ένωση της Λήδας με τον Κύκνο-Δία, σε μία από τις εκδοχές του μύθου το ζεύγος Κλυταιμνήστρα - Πολυδεύκης (ένας από τους Διόσκουρους) είναι παιδιά της Λήδας και του Τυνδάρεου, ενώ το ζεύγος Ελένη - Κάστορας (ο άλλος Διόσκουρος) προήλθε από την ένωση της Λήδας με τον Δία. Ένας από τους Διόσκουρους κοσμεί τη στοά. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας ότι οι Διόσκουροι εμπλέκονται ως συνοδοί θεοί στη λατρεία των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, τότε θα μπορούσε κανείς να βρει τους λεπτούς δεσμούς στις έξι από τις οκτώ ανάγλυφες μορφές των πεσσών. Μένουν η Νίκη και η Αύρα. Όμως και αυτή η τελευταία συνδέεται με τον Διόνυσο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά υπαινίσσεται και φρυγικές καταβολές στη μυθολογία της Μακεδονίας. Η Αύρα ήταν κόρη της Περίβοιας από τη Φρυγία και του Τιτάνα Λέλαντα. Ανήκε στον κύκλο της Άρτεμης και μοιραζόταν με τις συντρόφισσές της την εμπειρία του κυνηγιού. Την ερωτεύτηκε ο Διόνυσος, εκείνη όμως, πιο ανάλαφρη, είχε το πλεονέκτημα να τρέχει σαν τον άνεμο και να του ξεφεύγει, μέχρι που η Αφροδίτη την έκαμε, ύστερα από παράκληση του ίδιου του Διόνυσου, να χάσει τα λογικά της και να του παραδοθεί. Από την ένωσή τους προέκυψαν δίδυμα, τα οποία όμως η ίδια η μάνα τα κομμάτιασε μέσα στην τρέλα της. Ύστερα, έπεσε στον ποταμό Σαγγάριο. Ο Δίας –διπλή η παρουσία του στη στοά– τη μεταμόρφωσε σε πηγή (Νόνν., Διον. 48.242 κ.ε. Πρβ. Μέγα Ετυμ., λ. Δίνδυμον). Και πάντως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη σχέση ανάμεσα στις τρεις ανδρικές φιγούρες: Δίας, Διόνυσος, Διόσκουρος. Ο Δίας πατέρας του Διόνυσου και του Διόσκουρου από διαφορετικές γυναίκες, ο Διόσκουρος, διαπλεκόμενος με τα μυστήρια της Σαμοθράκης διονυσιακού χαρακτήρα, γιος της Λήδας που παρίσταται στη στιγμή της ένωσής της με τον Δία σε άλλο πεσσό. Τρεις ακόμη γυναικείες φιγούρες, η Αύρα, η Αριάδνη, η Μαινάδα, αυτές με κάθε βεβαιότητα συμπλέκονται με τον Διόνυσο. Όσο για την παρουσία της Νίκης, μήπως θα πρέπει να την εκλάβουμε ως τον θρίαμβο του Διονύσου;
xii. Στα νομίσματα της Μένδης παριστάνεται ο Μενδαίος όνος, που κουβαλά κρασί, άλλα εμπορεύματα, πράγματα, ανθρώπους αλλά και τον Διόνυσο, εν είδει ανακλίνδρου. Ο γνωστός στις αρχαϊκές και κλασικές αγορές Μενδαίος οίνος συνέβαλε στη διάδοση του νομίσματος με την παράσταση του Μενδαίου όνου, και αυτός με τη σειρά του ονόμασε το γνωστό μας γαϊδουράκι της λαϊκής παράδοσης: Μενδαίος, Μένδιος, Μέντιος (Μακεδονία, 1994, 74· Σουέρεφ, 2001, 92).
Απ’ όλες αυτές τις παραστάσεις ανακύπτει η ιδιομορφία του Διόνυσου. Διαφέρει από τους αθάνατους θεούς, γιατί πεθαίνει, αλλά διαφέρει και από τους θνητούς, γιατί πεθαίνει πολλές φορές, όπως επίσης γεννιέται και πολλές φορές. Αυτή η ιδιότυπη σχέση του με την αθανασία καθορίζει και τη (μη) θέση του στον Όλυμπο. Είναι κύριος του υγρού στοιχείου, θεός ναυτικός και θεός συμποσιαστής. Αλλά οι οδοί του νερού και του κρασιού συνδέουν τους δύο κόσμους, τον πάνω και τον κάτω, και ο Διόνυσος εμφανίζεται ως ο κύριος αυτής επικοινωνίας. «Ο Διόνυσος και ο Άδης είναι ένας και ο αυτός θεός», έλεγε ο Ηράκλειτος (απ. 15). Το συμπόσιο των νεκρών συνιστά την ελπίδα της άλλης ζωής, όπου οι εκλεκτοί θα επαναλαμβάνουν την ιεροτελεστία της συνεύρεσης με τον Διόνυσο του Κάτω Κόσμου. Οι αντιλήψεις για μια συμποτική ζωή μετά θάνατο αναδεικνύονται και με την αρχιτεκτονική των τάφων********.
-------------------------------
*Βάκχες
Ο Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία Βάκχες κατά την παραμονή του στη Μακεδονία. Η τραγωδία, βέβαια, απευθυνόταν σε αθηναϊκό κοινό (στ. 266-272), ωστόσο δεν αποκλείεται το γεγονός ο Ευριπίδης να είδε πράγματι Μαινάδες να επιδίδονται σε «όργια» στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ σε τέτοιου είδους τελετουργίες στη νότια Ελλάδα είχαν περιοριστεί οι αγριότητες κάτω από την τέλεσή τους υπό την αιγίδα της πόλης.
1. Μέσα βακχείας. α) Ενδυμασία: στ. 23-26, 105-113, 136, 150, 180, 696, 821-836, 910-945 (τομάρια ελαφιού, θύρσος, στεφάνια κισσού, κλαδιά δρυός ή ελάτου, στο κεφάλι μαλλί λευκότριχων βοστρύχων –Βασσάραι)· β) μουσική: στ. 120-133 (τύμπανα, αυλοί). Η αλλαγή στην ενδυμασία δείχνει την απομάκρυνση από την καθημερινή ζωή. Γνωστή είναι και η σημασία της μουσικής και του χορού στη συντροφικότητα και την ομαδικότητα, αλά και σε μια υπέρβαση σωματικών και πνευματικών ορίων (στ. 183-189 –ως και οι γέροντες χοροπηδούν), που εκδηλώνεται με την ορειβασία (Μιμαλλόνες), την αψήφιση του κρύου, του φόβου (λ.χ. από το κράτημα των φιδιών, στ. 698, 768 –Μακέται) και του πόνου –φωτιά καίει στα μαλλιά των βακχευτών χωρίς να νιώθουν κάψιμο (στ. 757).
2. Ο μαιναδισμός είναι ερωτικός και γυναικείος (στ. 217-232).
3. Επιφέρει μιαν ειρηνική συνύπαρξη με τη φύση, ακόμη και με τις άγριες πλευρές της (στ. 72-86, 143-168, 676-714, 1051-1056 –ο Διόνυσος παρέχει αφθονία σε υγρές τροφές, γάλα, κρασί, μέλι, που είναι βέβαια και οι προσφορές στους νεκρούς).
4. Υπάρχει και η βίαιη, «πολεμική» πλευρά του μαιναδισμού ως τιμωρία του θεού προς τους αρνητές του (στ. 135-141, 729-769, 1125-1147, 1170-1191, 1202-1302). Όσο διαρκεί, οι βακχευτές δεν αντιλαμβάνονται πόνο, η δύναμή τους πολλαπλασιάζεται, διαμελίζουν με τα χέρια ζώα και επιδίδονται σε ωμοφαγία (λαφύστιες) και αιματοποσία.
**Υάδες
Υπάρχουν διάφορες παραδόσεις για τις Υάδες. Θεωρούνται αδελφές ή κόρες του Υάντα, που μετά το θάνατό του μεταμορφώθηκαν από τη λύπη τους σε αστέρια. Ή κόρες του Ήλιου, που πέθαναν από τον πόνο τους για το θάνατο του αδελφού τους Φαέθοντα. Ή νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο και τις οποίες ο Δίας μεταμόρφωσε στον ομώνυμο αστερισμό, προφανώς για να τις προφυλάξει από την οργή της Ήρας. Το όνομά τους συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα ύω που σημαίνει βρέχω, και γι’ αυτό ως αστέρες θεωρούνταν προάγγελοι της βροχής.
***Ευρ., Βάκχες 734-745
Στις Βάκχες ο Ευριπίδης αναφέρει τρεις θιάσους γυναικείων χορών με κορυφαίες την Αυτονόη, την Αγαύη και την Ινώ (στ. 680-682). Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι χοροί αυτοί ήταν μικτοί ή αν στον καθένα υπήρχαν αποκλειστικά «παλαιαί», «νέαι», «παρθένοι άζυγοι». Στα ελληνιστικά χρόνια, είναι πιθανό ότι στην κατηγορία των «παλαιών» συμπεριλαμβάνονταν και χήρες ή διαζευγμένες γυναίκες, τα δικαιώματα των οποίων στην κλασική αρχαιότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Η θέση τους βελτιώνεται αισθητά στα ελληνιστικά χρόνια και η συμμετοχή της σε ιερές αδελφότητες, θρησκευτικούς συλλόγους και μυστηριακές λατρείες της αποτελούσε διέξοδο. Για τις χήρες πολίτιδες του Δίου βλ. Παντερμαλής (2000, 381-82), όπου και σχετική βιβλιογραφία για το νομικό καθεστώς της χηρείας, για τις βασιλικές χήρες στη Μακεδονία και για τον ρόλο των γυναικών στις θρησκευτικές αδελφότητες.
*****Στη νότια στοά του θεάτρου των Φιλίππων (ρωμαϊκοί χρόνοι), θέατρο με ανοιχτή τη θέα του στο Παγγαίο, η ανάγλυφη διακόσμηση απεικονίζει τον μύθο της καταδίωξης και του θριάμβου της διονυσιακής λατρείας. Σώθηκαν τέσσερις μορφές μαινάδων σε εκστατική χορευτική κίνηση και μια ανδρική μορφή με κοντά χιτώνα και ανεμιζόμενο ιμάτιο να τρέχει προς τα δεξιά με υψωμένα τα δύο χέρια προς τα εμπρός, κατά πάσα πιθανότητα ο μυθικός βασιλιάς της Θήβας Πενθέας ή ο μυθικός βασιλιάς των Ηδωνών Λυκούργος, διώκτες και οι δυο της διονυσιακής λατρείας.
******Ηρακλής - «ήρως θεός» του κάτω κόσμου
Η λατρεία αυτή συνδέεται, νομίζουμε, με τη νίκη του Ηρακλή επί του Αχελώου και με τον γάμο του με τη Δηιάνειρα. Όταν ο Ηρακλής έσπασε το κέρατο του Αχελώου στη διαμάχη μεταξύ τους για τη Διηάνειρα, ο θεός-ποταμός θεώρησε ότι νικήθηκε και ζήτησε πίσω το κέρατο, δίνοντας ως αντάλλαγμα στον Ηρακλή το κέρας της Αμαλθείας [1], το οποίο είχε πάρει από την κόρη του Ωκεανού Αμάλθεια, και από το οποίο έβγαιναν ποτά και φαγητά. Ο Ηρακλής με τη σειρά του το έδωσε στους Καλυδωνίους και λατρεύτηκε στα βουνά ως θεός της γονιμότητας και της ευφορίας που μπορεί να επέλθει με την ορθολογική διευθέτηση και τον έλεγχο των υδάτων. Στην ουσία, ο Ηρακλής λατρεύτηκε ως θεός χθόνιος. Εξάλλου, ο Ηρακλής διεκδίκησε τη Διηάνειρα, επειδή του το ζήτησε η ψυχή του Μελέαγρου, την οποία συνάντησε, όταν κατέβηκε στον Άδη για τον Κέρβερο. Επιπλέον, το κέρας της Αμαλθείας το κρατά και ο Πλούτωνας στο χέρι του, καθώς ο Ηρακλής τον κουβαλά στην πλάτη του για να τον ανεβάσει στον επάνω κόσμο. Ο θεός του κάτω κόσμου είναι και θεός της ευφορίας, της βλάστησης και της γονιμότητας, τον οποίον επικαλούνται οι γεωργοί, για να φυτρώσει ο σπόρος της Δήμητρας. Ακόμη και η μεταμφίεση του Ηρακλή σε Ομφάλη, όπως παριστάνεται σε χάλκινο εξάρτημα κλίνης με διακοσμητικές μορφές, παρέα με νεαρό σάτυρο, στο δάπεδο της αίθουσας των συμποσίων στο Δίον (όψιμα ελληνιστικά χρόνια), αποκαλύπτουν τελετουργικά με γονιμικό χαρακτήρα. Ακόμη και το ηράκλειον άμμα, ο κόμπος που συχνά βρίσκουμε γραπτό σε επιτύμβιες στήλες ή ακόμη και ως κόσμημα δηλώνει προφανώς αυτό το δέσιμο της ζωής με τον θάνατο μέσα από τη σύνδεση που επιτυγχάνει ο ήρωας ανάμεσα στους δύο κόσμους και τον διττό του χαρακτήρα.
Ο χαρακτήρας της λατρείας στη Μακεδονία, όπως στη Θράκη, το ΒΑ Αιγαίο, τη Βοιωτία, είναι διονυσιακός και οργιαστικός. Αυτό μπορεί να συνδεθεί και με τη δράση του Διόνυσου στον χώρο.
i. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία Βάκχες*, την οποία γράφει κατά τη δεκαοκτάμηνη παραμονή του στη Μακεδονία, δίνει μιαν άλλην εκδοχή του μύθου, που θέλει τον Διόνυσο να γεννιέται από τον μηρό του Δία, και τοποθετεί τη γέννησή του στον Όλυμπο (στ. 287-296):
Όταν ο Ζευς τον άρπαξε από το πυρ του κεραυνούii. Όταν ο Διόνυσος ενηλικιώνεται δίπλα στις Υάδες**, η Ήρα τον ανακαλύπτει ξανά. Τρελαμένος εκείνος, θα φύγει στην Αίγυπτο παίρνοντας και το μυστικό του κρασιού. Εκεί θα τον δεχτεί ο βασιλιάς Πρωτέας, θα πολεμήσει τους Τιτάνες με τη βοήθεια των Αμαζόνων, θα αποκαταστήσει στον θρόνο τον βασιλιά Άμμωνα και θα ιδρύσει μαντείο του. Μετά πηγαίνει στη Συρία, όπου εκτείνει γέφυρα πάνω από τον ποταμό Ευφράτη πλέκοντας κομμάτια κισσού και αμπελιού. Όταν φτάνει στην Ινδία, την καταλαμβάνει σχεδόν στο σύνολό της και ιδρύει σημαντικές πόλεις, διαδίδοντας στο πέρασμά του το μυστικό της παρασκευής του κρασιού. Κατά την επιστροφή του πολεμά μια αρκετά μεγάλη ομάδα Αμαζόνων, οι οποίες αναζητούν καταφύγιο στην Έφεσο και τη Σάμο. Φτάνοντας στη Φρυγία, δέχεται την κάθαρση από τη Ρέα και μυείται στα μυστήριά της. Τέλος, όταν αποβιβάζεται στη Θράκη, κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, αντιμετωπίζει την εχθρότητα του βασιλιά Λυκούργου που αιχμαλωτίζει όλο τον θίασο των Μαινάδων και των Σατύρων. Ο Διόνυσος αναζητά καταφύγιο στη θάλασσα, κοντά στη Νηρηίδα Θέτιδα. Λίγο αργότερα, οι Μαινάδες δραπετεύουν και τρελαίνουν τον Λυκούργο, ο οποίος σκοτώνει με ένα τσεκούρι τον γιο του Δρύαντα νομίζοντας ότι έκοβε παρακλάδι αμπελιού.
και ανέβασε το τρυφερό βρέφος στον Όλυμπο,
η Ήρα ήθελε να τον πετάξει από τον ουρανό.
Ο Ζευς, καθ’ ο θεός, ιδού τι μηχανεύτηκε:
Απέσπασε ένα κομμάτι από τον αιθέρα που ζώνει τη γη,
έπλασε ομοίωμα του θεού, έδωσε αυτό ως όμηρο
και προστάτευσε τον Διόνυσο από τον πόλεμο της Ήρας.
Με τον καιρό οι θνητοί παρήλλαξαν τη λέξη
και είπαν ότι ερράφη στου Διός τον μηρό·
επινόησαν την ιστορία, επειδή τον θεό η θεά τον κράτησε όμηρο.
Έργα των τεχνών
Πολύ συχνή είναι η απεικόνιση του Διόνυσου, η οποία δικαιολογείται απόλυτα από τη δράση του θεού στην περιοχή και από τη λατρεία που είναι διονυσιακού περιεχομένου και χαρακτήρα. Οι παραστάσεις του αποκαλύπτουν ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας, αριστοκράτες και λαϊκά στρώματα, γνώριζαν τη διονυσιακή μυθολογία, καθώς και την αντίληψη που είχαν για την ουσία του θεού και τον διττό του χαρακτήρα, τον χθόνιο και τον κοσμικό, αγροτικού χαρακτήρα, αλλά και τη σχέση του με το θέατρο, καθώς η μορφή του κοσμεί γραπτές παραστάσεις σε τάφους ή ταφικά αγγεία, σε οικίες, σε θέατρα, σε λατρευτικούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα:
Γνωστά είναι η αρπαγή της Αριάδνης από τον Διόνυσο στη Νάξο και ο γάμος με αυτήν (επανέρχεται εδώ το θέμα της αρπαγής και του ιερού γάμου, οι μαιναδικές εξάρσεις, με τον χορό, την έκσταση, τον σπαραγμό, οι φόνοι, που κάποιες φορές συνοδεύουν τη λατρεία του Διόνυσου στους μύθους, το ιερό ζώο του θεού, ο πάνθηρας, όπως αυτό εμφανίζεται λ.χ. στον κρατήρα του Δερβενίου ή σε ψηφιδωτό δάπεδο ανδρώνα σε σπίτι στην Πέλλα. Γνωστοί είναι και οι μύθοι του Λυκούργου ή και του βασιλιά των Θηβών Πενθέα και ο συμποτικός χαρακτήρας του θεού με την έξαρση του γλεντιού, της χαράς, του έρωτα (σπίτι στην Πέλλα, έπαυλη του Διόνυσου στο Δίον), αλλά και ως εγγύηση για μια συνεύρεση του νεκρού με τον θεό σε ένα διαρκές συμπόσιο (δεύτερος τάφος του αγροκτήματος Μπέλλα, μακεδονικός τάφος Ποτίδαιας). Τη γνώση αυτή τεκμηριώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, σε μερικά από τα οποία θα σταθούμε και θα περιγράψουμε, ώστε να αναδυθεί η ουσία του θεού, καταρχάς η χθόνια και μετά η κοσμική.
i. Ο κρατήρας του Δερβενίου (330 π.Χ.), οστεοφυλάκιο και τεφροδόχο σκεύος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εικαστικό μυθολογικό βιβλίο. Εδώ θα συνοψίσουμε την εικονογραφία και μέσα από αυτή τη διονυσιακή θεολογία και μυθολογία. Θυμίζουμε μόνο ότι ο μαιναδισμός περιλαμβάνει: ορειβασία, κράτημα φιδιών, αντοχή στο κρύο, στη φωτιά (φωτιά καίει τα μαλλιά των βακχευτών χωρίς οι ίδιοι να νιώθουν κάψιμο).
Η κεντρική σκηνή του κρατήρα καλύπτεται από το ζευγάρι Διόνυσος - Αριάδνη σε μια στιγμή χαλάρωσης του ζεύγους αλλά και σε μια χαρακτηριστική στάση που αποκαλύπτει την ερωτική στιγμή που είχε προηγηθεί. Ο αγένειος Διόνυσος ακουμπά το δεξί του πόδι πάνω στο αριστερό της Αριάδνης, τη στιγμή που η εγκαταλειμμένη από τον Θησέα βασιλικόρη της Κρήτης κάνει τη χαρακτηριστική κίνηση της αποκάλυψης του προσώπου της. Πάνω ακριβώς από το ανάγλυφο ζεύγος στέκονται δύο ολόγλυφες ένθετες φιγούρες, μία γυναικεία παραδομένη σε ύπνο και μία αγένεια ημίγυμνη ανδρική που στηρίζει το βάρος του στο αριστερό χέρι, ενώ τείνει το δεξί προς τη γυναίκα που κοιμάται. Οι δύο ένθετες μορφές στέκονται χιαστί με το θεϊκό ζευγάρι στο σώμα του κρατήρα. Ποιες είναι αυτές οι ένθετες φιγούρες; Αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται για το ίδιο θεϊκό ζευγάρι σε μια προγενέστερη στιγμή. Όταν δηλαδή ο αθηναίος βασιλόπαις Θησέας εγκαταλείπει κοιμισμένη την Αριάδνη στην παραλία της Νάξου, ύστερα από εντολή των θεών, και φεύγει με το καράβι του, τη στιγμή που πλησιάζει ο θεός Διόνυσος για τον οποίο προορίζεται η Αριάδνη, πάνω σε άρμα ζεμένο με πάνθηρες –ένας στέκεται δίπλα στον θεό, άλλοι, ανάγλυφοι, τριγυρνούν κάτω από το χείλος του κρατήρα, υπόμνηση του τρόπου και του τόπου έλευσης του θεού. Βρισκόμαστε μπροστά σε παράσταση ενός ιερού γάμου, όπως προφανώς και στην περίπτωση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.
Αριστερά από την ανάγλυφη Αριάδνη δύο Μαινάδες βρίσκονται σε έκσταση όπως φανερώνουν τα κεφάλια τους που είναι ριγμένα προς τα πίσω. Οι δυο τους κρατούν από κοινού ένα ζώο, από τα μπροστινά του πόδια η μια, από τα πίσω η άλλη. Μοιάζουν έτοιμες να το διαμελίσουν, παραπέμποντας στους στ. 734-745*** από τις Βάκχες του Ευριπίδη.
Δίπλα τους ακριβώς στέκονται τρεις άλλες γυναικείες φιγούρες, τρεις μαινάδες, χαρακτηριστικοί τύποι των γυναικών που ακολουθούν τον Διόνυσο και καθαρά αναφέρονται στις Βάκχες ως νέαι παλαιαί παρθένοι τ’ έτι άζυγες**** (στ. 694). Η ακριανή που έχει καθίσει και συγκρατεί μιαν άλλη είναι προφανώς η «παλαιά», αυτή δηλαδή που είναι μυημένη και βοηθά μιαν άπειρη «άζυγον παρθένον» στον χορό της· το κορίτσι έχει πέσει σχεδόν ημιλιπόθυμο από την πρωτόγνωρη εμπειρία της έκστασης, ενώ το ρούχο της έχει πέσει αφήνοντας ημίγυμνο και το κορμί. Αντίθετα, η τρίτη, που ακουμπά με τα ακροδάχτυλα του αριστερού χεριού τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της νεαρής άπειρης, είναι προφανώς μια «νέα» που ήδη γνωρίζει τον εκστατικό χορό. Δίπλα της στέκεται ο Σιληνός που, σε ιθυφαλλική κατάσταση και όρθιος, με το αριστερό του χέρι συγκρατεί το κλαδί του αμπελιού που περιβάλλει τον κρατήρα πάνω ακριβώς από τα κεφάλια των μορφών. Πάνω ακριβώς κάθεται ένθετος Σάτυρος που κρατά ασκό στα χέρια του και κοιμάται, προφανώς μεθυσμένος.
Η τέταρτη ένθετη μορφή στον λαιμό του κρατήρα είναι μια μαινάδα που επίσης έχει αποκοιμηθεί, προφανώς ύστερα από το τέλος της εκστατικής μύησης, υποδεικνύοντας μια μεταγενέστερη στιγμή από αυτή που παρακολουθεί ο θεατής στο σώμα του κρατήρα. Οι δύο ένθετες φιγούρες στον λαιμό του κρατήρα, ο Σιληνός με τον ασκό και η αποκοιμισμένη Μαινάδα, στέκονται σε μια κατάσταση ησυχίας που αντιδιαστέλλεται με τη γεμάτη κίνηση σκηνή που συντελείται ακριβώς από κάτω τους (με τις τρεις Μαινάδες και τον Σιληνό) και στην οποία πιθανόν είχαν συμμετάσχει νωρίτερα και οι δυο.
Αντιστικτικά σε αυτόν και με τελείως διαφορετική κίνηση, βίαιη, στέκεται ένας άνδρας γενειοφόρος, μονοσάνδαλος, με τον χιτώνα του να ανεμίζει, υποδηλώνοντας τη βίαιη κίνηση του σπαθιού στο δεξί του χέρι. Ζευγάρι με αυτόν σχηματίζει μια γυναίκα, η οποία έχει ρίξει το κεφάλι προς τα πίσω και με το αριστερό της χέρι κρατά από το πόδι στον ώμο της ένα μωρό, ριγμένο προς τα πίσω. Αντιστικτικά επίσης σχηματίζει ζευγάρι με τον Διόνυσο. Αν δούμε αυτή τη γυναίκα ως μεμονωμένη φιγούρα, θα μπορούσαμε και πάλι να σκεφτούμε τους στ. από τις Βάκχες που αναφέρουν ότι οι Μαινάδες «άρπαζαν παιδιά από τα σπίτια. / Κι ό,τι έβαζαν στον ώμο τους έστεκε χωρίς να το δέσουν·» (στ. 754-755). Αν όμως δούμε τις δύο μορφές μαζί, τότε ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε ένα άλλο επεισόδιο από τη διονυσιακή θεολογία. Όταν ο Διόνυσος αποβιβάστηκε στη Θράκη, κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, αντιμετώπισε την εχθρότητα του βασιλιά Λυκούργου που αιχμαλώτισε όλο τον θίασο των Μαινάδων και των Σατύρων. Ο Διόνυσος αναζήτησε καταφύγιο στη θάλασσα, κοντά στη Θέτιδα. Λίγο αργότερα, οι Μαινάδες δραπετεύουν και τρελαίνουν τον Λυκούργο, ο οποίος σκοτώνει με ένα τσεκούρι τον γιο του Δρύαντα νομίζοντας ότι έκοβε παρακλάδι αμπελιού. Τότε ο Διόνυσος εξέθεσε τον Λυκούργο στους πάνθηρες πάνω στη Ροδόπη, που πιθανόν τον κατασπάραξαν. Ένας τέτοιος πάνθηρας στέκεται δίπλα στη γυναίκα, με το πρόσωπο προς τον Διόνυσο, υπενθυμίζοντας όχι μόνο το τέλος του Λυκούργου αλλά και τη θριαμβική έλευση του Διόνυσου στη Νάξο πάνω σε άρμα που το έσερναν πάνθηρες. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ανδρική φιγούρα δεν είναι ο Λυκούργος αλλά ο Πενθέας. Ωστόσο, ο Πενθέας στην τραγωδία είναι νεότερος, μεταμφιέζεται σε Μαινάδα και πουθενά στο κείμενο δεν γίνεται υπαινιγμός για γενειάδα*****.
Ο λαιμός του κρατήρα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο κάτω τον περιβάλλει κισσός, ενώ στο επάνω εμφανίζονται δώδεκα ένθετα ανάγλυφα ζώα που κυνηγούν, λιοντάρια που κυνηγούν ελάφια ή κουβαλούν επάνω τους νεκρά ζώα, γρύπες, πάνθηρες κτλ.
Οι λαβές του κοσμούνται από τέσσερα κεφαλάκια που περιβάλλονται από φίδια. Ποια είναι η σημασία των φιδιών στον μαιναδισμό το λέει ο Ευριπίδης και πάλι στις Βάκχες: «έσφιξαν [οι Μαινάδες] τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών / […] / και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο» (στ. 696-698)· οι Μαινάδες «ξέπλυναν το αίμα· / τις σταγόνες στα μάγουλά τους τις έγλειφαν με τη γλώσσα τους φίδια» (στ. 767-768).
Με ποιους όμως μπορούμε να ταυτίσουμε τα τέσσερα πρόσωπα στα λαβές του κρατήρα; Όποια απάντηση κι αν δώσουμε, αυτή δεν μπορεί να είναι άσχετη με τη διονυσιακή θεολογία. Ένα από τα πρόσωπα/προσωπεία που στολίζουν τον οφθαλμό της ελικωτής λαβής στην Α όψη με την κεντρική σκηνή του Διόνυσου και της Αριάδνης είναι του «ταυρόκερω θεού», πάνω από την ανάγλυφη Αριάδνη και την ένθετη ολόγλυφη ημίγυμνη ανδρική φιγούρα του λαιμού. Δύο μικρά κέρατα και δύο μεγάλα ζωόμορφα αυτιά το χαρακτηρίζουν, ενώ το πρόσωπο πλαισιώνεται από «κοντά φλογωτά βοστρυχίδια» για μαλλιά και από γένι με «κυματιστές φωτοσκιασμένες εγχαράξεις που δημιουργούν την εντύπωση της υγρότητας», σημειώνει η Ευγενία Γιούρη στη μελέτη της για τον κρατήρα. Ο γερμανός μελετητής H.P. Isler, στη μονογραφία του για τον Αχελώο και τους εικονογραφικούς τύπους του θεού-ποταμού ταύτισε το συγκεκριμένο προσωπείο με του Αχελώου και τον συσχέτισε με τον Ηρακλή, που αναγνωρίζεται στο προσωπείο με τη λεοντοκεφαλή, και τον μύθο της πάλης του ήρωα με τον ποταμό ( Ηρακλής - «ήρως θεός» του κάτω κόσμου******). Σε κάθε περίπτωση οι τέσσερις κεφαλές θα πρέπει να σχετίζονται με το ευρύτερο εικονογραφικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τη χρήση του κρατήρα.
Καταρχάς θυμίζουμε ότι ο κρατήρας βρέθηκε σε τάφο (τάφος Β’ Δερβενίου, 330-310 π.Χ.) και ότι χρησιμοποιήθηκε «ως οστεοφυλάκιο και τεφροδόχο σκεύος μετά την καύση του νεκρού σε κιβωτιόσχημο τάφο στο νεκροταφείο που αποδίδεται στην αρχαία Λητή» (Σουέρεφ, 2001, 64). Αλλά ποια είναι η ιδέα που λειτουργεί ενοποιητικά στις επιμέρους παραστάσεις; «Οι σκηνές από το ιερό μυθολόγιο του Διόνυσου κρυσταλλώνουν ολόκληρη θεολογική εσχατολογία. Ο Διόνυσος κομματιάστηκε αλλά επανήλθε στη μέθη της ζωής και της φύσης, αενάως ερωτεύεται και ζευγαρώνει διαιωνίζοντας τον σπόρο του. Ο θεός εκφράζει τη λυτρωτική ελπίδα του ανθρώπου και τη δυναμική της ζωής» (ό.π.). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τις τέσσερις μορφές. Δεχόμαστε καταρχάς ως σωστή την ταύτιση του Isler. Εις επίρρωσιν των ισχυρισμών του, θα αναφερθούμε σε έναν μύθο που συνδέει τον Αχελώο με τον Διόνυσο –η ταύτιση δεν είναι μόνο εικονογραφική. Λέγεται ότι ο Διόνυσος έκανε δώρο στον Οινέα την πρώτη ρίζα αμπέλου που φύτρωσε στην Ελλάδα και ότι ένας δούλος του βασιλιά πρόσεξε ότι ένας τράγος από το κοπάδι έτρωγε τους καρπούς του φυτού που ο ίδιος δεν γνώριζε. Ο βοσκός μάζεψε μερικούς από αυτούς του καρπούς, έστυψε τον χυμό τους που τον ανακάτεψε με το νερό του ποταμού Αχελώου. Αλλά και από άλλη άποψη δικαιολογείται η παρουσία του Αχελώου στον κρατήρα: ο Αχελώος με τα νερά του γονιμοποιεί τη γη, είναι όμως συνδεδεμένος και με τον κάτω κόσμο, όπως θα δούμε και παρακάτω. Ωστόσο, η Γιούρη, λαμβάνοντας υπόψη τους στ. 100-102 των Βακχών του Ευριπίδη – «ταυρόκερων θεόν / στεφάνωσέν τε δρακόντων / στεφάνος» –, θεωρεί ότι δεν είναι λιγότερο πιθανό να παριστάνεται ο ίδιος ο Διόνυσος. Όσο για τα άλλα τρία πορτραίτα η Γιούρη ταυτίζει το ένα με του Ηρακλή, λόγω της λεοντοκεφαλής. Από την άποψη της ουσίας, εμείς θα δικαιολογούσαμε την παρουσία του Ηρακλή στον κρατήρα, γιατί η λατρεία του συνδέθηκε με τη γονιμότητα, καθώς μετά τον θάνατό του λατρεύτηκε ως «ήρως θεός» του κάτω κόσμου (Πίνδ. Νέμεα 3,22). Στα άλλα δύο η ερευνήτρια αναγνωρίζει τη μορφή του Πλούτωνα, ενός θεού που παίρνει ζωή, είναι όμως και πλουτοδότης. Γιατί όμως να αποδώσουμε τα δύο σε μία μόνο μορφή; Πράγματι, από άποψη εικονογραφική μοιάζουν πολύ, το ίδιο όμως μοιάζουν και τα τέσσερα μεταξύ τους με ελάχιστες διαφορές. Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι αποτελούν μια παραλλαγή του ίδιου, μιας και μόνο μορφής σε διάφορες εκφάνσεις. Θεωρούμε ότι το ζήτημα των ταυτίσεων παραμένει ανοιχτό και ότι θα πρέπει να διερευνηθούν, μέχρι να αποκλειστούν, διάφορες περιπτώσεις που συνδέονται με τον διονυσιακό κύκλο, όπως λ.χ. ο Ερμής, ή με τη μετά θάνατο ζωή, όπως είναι ο γίγαντας κυνηγός Ωρίωνας, γιος της παμμήτειρας Γης, σε σχέση, όπως φανερώνει το όνομά του, με τους καιρούς και τις εποχές. Όπως επίσης θα πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο οι κεφαλές στους λαβωτούς έλικες του κρατήρα θα πρέπει να ταυτιστούν με μεγάλους ή μικρότερους θεούς. Η κάθε πρόταση νομίζουμε ότι θα πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο της «θεολογικής εσχατολογίας» που μαρτυρά ο κρατήρας.
ii. Σε ερυθρόμορφη αττική πελίκη του τρίτου τέταρτου του 4ου αι. π.Χ. από την Πέλλα, ανατολικό νεκροταφείο, στην κύρια όψη εικονίζονται ο Διόνυσος και η Αριάδνη, πλαισιωμένοι από τρεις Μαινάδες σε χορευτική κίνηση και δύο ερωτιδείς· στην άλλη όψη υπάρχει σκηνή γαμήλιας τελετής. Οι δύο σκηνές είναι στενά δεμένες. Τόσο η αρπαγή, όσο και ο γάμος, έργα της Αφροδίτης και του Έρωτα, που εικονίζονται στη σκηνή του γάμου, παραπέμπουν στον μυθικό γάμο της θεάς του κάτω κόσμου, που γίνεται δωρήτρια της ζωής, καθώς ενώνεται με τον άρχοντα του κάτω κόσμου. Οι σκηνές, καθώς απεικονίζονται σε αγγείο νεκροταφείου, απηχούν την αντίληψη για τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου με την κυριαρχία του έρωτα.
iii. Μια αττική υδρία του τέλους του 5ου αι. π.Χ. ήταν τοποθετημένη στον τάφο άγνωστου, επιφανούς ανδρός στην Πέλλα. Διόνυσος, Απόλλωνας, Νίκη, Ειρήνη, Αθηνά, Ποσειδώνας συνυπάρχουν σε μια παράσταση που αφηγείται τη νίκη της Αθηνάς επί του Ποσειδώνα αλλά και της δημοκρατίας. Ο Διόνυσος, κισσοστεφής όπως και ο Απόλλωνας που στέκεται δίπλα του, κρατά θύρσο και φορά δέρμα ζώου και ψηλά υποδήματα που θυμίζουν τη θρακική καταγωγή του. Η μικρή φτερωτή Νίκη ετοιμάζεται να στεφανώσει τον θεό, που ιππεύει μεγάλο λευκό γρύπα. Η θεά Ειρήνη, που ήλθε στην Αθήνα με απόφαση του Δία προς βοήθεια του Διόνυσου, φορά πάνω από τον χιτώνα δορά ζώου και κρατά δάδα θυμίζοντας Μαινάδα.
Η θεματική της υδρίας παραπέμπει στον τόπο προέλευσης του αγγείου, την Αθήνα, είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι ο αγοραστής επέλεξε το συγκεκριμένο αγγείο για την κυρίαρχη μορφή του Διόνυσου, πρωτεύοντα θεού του μακεδονικού χώρου και με την πολιτική του διάσταση, προφανώς όχι με το ίδιο περιεχόμενο, δηλαδή ως εγγυητής******* της δημοκρατίας, αλλά ως εγγυητής του πολιτικού συστήματος γενικά.
iv. Στον δεύτερο τάφο του αγροκτήματος Μπέλλα ξεχωρίζουν μικρογραφικές παραστάσεις στο μέτωπο με διονυσιακά θέματα. Ο Διόνυσος απεικονίζεται ανακεκλιμένος, ενώ μια λεοπάρδαλη τον πλησιάζει μαλακά.
v. Σε μαρμάρινη κλίνη με ζωγραφιστή διακόσμηση από μακεδονικό τάφο της Ποτίδαιας, η άνω από τις τρεις ζωφόρους παριστάνει σκηνή από υπαίθριο ιερό με κεντρική μορφή αυτή του Διόνυσου.
vi. Ο τάφος του Αγίου Αθανασίου ελληνιστικών χρόνων, κοσμείται με εξαιρετικά σημαντική παράσταση συμποσίου.
vii. Ψηφιδωτό δάπεδο με τον θεό Διόνυσο πάνω σε πάνθηρα (325-300 π.Χ.) σε σπίτι στην Πέλλα διακοσμούσε δάπεδο ανδρώνα, ταιριαστό θέμα για τα συμπόσια που θα τελούνταν εκεί. Εξαίρετη είναι και η πήλινη προτομή του θεού ελληνιστικών χρόνων στο Μουσείο της Πέλλας.
viii. Έντονη είναι η παρουσία του Διόνυσου και στο Δίον με παραστάσεις περισσότερο συμποτικού-κοσμικού χαρακτήρα:
α) Στις Θέρμες του Δίου, στα χαλάσματα της αίθουσας για το κρύο νερό βρέθηκε άγαλμα του Διόνυσου του 2ου αι. μ.Χ.
β) Στον χώρο λατρείας του θεού, στην ομώνυμη έπαυλη, ο θεός παριστάνεται σε ψηφιδωτό στεφανωμένος πάνω σε άρμα με το κέρας για το κρασί στο δεξί και θύρσο με ταινίες στο αριστερό. Ηνίοχος και στήριγμά του είναι ο παπποσιληνός. Το άρμα βγαίνει από νερά, οι πάνθηρες που το σέρνουν έχουν ουρά θαλάσσιου κήτους, ενώ τους πάνθηρες οδηγούν από τα χαλινάρια θαλάσσιοι Κένταυροι. Ο γενειοφόρος έχει στον ώμο καλυκωτό κρατήρα για τη μίξη του κρασιού, ο άλλος κλειστό αγγείο με (μάλλον) τα μυστικά σύμβολα της λατρείας του θεού. Έξι θεατρικά προσωπεία πλαισιώνουν τη σκηνή (πάνω και κάτω). Εικάζεται ότι το κεντρικό στην ανατολική πλευρά παριστάνει τον Διόνυσο που πλαισιώνεται από σάτυρο και γενειοφόρο άνδρα με βαρβαρική όψη και διαπεραστικό βλέμμα –αυτός ο δεύτερος εικάζεται ότι είναι ο Λυκούργος της Θράκης. Στην άλλη πλευρά το προσωπείο μοιάζει γυναικείο, ίσως να είναι η Αριάδνη ανάμεσα σε Σάτυρο και Σιληνό (2ος αι. μ.Χ.). Αν οι εικασίες αυτές ευσταθούν, τότε η θεματολογία προσομοιάζει του κρατήρα του Δερβενίου, και το υδάτινο τοπίο παραπέμπει στην έλευση του Διόνυσου στο νησί, όπου εγκαταλείφθηκε η Αριάδνη από τον Θησέα.
γ) Από το μεγάλο αίθριο στα νότια της αίθουσας των συμποσίων στο Δίον περνάει ο επισκέπτης σε επιμήκη προθάλαμο που οδηγούσε σε δύο συνεχόμενα δωμάτια και σε αίθουσα με αψίδα στην ανατολική πλευρά. Η αίθουσα ήταν χώρος λατρείας όπως προκύπτει από το ψηφιδωτό με τον ένθρονο κισσοστεφανωμένο Διόνυσο – στο δεξί σκήπτρο σαν ηγεμόνας – και το άγαλμα του θεού στην κόγχη.
δ) Στο σπίτι της Λήδας βρέθηκε τραπεζοφόρος με Διόνυσο, κληματαριά και πάνθηρα (2ος αι. μ.Χ.).
ix. Κοντά σε ταφικό κτίσμα 1,5 χλμ. Ν-ΝΑ από την Κύρρο βρέθηκε ασβεστολιθικό σύμπλεγμα με την παράδοση του Διόνυσου στον Παπποσειληνό, τον Πάνα και τις Νύμφες. Ο Παπποσειληνός στέκεται κατενώπιον, όρθιος στα αριστερά, με τον μικρό Διόνυσο ήδη στα χέρια του. Ψηλότερα κάθεται ο Πάνας με σταυρωμένα πόδια, ενώ όρθιος δεξιότερα στέκεται ο Ερμής κατενώπιον. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το συγκεκριμένο σύμπλεγμα μέσα στο πλαίσιο εύρεσής του, του ιερού δηλαδή της Κύρρου, των μέσων του 3ου αι. μ.Χ., όπου υπάρχουν και παιδικές ταφές; Αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς αν ο μύθος της ανατροφής του Διόνυσου σχετίζεται με την εισδοχή των παίδων στα διονυσιακά μυστήρια. Ή αν ο θάνατός τους εκλαμβάνεται ως μύηση στα μυστήρια ενός θεού που εγγυάται μια συμποτική μετά θάνατον ζωή.
x. Σε τμήματα κτιρίων από τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους μέχρι και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, βρέθηκε ψηφιδωτό από το οποίο σώζεται τμήμα του μεγάλου πίνακα που σχετίζεται με τη λατρεία του Διόνυσου. Σε χορευτική κίνηση, γυναικεία μορφή, προφανώς μαινάδα, κρατά με το αριστερό της χέρι τύμπανο, που το αγγίζουν ελαφρά τα δάχτυλα του δεξιού.
xi. Γνωστή στη Θεσσαλονίκη είναι η λεγόμενη Στοά των Ειδώλων ή των Μαγεμένων ή των Incantadas, στη σεφαραδίτικη γλώσσα, διάλεκτο των Ισπανοεβραίων, της ύστερης ελληνιστικής περιόδου.
Στους αμφίπλευρους ανάγλυφους πεσσούς αναγνωρίζονται (σύμφωνα με την αναπαράσταση του αρχαιολόγου, αρχιτέκτονα, ζωγράφου Stuart, 1713-1788, και του αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα Revett, 1720-1804) στη μια πλευρά οι μορφές μιας Νίκης, της Αύρας, ενός από τους Διοσκούρους, του Γανυμήδη με τον Αετό-Δία · στην άλλη πλευρά γοητεύουν οι παραστάσεις μιας Μαινάδας, του Διόνυσου, της Αριάδνης και της Λήδας με τον Κύκνο-Δία. Ποιον ακριβώς μύθο αφηγούνταν οι μορφές αυτές που κοσμούσαν, προφανώς, ένα από τα πιο σημαντικά δημόσια κτήρια της πόλης, παραμένει άγνωστο. Έπειτα, μήπως δεν πρόκειται για την αφήγηση ενός μόνο μύθου; Μήπως πρόκειται για υπαινικτική αναφορά σε περισσότερους; Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην υποψιαστούμε, τουλάχιστον για τις φιγούρες της Αριάδνης, του Διόνυσου και της Μαινάδας, τον πολύ γνωστό στον μακεδονικό χώρο μύθο του ιερού γάμου του θεού με την κόρη του Μίνωα και τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του. Εξάλλου, στα νομίσματα που έκοβε η πόλη κυριαρχούσαν οι απεικονίσεις του Διόνυσου, του Κάβειρου, της Νίκης. Επισημαίνουμε ακόμη τη διπλή παρουσία του Δία με τη μορφή του αετού και του κύκνου. Στην πρώτη περίπτωση, ανακαλούμε στη μνήμη μας τον γνωστό μύθο της αρπαγής του νεαρού βοσκού στην Τροία, του «ωραιότερου των θνητών», τον οποίο ο θεός μετέφερε στον Όλυμπο, όπου υπηρέτησε ως οινοχόος των θεών. Η ανάκληση σκηνής συμποσίου σ’ έναν άλλον κόσμο, όχι των θνητών, παραπέμπει στην υπόσχεση για διαρκή συμποτική ζωή μετά θάνατον μέσα στα πλαίσια της διονυσιακής μύησης. Όσο για την ένωση της Λήδας με τον Κύκνο-Δία, σε μία από τις εκδοχές του μύθου το ζεύγος Κλυταιμνήστρα - Πολυδεύκης (ένας από τους Διόσκουρους) είναι παιδιά της Λήδας και του Τυνδάρεου, ενώ το ζεύγος Ελένη - Κάστορας (ο άλλος Διόσκουρος) προήλθε από την ένωση της Λήδας με τον Δία. Ένας από τους Διόσκουρους κοσμεί τη στοά. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας ότι οι Διόσκουροι εμπλέκονται ως συνοδοί θεοί στη λατρεία των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, τότε θα μπορούσε κανείς να βρει τους λεπτούς δεσμούς στις έξι από τις οκτώ ανάγλυφες μορφές των πεσσών. Μένουν η Νίκη και η Αύρα. Όμως και αυτή η τελευταία συνδέεται με τον Διόνυσο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά υπαινίσσεται και φρυγικές καταβολές στη μυθολογία της Μακεδονίας. Η Αύρα ήταν κόρη της Περίβοιας από τη Φρυγία και του Τιτάνα Λέλαντα. Ανήκε στον κύκλο της Άρτεμης και μοιραζόταν με τις συντρόφισσές της την εμπειρία του κυνηγιού. Την ερωτεύτηκε ο Διόνυσος, εκείνη όμως, πιο ανάλαφρη, είχε το πλεονέκτημα να τρέχει σαν τον άνεμο και να του ξεφεύγει, μέχρι που η Αφροδίτη την έκαμε, ύστερα από παράκληση του ίδιου του Διόνυσου, να χάσει τα λογικά της και να του παραδοθεί. Από την ένωσή τους προέκυψαν δίδυμα, τα οποία όμως η ίδια η μάνα τα κομμάτιασε μέσα στην τρέλα της. Ύστερα, έπεσε στον ποταμό Σαγγάριο. Ο Δίας –διπλή η παρουσία του στη στοά– τη μεταμόρφωσε σε πηγή (Νόνν., Διον. 48.242 κ.ε. Πρβ. Μέγα Ετυμ., λ. Δίνδυμον). Και πάντως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη σχέση ανάμεσα στις τρεις ανδρικές φιγούρες: Δίας, Διόνυσος, Διόσκουρος. Ο Δίας πατέρας του Διόνυσου και του Διόσκουρου από διαφορετικές γυναίκες, ο Διόσκουρος, διαπλεκόμενος με τα μυστήρια της Σαμοθράκης διονυσιακού χαρακτήρα, γιος της Λήδας που παρίσταται στη στιγμή της ένωσής της με τον Δία σε άλλο πεσσό. Τρεις ακόμη γυναικείες φιγούρες, η Αύρα, η Αριάδνη, η Μαινάδα, αυτές με κάθε βεβαιότητα συμπλέκονται με τον Διόνυσο. Όσο για την παρουσία της Νίκης, μήπως θα πρέπει να την εκλάβουμε ως τον θρίαμβο του Διονύσου;
xii. Στα νομίσματα της Μένδης παριστάνεται ο Μενδαίος όνος, που κουβαλά κρασί, άλλα εμπορεύματα, πράγματα, ανθρώπους αλλά και τον Διόνυσο, εν είδει ανακλίνδρου. Ο γνωστός στις αρχαϊκές και κλασικές αγορές Μενδαίος οίνος συνέβαλε στη διάδοση του νομίσματος με την παράσταση του Μενδαίου όνου, και αυτός με τη σειρά του ονόμασε το γνωστό μας γαϊδουράκι της λαϊκής παράδοσης: Μενδαίος, Μένδιος, Μέντιος (Μακεδονία, 1994, 74· Σουέρεφ, 2001, 92).
Απ’ όλες αυτές τις παραστάσεις ανακύπτει η ιδιομορφία του Διόνυσου. Διαφέρει από τους αθάνατους θεούς, γιατί πεθαίνει, αλλά διαφέρει και από τους θνητούς, γιατί πεθαίνει πολλές φορές, όπως επίσης γεννιέται και πολλές φορές. Αυτή η ιδιότυπη σχέση του με την αθανασία καθορίζει και τη (μη) θέση του στον Όλυμπο. Είναι κύριος του υγρού στοιχείου, θεός ναυτικός και θεός συμποσιαστής. Αλλά οι οδοί του νερού και του κρασιού συνδέουν τους δύο κόσμους, τον πάνω και τον κάτω, και ο Διόνυσος εμφανίζεται ως ο κύριος αυτής επικοινωνίας. «Ο Διόνυσος και ο Άδης είναι ένας και ο αυτός θεός», έλεγε ο Ηράκλειτος (απ. 15). Το συμπόσιο των νεκρών συνιστά την ελπίδα της άλλης ζωής, όπου οι εκλεκτοί θα επαναλαμβάνουν την ιεροτελεστία της συνεύρεσης με τον Διόνυσο του Κάτω Κόσμου. Οι αντιλήψεις για μια συμποτική ζωή μετά θάνατο αναδεικνύονται και με την αρχιτεκτονική των τάφων********.
-------------------------------
*Βάκχες
Ο Ευριπίδης έγραψε την τραγωδία Βάκχες κατά την παραμονή του στη Μακεδονία. Η τραγωδία, βέβαια, απευθυνόταν σε αθηναϊκό κοινό (στ. 266-272), ωστόσο δεν αποκλείεται το γεγονός ο Ευριπίδης να είδε πράγματι Μαινάδες να επιδίδονται σε «όργια» στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ σε τέτοιου είδους τελετουργίες στη νότια Ελλάδα είχαν περιοριστεί οι αγριότητες κάτω από την τέλεσή τους υπό την αιγίδα της πόλης.
1. Μέσα βακχείας. α) Ενδυμασία: στ. 23-26, 105-113, 136, 150, 180, 696, 821-836, 910-945 (τομάρια ελαφιού, θύρσος, στεφάνια κισσού, κλαδιά δρυός ή ελάτου, στο κεφάλι μαλλί λευκότριχων βοστρύχων –Βασσάραι)· β) μουσική: στ. 120-133 (τύμπανα, αυλοί). Η αλλαγή στην ενδυμασία δείχνει την απομάκρυνση από την καθημερινή ζωή. Γνωστή είναι και η σημασία της μουσικής και του χορού στη συντροφικότητα και την ομαδικότητα, αλά και σε μια υπέρβαση σωματικών και πνευματικών ορίων (στ. 183-189 –ως και οι γέροντες χοροπηδούν), που εκδηλώνεται με την ορειβασία (Μιμαλλόνες), την αψήφιση του κρύου, του φόβου (λ.χ. από το κράτημα των φιδιών, στ. 698, 768 –Μακέται) και του πόνου –φωτιά καίει στα μαλλιά των βακχευτών χωρίς να νιώθουν κάψιμο (στ. 757).
2. Ο μαιναδισμός είναι ερωτικός και γυναικείος (στ. 217-232).
3. Επιφέρει μιαν ειρηνική συνύπαρξη με τη φύση, ακόμη και με τις άγριες πλευρές της (στ. 72-86, 143-168, 676-714, 1051-1056 –ο Διόνυσος παρέχει αφθονία σε υγρές τροφές, γάλα, κρασί, μέλι, που είναι βέβαια και οι προσφορές στους νεκρούς).
4. Υπάρχει και η βίαιη, «πολεμική» πλευρά του μαιναδισμού ως τιμωρία του θεού προς τους αρνητές του (στ. 135-141, 729-769, 1125-1147, 1170-1191, 1202-1302). Όσο διαρκεί, οι βακχευτές δεν αντιλαμβάνονται πόνο, η δύναμή τους πολλαπλασιάζεται, διαμελίζουν με τα χέρια ζώα και επιδίδονται σε ωμοφαγία (λαφύστιες) και αιματοποσία.
**Υάδες
Υπάρχουν διάφορες παραδόσεις για τις Υάδες. Θεωρούνται αδελφές ή κόρες του Υάντα, που μετά το θάνατό του μεταμορφώθηκαν από τη λύπη τους σε αστέρια. Ή κόρες του Ήλιου, που πέθαναν από τον πόνο τους για το θάνατο του αδελφού τους Φαέθοντα. Ή νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο και τις οποίες ο Δίας μεταμόρφωσε στον ομώνυμο αστερισμό, προφανώς για να τις προφυλάξει από την οργή της Ήρας. Το όνομά τους συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα ύω που σημαίνει βρέχω, και γι’ αυτό ως αστέρες θεωρούνταν προάγγελοι της βροχής.
***Ευρ., Βάκχες 734-745
Εκείνες, χωρίς σίδερο στο χέρι, όρμησαν στην αγέλη****νέαι παλαιαί παρθένοι τ’ έτι άζυγες
που έβοσκε στη χλόη.
Να βλέπεις άλλη να κρατάει στα χέρια της
δάμαλη τρυφερή με ωραίες θηλές που μούγκριζε κομμένη στα δυό
και άλλες να κατακρεουργούν δαμάλες.
Να βλέπεις πλευρά και διπλές χηλές
να σφενδονίζονται στα ύψη και να πέφτουν,
να κρέμονται στα έλατα και να στάζουν
βουτηγμένα στο αίμα.
Ταύροι ως τότε αδάμαστοι με κέρατα οργισμένα
σωριάζονταν στο χώμα,
καθώς τους έσερναν μυριάδες χέρια κοριτσιών.
Τις σάρκες τους τις ξέσκιζαν,
προτού ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα στα βασιλικά σου μάτια.
Στις Βάκχες ο Ευριπίδης αναφέρει τρεις θιάσους γυναικείων χορών με κορυφαίες την Αυτονόη, την Αγαύη και την Ινώ (στ. 680-682). Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι χοροί αυτοί ήταν μικτοί ή αν στον καθένα υπήρχαν αποκλειστικά «παλαιαί», «νέαι», «παρθένοι άζυγοι». Στα ελληνιστικά χρόνια, είναι πιθανό ότι στην κατηγορία των «παλαιών» συμπεριλαμβάνονταν και χήρες ή διαζευγμένες γυναίκες, τα δικαιώματα των οποίων στην κλασική αρχαιότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Η θέση τους βελτιώνεται αισθητά στα ελληνιστικά χρόνια και η συμμετοχή της σε ιερές αδελφότητες, θρησκευτικούς συλλόγους και μυστηριακές λατρείες της αποτελούσε διέξοδο. Για τις χήρες πολίτιδες του Δίου βλ. Παντερμαλής (2000, 381-82), όπου και σχετική βιβλιογραφία για το νομικό καθεστώς της χηρείας, για τις βασιλικές χήρες στη Μακεδονία και για τον ρόλο των γυναικών στις θρησκευτικές αδελφότητες.
*****Στη νότια στοά του θεάτρου των Φιλίππων (ρωμαϊκοί χρόνοι), θέατρο με ανοιχτή τη θέα του στο Παγγαίο, η ανάγλυφη διακόσμηση απεικονίζει τον μύθο της καταδίωξης και του θριάμβου της διονυσιακής λατρείας. Σώθηκαν τέσσερις μορφές μαινάδων σε εκστατική χορευτική κίνηση και μια ανδρική μορφή με κοντά χιτώνα και ανεμιζόμενο ιμάτιο να τρέχει προς τα δεξιά με υψωμένα τα δύο χέρια προς τα εμπρός, κατά πάσα πιθανότητα ο μυθικός βασιλιάς της Θήβας Πενθέας ή ο μυθικός βασιλιάς των Ηδωνών Λυκούργος, διώκτες και οι δυο της διονυσιακής λατρείας.
******Ηρακλής - «ήρως θεός» του κάτω κόσμου
Η λατρεία αυτή συνδέεται, νομίζουμε, με τη νίκη του Ηρακλή επί του Αχελώου και με τον γάμο του με τη Δηιάνειρα. Όταν ο Ηρακλής έσπασε το κέρατο του Αχελώου στη διαμάχη μεταξύ τους για τη Διηάνειρα, ο θεός-ποταμός θεώρησε ότι νικήθηκε και ζήτησε πίσω το κέρατο, δίνοντας ως αντάλλαγμα στον Ηρακλή το κέρας της Αμαλθείας [1], το οποίο είχε πάρει από την κόρη του Ωκεανού Αμάλθεια, και από το οποίο έβγαιναν ποτά και φαγητά. Ο Ηρακλής με τη σειρά του το έδωσε στους Καλυδωνίους και λατρεύτηκε στα βουνά ως θεός της γονιμότητας και της ευφορίας που μπορεί να επέλθει με την ορθολογική διευθέτηση και τον έλεγχο των υδάτων. Στην ουσία, ο Ηρακλής λατρεύτηκε ως θεός χθόνιος. Εξάλλου, ο Ηρακλής διεκδίκησε τη Διηάνειρα, επειδή του το ζήτησε η ψυχή του Μελέαγρου, την οποία συνάντησε, όταν κατέβηκε στον Άδη για τον Κέρβερο. Επιπλέον, το κέρας της Αμαλθείας το κρατά και ο Πλούτωνας στο χέρι του, καθώς ο Ηρακλής τον κουβαλά στην πλάτη του για να τον ανεβάσει στον επάνω κόσμο. Ο θεός του κάτω κόσμου είναι και θεός της ευφορίας, της βλάστησης και της γονιμότητας, τον οποίον επικαλούνται οι γεωργοί, για να φυτρώσει ο σπόρος της Δήμητρας. Ακόμη και η μεταμφίεση του Ηρακλή σε Ομφάλη, όπως παριστάνεται σε χάλκινο εξάρτημα κλίνης με διακοσμητικές μορφές, παρέα με νεαρό σάτυρο, στο δάπεδο της αίθουσας των συμποσίων στο Δίον (όψιμα ελληνιστικά χρόνια), αποκαλύπτουν τελετουργικά με γονιμικό χαρακτήρα. Ακόμη και το ηράκλειον άμμα, ο κόμπος που συχνά βρίσκουμε γραπτό σε επιτύμβιες στήλες ή ακόμη και ως κόσμημα δηλώνει προφανώς αυτό το δέσιμο της ζωής με τον θάνατο μέσα από τη σύνδεση που επιτυγχάνει ο ήρωας ανάμεσα στους δύο κόσμους και τον διττό του χαρακτήρα.
[1] Κέρας της Αμαλθείας παριστάνεται στην επωμίδα του δεξιού ώμου σε θώρακα αγάλματος αυτοκράτορα που βρέθηκε σε οικόπεδο στη συμβολή της οδού Καραολή-Δημητρίου, στην πλατεία Αντιγονιδών της Θεσσαλονίκης.
*******Διόνυσος, εγγυητής του πολιτικού συστήματος Στην Αθήνα, και σε άλλες πόλεις, όπως η Κόρινθος, ο Διόνυσος, θεός καταρχάς αγροτικός, όπως και άλλοι, εξελίχθηκε σε θεό εγγυητή του πολιτικού συστήματος της πόλεως, κάτι που οφείλεται στην αλλαγή της οικονομίας από αγροτική σε αστική, οπότε μετασχηματίστηκε και η θρησκεία. Η αγροτικού χαρακτήρα λατρεία του Διόνυσου τον εξοβελίζει από τον Όλυμπο όχι όμως και από τη θρησκεία, μια και οι λατρείες αυτές ήταν πολύ βαθιά ριζωμένες στον λαό. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η οργανωμένη πολιτεία ήταν να θέσει υπό την αιγίδα της αυτές τις γιορτές, ώστε να μπορέσει να τις ελέγξει. Η επίσημη αποδοχή της «εύθυμης» διονυσιακής ευλάβειας αγροτικού χαρακτήρα και η υπόταξή του σε αυστηρό τελετουργικό προφύλασσε το σύστημα της πόλεως από τις ακρότητες μιας λατρείας, την οποία οι πολίτες δεν μπορούσαν να αποποιηθούν.
******** Αρχιτεκτονική μακεδονικών τάφων
Στους μακεδονικούς τάφους της Μίεζας ο υπόγειος νεκρικός θάλαμος μιμείται σε γενικές γραμμές δωμάτιο συμποσίου με κλίνες. Οι νεκροί συμποσιάζονται με τους θεούς στην άλλη ζωή, γι’ αυτό και σκεύη, αγγεία και έπιπλα που βρέθηκαν στους τάφους θυμίζουν ανάλογα αντικείμενα επίγειων συμποσίων.
******** Αρχιτεκτονική μακεδονικών τάφων
Στους μακεδονικούς τάφους της Μίεζας ο υπόγειος νεκρικός θάλαμος μιμείται σε γενικές γραμμές δωμάτιο συμποσίου με κλίνες. Οι νεκροί συμποσιάζονται με τους θεούς στην άλλη ζωή, γι’ αυτό και σκεύη, αγγεία και έπιπλα που βρέθηκαν στους τάφους θυμίζουν ανάλογα αντικείμενα επίγειων συμποσίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου