Όταν κανείς είναι ερωτευμένος αρχίζει πάντα εξαπατώντας τον εαυτό του και καταλήγει εξαπατώντας τους άλλους. Και αυτό ο κόσμος το ονομάζει ρομαντικό ειδύλλιο» -Oscar Wilde
O έρωτας χαρακτηρίζεται από πολλούς ως η κινητήριος δύναμη της ζωής. Το πιο ισχυρό συναίσθημα όπου ο άνθρωπος νιώθει τόσο μικρός και τόσο αδύναμος μπροστά του.
Όπλισε τις πένες συγγραφέων και ποιητών, δίνοντας πνοή στους καμβάδες των ζωγράφων. Κατέχει κεντρική θέση στις τέχνες και τη φιλοσοφία.
Ο ακάλεστος φτερωτός θεός είναι παρών σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής αλλάζοντας τις ζωές των ανθρώπων. Αντίδοτο στην πλήξη, τη θλίψη και την πνευματική αποτελμάτωση.
Τι είδους αίσθημα είναι όμως πραγματικά ο έρωτας; Γιατί είναι τόσο ισχυρός κυριεύοντας τον αποδέκτη του και γιατί κάποιοι αισθάνονται «τρελά ερωτευμένοι»; Είναι μαγεία ή παθολογία;
Στις παρακάτω λοιπόν γραμμές θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα παρέχοντας μια όσο το δυνατόν λακωνικότερη και εύληπτη προσέγγιση του έρωτα από την ψυχαναλυτική σκοπιά.
Όταν ερχόμαστε στον κόσμο, χρειαζόμαστε ένα πρόσωπο φροντίδας το οποίο διασφαλίζει την βιολογική επιβίωση μας. Πέρα από την επιβίωση το πρόσωπο αυτό, το οποίο ονομάζουμε μητέρα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξη του ατόμου. Το βρέφος προσκολλάται στη μητέρα και σχηματίζει ένα στενό δεσμό μαζί της εξασφαλίζοντας έτσι, συν τοις άλλοις και τη «συναισθηματική του τροφή».
Αν το βρέφος λάβει την αγάπη που χρειάζεται και δεν υποσιτιστεί συναισθηματικά, όταν μεγαλώσει θα θελήσει να δώσει πίσω αυτή την αγάπη. Θα νιώθει δηλαδή ευγνώμων και την ευγνωμοσύνη του αυτή θα την ξεπληρώσει μέσω της προσφοράς στον σύντροφο του ή τους συνανθρώπους του.
Από την άλλη, αν το βρέφος δεν έχει μία αρκετά καλή μητέρα, αλλά έχει μία μητέρα που το χρησιμοποιεί ως αντιστάθμισμα των δικών της συναισθηματικών αναγκών στερώντας του έτσι την αγάπη, τότε ο άνθρωπος αυτός θα ψάχνει σε όλη του τη ζωή να αγαπηθεί.
Με άλλα λόγια θα ξοδέψει τη ζωή του αναζητώντας μια ιδανική μητέρα που θα τον αγαπήσει..
Όλα αυτά συμβαίνουν κατά βάση στον πρώτο χρόνο της ζωής του ανθρώπου. Σύμφωνα με μία ψυχαναλυτική σχολή σκέψης, ο άνθρωπος στον πρώτο χρόνο της ζωής του περνά από δύο θεμελιώδεις αναπτυξιακές «φάσεις».
Κατά την πρώτη φάση, τη λεγόμενη «σχιζοειδή-παρανοειδή φάση» το βρέφος βλέπει τη μητέρα τελείως ναρκισσιστικά και χρησιμοθηρικά, ρουφώντας και αρπάζοντας από αυτή ό,τι θελήσει.
Το βρέφος σε αυτή τη φάση δε μπορεί να αντιληφθεί τη μητέρα σαν ολότητα αλλά τη «σχίζει» διαχωρίζοντας την σε καλή, όταν ικανοποιεί της ανάγκες του και σε κακή όταν τις ματαιώνει.
Αν λοιπόν σε αυτή τη φάση ανάπτυξης που διαρκεί περίπου τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του, το βρέφος είχε την τύχη να έχει μία αρκετά καλή μητέρα τότε περνά με επιτυχία στη δεύτερη φάση ανάπτυξης που ονομάζεται «καταθλιπτική φάση».
Εκεί συνειδητοποιεί ότι έχει λάβει αγάπη από τη μητέρα και προσπαθεί με τη σειρά του να την ευχαριστήσει. Σε αυτό το στάδιο βλέπει τον κόσμο πιο ώριμα και πιο σφαιρικά σαν ένα όλον, τόσο με τα καλά του όσο και με τα κακά του.
Οι άνθρωποι που αισθάνονται ερωτευμένοι σε έντονο βαθμό είναι αυτοί που κόλλησαν λίγο παραπάνω στην πρώτη φάση ανάπτυξης.
Είναι αυτοί που είχαν την ατυχία να μην έχουν μία αρκετά καλή μητέρα που να τους παρέχει την προσοχή, την αφοσίωση και κυρίως την αγάπη που χρειάζονταν.
Eίχαν μία μητέρα η οποία δεν τους παρείχε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον βλέποντας τα παιδιά της ως αντίδοτο για το δικό της πόνο και τις δικές της ανάγκες που επίσης δεν ικανοποιήθηκαν στη δική της παιδική ηλικία, καλλιεργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο περιφρόνησης.
Στον έρωτα βλέπουμε τα πράγματα όπως δεν είναι στην πραγματικότητα. Συνώνυμο του έρωτα είναι η εξιδανίκευση, η ανάγκη δηλαδή για κάτι τέλειο και αψεγάδιαστο, με άλλα λόγια μια τέλεια μητέρα.
Ο «τρελά ερωτευμένος» άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργήσει μια εξιδανικευμένη μορφή μητέρας. Αναζητά αυτή τη φορά μια «μητέρα» χωρίς ελαττώματα, μια μητέρα τέλεια, που δε θα τον προδώσει και έτσι ασυνείδητα της αποδίδει όλες εκείνες τις ιδιότητες που έλειπαν από την πραγματική του μητέρα.
Όλες αυτές τις προσδοκίες τις μεταφέρει στον σύντροφο του. Εξιδανικεύει και αρνείται την πραγματικότητα. Ασυνείδητα πιστεύει η εξιδανικευμένη αυτή εικόνα θα απαλύνει τον πρωταρχικό πόνο της απόρριψης που βίωσε. Δε βλέπει την πραγματικότητα, βλέπει κάτι φανταστικό, μία αυταπάτη.
Ο ψυχολογικά ώριμος άνθρωπος δεν έχει την ανάγκη να ερωτευτεί και κατά συνέπεια να εξιδανικεύσει. Δεν μπορεί να αλλοιώσει την πραγματικότητα. Έχει βιώσει αγάπη και θέλει να επιστρέψει πίσω αυτή την αγάπη. Είναι αυτός που μπορεί και μετατρέπει τον πρωταρχικό ενθουσιασμό σε ώριμη και παραγωγική αγάπη.
Η αγάπη και ο έρωτας είναι δύο αντικρουόμενα αισθήματα, αλληλοαπορριπτικά. Η πιο ώριμη μορφή αγάπης είναι η παραγωγική αγάπη όπου κάθε σύντροφος λειτουργεί ως φορέας ανάπτυξης για τον άλλο.
Στην εξαρτητική σχέση ο κάθε σύντροφος είναι προσκολλημένος στον άλλον Αντίθετα, ζητώντας να πάρει πράγματα που δε πήρε στη παιδική του ηλικία από το πρόσωπο φροντίδας.
Η παραγωγική αγάπη, είναι το είδος της αγάπης όπου ο κοινωνός της αγωνίζεται για την πνευματική, ψυχολογική και συναισθηματική ανάπτυξη του συντρόφου του, υποβοηθώντας έτσι την πραγμάτωση του.
Σε μία τέτοια σχέση την άρνηση και εξιδανίκευση της πραγματικότητας διαδέχεται η ώριμη αξιολόγηση και τελικώς η αποδοχή της συναισθηματικής πραγματικότητας όπου δεν υπάρχει τίποτε τέλειο στον άλλο, αλλά αντιθέτως κάτι ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο.
O έρωτας χαρακτηρίζεται από πολλούς ως η κινητήριος δύναμη της ζωής. Το πιο ισχυρό συναίσθημα όπου ο άνθρωπος νιώθει τόσο μικρός και τόσο αδύναμος μπροστά του.
Όπλισε τις πένες συγγραφέων και ποιητών, δίνοντας πνοή στους καμβάδες των ζωγράφων. Κατέχει κεντρική θέση στις τέχνες και τη φιλοσοφία.
Ο ακάλεστος φτερωτός θεός είναι παρών σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής αλλάζοντας τις ζωές των ανθρώπων. Αντίδοτο στην πλήξη, τη θλίψη και την πνευματική αποτελμάτωση.
Τι είδους αίσθημα είναι όμως πραγματικά ο έρωτας; Γιατί είναι τόσο ισχυρός κυριεύοντας τον αποδέκτη του και γιατί κάποιοι αισθάνονται «τρελά ερωτευμένοι»; Είναι μαγεία ή παθολογία;
Στις παρακάτω λοιπόν γραμμές θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα παρέχοντας μια όσο το δυνατόν λακωνικότερη και εύληπτη προσέγγιση του έρωτα από την ψυχαναλυτική σκοπιά.
Όταν ερχόμαστε στον κόσμο, χρειαζόμαστε ένα πρόσωπο φροντίδας το οποίο διασφαλίζει την βιολογική επιβίωση μας. Πέρα από την επιβίωση το πρόσωπο αυτό, το οποίο ονομάζουμε μητέρα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξη του ατόμου. Το βρέφος προσκολλάται στη μητέρα και σχηματίζει ένα στενό δεσμό μαζί της εξασφαλίζοντας έτσι, συν τοις άλλοις και τη «συναισθηματική του τροφή».
Αν το βρέφος λάβει την αγάπη που χρειάζεται και δεν υποσιτιστεί συναισθηματικά, όταν μεγαλώσει θα θελήσει να δώσει πίσω αυτή την αγάπη. Θα νιώθει δηλαδή ευγνώμων και την ευγνωμοσύνη του αυτή θα την ξεπληρώσει μέσω της προσφοράς στον σύντροφο του ή τους συνανθρώπους του.
Από την άλλη, αν το βρέφος δεν έχει μία αρκετά καλή μητέρα, αλλά έχει μία μητέρα που το χρησιμοποιεί ως αντιστάθμισμα των δικών της συναισθηματικών αναγκών στερώντας του έτσι την αγάπη, τότε ο άνθρωπος αυτός θα ψάχνει σε όλη του τη ζωή να αγαπηθεί.
Με άλλα λόγια θα ξοδέψει τη ζωή του αναζητώντας μια ιδανική μητέρα που θα τον αγαπήσει..
Όλα αυτά συμβαίνουν κατά βάση στον πρώτο χρόνο της ζωής του ανθρώπου. Σύμφωνα με μία ψυχαναλυτική σχολή σκέψης, ο άνθρωπος στον πρώτο χρόνο της ζωής του περνά από δύο θεμελιώδεις αναπτυξιακές «φάσεις».
Κατά την πρώτη φάση, τη λεγόμενη «σχιζοειδή-παρανοειδή φάση» το βρέφος βλέπει τη μητέρα τελείως ναρκισσιστικά και χρησιμοθηρικά, ρουφώντας και αρπάζοντας από αυτή ό,τι θελήσει.
Το βρέφος σε αυτή τη φάση δε μπορεί να αντιληφθεί τη μητέρα σαν ολότητα αλλά τη «σχίζει» διαχωρίζοντας την σε καλή, όταν ικανοποιεί της ανάγκες του και σε κακή όταν τις ματαιώνει.
Αν λοιπόν σε αυτή τη φάση ανάπτυξης που διαρκεί περίπου τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του, το βρέφος είχε την τύχη να έχει μία αρκετά καλή μητέρα τότε περνά με επιτυχία στη δεύτερη φάση ανάπτυξης που ονομάζεται «καταθλιπτική φάση».
Εκεί συνειδητοποιεί ότι έχει λάβει αγάπη από τη μητέρα και προσπαθεί με τη σειρά του να την ευχαριστήσει. Σε αυτό το στάδιο βλέπει τον κόσμο πιο ώριμα και πιο σφαιρικά σαν ένα όλον, τόσο με τα καλά του όσο και με τα κακά του.
Οι άνθρωποι που αισθάνονται ερωτευμένοι σε έντονο βαθμό είναι αυτοί που κόλλησαν λίγο παραπάνω στην πρώτη φάση ανάπτυξης.
Είναι αυτοί που είχαν την ατυχία να μην έχουν μία αρκετά καλή μητέρα που να τους παρέχει την προσοχή, την αφοσίωση και κυρίως την αγάπη που χρειάζονταν.
Eίχαν μία μητέρα η οποία δεν τους παρείχε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον βλέποντας τα παιδιά της ως αντίδοτο για το δικό της πόνο και τις δικές της ανάγκες που επίσης δεν ικανοποιήθηκαν στη δική της παιδική ηλικία, καλλιεργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο περιφρόνησης.
Στον έρωτα βλέπουμε τα πράγματα όπως δεν είναι στην πραγματικότητα. Συνώνυμο του έρωτα είναι η εξιδανίκευση, η ανάγκη δηλαδή για κάτι τέλειο και αψεγάδιαστο, με άλλα λόγια μια τέλεια μητέρα.
Ο «τρελά ερωτευμένος» άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργήσει μια εξιδανικευμένη μορφή μητέρας. Αναζητά αυτή τη φορά μια «μητέρα» χωρίς ελαττώματα, μια μητέρα τέλεια, που δε θα τον προδώσει και έτσι ασυνείδητα της αποδίδει όλες εκείνες τις ιδιότητες που έλειπαν από την πραγματική του μητέρα.
Όλες αυτές τις προσδοκίες τις μεταφέρει στον σύντροφο του. Εξιδανικεύει και αρνείται την πραγματικότητα. Ασυνείδητα πιστεύει η εξιδανικευμένη αυτή εικόνα θα απαλύνει τον πρωταρχικό πόνο της απόρριψης που βίωσε. Δε βλέπει την πραγματικότητα, βλέπει κάτι φανταστικό, μία αυταπάτη.
Ο ψυχολογικά ώριμος άνθρωπος δεν έχει την ανάγκη να ερωτευτεί και κατά συνέπεια να εξιδανικεύσει. Δεν μπορεί να αλλοιώσει την πραγματικότητα. Έχει βιώσει αγάπη και θέλει να επιστρέψει πίσω αυτή την αγάπη. Είναι αυτός που μπορεί και μετατρέπει τον πρωταρχικό ενθουσιασμό σε ώριμη και παραγωγική αγάπη.
Η αγάπη και ο έρωτας είναι δύο αντικρουόμενα αισθήματα, αλληλοαπορριπτικά. Η πιο ώριμη μορφή αγάπης είναι η παραγωγική αγάπη όπου κάθε σύντροφος λειτουργεί ως φορέας ανάπτυξης για τον άλλο.
Στην εξαρτητική σχέση ο κάθε σύντροφος είναι προσκολλημένος στον άλλον Αντίθετα, ζητώντας να πάρει πράγματα που δε πήρε στη παιδική του ηλικία από το πρόσωπο φροντίδας.
Η παραγωγική αγάπη, είναι το είδος της αγάπης όπου ο κοινωνός της αγωνίζεται για την πνευματική, ψυχολογική και συναισθηματική ανάπτυξη του συντρόφου του, υποβοηθώντας έτσι την πραγμάτωση του.
Σε μία τέτοια σχέση την άρνηση και εξιδανίκευση της πραγματικότητας διαδέχεται η ώριμη αξιολόγηση και τελικώς η αποδοχή της συναισθηματικής πραγματικότητας όπου δεν υπάρχει τίποτε τέλειο στον άλλο, αλλά αντιθέτως κάτι ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου