Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα γύρω από τον άνθρωπο είναι ότι, αν και έχουμε πολλά κοινά χαρακτηριστικά (αρκετά για να μας κάνουν όλους αναγνωρίσιμα μέλη του (ίδιου είδους), ούτε δύο από εμάς δεν είμαστε ακριβώς ίδιοι.
Ο ψυχολόγος και οι κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι, μολονότι είναι δυνατό να προβλέπουμε τις γενικές τάσεις στη συμπεριφορά ή να προβλέπουμε με μεγάλη ακρίβεια πώς μπορεί να συμπεριφερθούν ολόκληρες ομάδες ανθρώπων σε μια δεδομένη κατάσταση, είναι πολύ πιο δύσκολο να προβλεφθεί πώς θα συμπεριφερθεί ένας μεμονωμένος άνθρωπος.
Η θεωρία της προσωπικότητας αφορά στην κατανόηση των προσωπικών διαφορών για παράδειγμα, τι κάνει δύο ανθρώπους να συμπεριφέρονται διαφορετικά στην ίδια κατάσταση.
Οι άνθρωποι (μαζί και πολλοί ψυχολόγοι) περιγράφουν την προσωπικότητα με τα χαρακτηριστικά ή τα γνωρίσματα που παρατηρούν στον εαυτό τους και τους άλλους. Ορισμένοι χαρακτηρίζονται, λόγου χάρη, «τίμιοι», «αξιόπιστοι», «φιλικοί» ή «ανοιχτοί», ενώ άλλοι «κακοήθεις», «επιθετικοί», «ύπουλοι» ή «δύστροποι». Η κατάσταση, ή το πλαίσιο, μέσα στην οποία συναντιόμαστε με τους άλλους θα καθορίσει
πολλές φορές τις κρίσεις που κάνουμε για την προσωπικότητά τους. Είναι πολύ πιθανό, για παράδειγμα, να είναι κάποιος επιθετικός σε μια κατάσταση, αλλά φιλικός σε μιαν άλλη.
Υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους ψυχολόγους και τους κοινωνιολογικούς γύρω από το πόση την προσωπικότητά μας οφείλεται στη γενετική και πόση στις περιβαλλοντικές επιδράσεις και εμπειρίες. Οι περιβαλλοντικές επιδράσεις περιλαμβάνουν, λόγου χάρη, τις εμπειρίες που έχουμε επειδή ανήκουμε σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμό. Κάθε πολιτισμός έχει το δικό του σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και προσδοκιών, με αποτέλεσμα τα μέλη αυτού του πολιτισμού να έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Με τον ίδιο τρόπο, η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουμε, σε οποιονδήπτε πολιτισμό, θα επηρεάσει το πώς μας βλέπουν οι άλλοι και πώς εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας.
Το είδος οιχογένειας στην οποία ανήνουμε και η θέση που κατέχουμε μέσα σε αυτήν (πρώτο, δεύτερο παιδί κτλ.) είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες στον καθορισμό της προσωπικότητάς μας. Οι γονείς μπορεί να είναι θερμοί, τρυφεροί και περιποιητικοί, μπορεί να είναι ψυχροί, εχθρικοί και αδιάφοροι, ή -το πιθανότερο- ένα κράμα όλων αυτών. Αυτό είναι σημαντικό γιατί, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, οι θεωρίες της προσωπικότητας τοποθετούν τις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας ανάμεσα στους σημαντικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την προσωπικότητα.
Για να θεωρηθεί σοβαρός ένας κλάδος ψυχολογίας χρειάζεται να αναπτύξει μια γενική άποψη του πώς ο άνθρωπος εξελίσσεται από τη νηπιακή ηλικία. Η άποψη αυτή πρέπει να είναι αρκετά ευρεία ώστε να εξηγεί πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος και σχετίζεται με τους άλλους γενικά, όπως και να εξηγεί σε κάποιο βαθμό τις ατομικές διαφορές στην προσωπικότητα, που παρατηρούμε γύρω μας καθημερινά.
Στη θεωρία του Freud η έμφαση δίνεται στο ότι οι παιδικές εμπειρίες καθορίζουν την ενήλικη προσωπικότητα. Οι εμπειρίες αυτές θεωρούνται τόσο ισχυρές, ώστε οι σχέσεις που έχουμε αργότερα στη ζωή καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από αυτές.
Τόσο ο Freud όσο και ο Rogers πίστευαν ότι τα γεγονότα της ενήλικης προσωπικότητάς μας, αλλά, ενώ ο Freud δεν ήταν αισιόδοξος για τις δυνατότητες αλλαγής και ανάπτυξης αργότερα στη ζωή, ο Rogers σίγουρα ήταν. Στην προσωποκεντρική ψυχολογία η θεωρία της προσωπικότητας είναι γνωστή ως θεωρία εαυτού- προσωπικότητας και ασχολείται με το πώς κάποιος οικοδομεί μια αυτοαντίληψη και στη συνέχεια συμπεριφέρεται μέσα στον κόσμο σύμφωνα με την αυτοαντίληψη αυτή. Το σημαντικό είναι ότι η αυτοαντίληψη που έχουμε σήμερα δε χρειάζεται να παραμείνει ίδια πάντα. Διαθέτουμε τα προσωπικά μέσα για να την αλλάξουμε και, ως αποτέλεσμα αυτού, μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε και τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνουμε και διατηρούμε σχέσεις με τους άλλους.
Η αυτοαντίληψη μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα από τον τρόπο που περιγράφουμε τον εαυτό μας. Για παράδειγμα, κάποιος λέει: «Είμαι υπεύθυνος άνθρωπος και σκέφτομαι τους άλλους προτού σκεφτώ τον εαυτό μου» ή «Δε φοβάμαι τίποτα». Στην πρώτη περίπτωση, η υπευθυνότητα αποτελεί μέρος της αυτοαντίληψης του ανθρώπου αυτού και όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, θα υπάρξει σύμπτωση ανάμεσα στα συναισθήματα και στη συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα συμπεριφέρεται σε συμφωνία (congruence) με την αυτοαντίληψή του.
Από την άλλη, άνθρωποι των οποίων η αυτοαντίληψη περιέχει την ιδέα ότι είναι άφοβοι και στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι φοβούνται εύλογα δε θα είναι σε θέση να εκφράσουν το φόβο τους. Η έκφραση αυτού του συναισθήματος ενδεχομένως να εμφανίζεται διαστρεβλωμένη ή το συναίσθημα μπορεί ακόμα και να απορρίπτεται εντελώς. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση ασυμφωνίας (incongruence)
Στην προσωποκεντρική ψυχoλογία, όπως και σε πολλές άλλες θεωρίες της προσωπικότητας, oι εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας θεωρούνται πολύ σημαντικές.
Η αγάπη υπό όρους αναφέρεται στην αγάπη που δίνεται μόνο αν το παιδί συμπεριφέρεται με αποδεκτούς τρόπους, ενώ αν συμπεριφερθεί με τρόπο που είναι απορριπτέος, τότε διακινδυνεύει να του πάρουν πίσω την αγάπη. Το αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί αρχίζει να συμπεριφέρεται και να βλέπει τον εαυτό του σύμφωνα με τις αξιολογήσεις των άλλων. Η έκφραση του Rogers γι' αυτό ήταν όροι αξίας και σχετίζεται με τους τρόπους με τους οποίους η αυτοαντίληψή μας διαμορφώνεται από τις κρίσεις των γύρω μας.
Όπως παρατηρεί ο o McLeod (1993), η έννοια των όρων αξίας αποτελεί την ολότητα του προσωποκεντρικού μοντέλου για την ανάπτυξη του παιδιού. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν στάδια ανάπτυξης, όπως στη φροϋδική ψυχολογία. Ταυτόχρονα με την ανάγκη αποδοχής από τους άλλους εμφανίζεται μια συναφής ανάγκη, αυτή της αυτοαποδοχής.
Σχετίζεται με την εικόνα του πόσο σημαντικοί πιστεύουμε ότι είμαστε ή αξίζουμε. Ωστόσο η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αξίες που έχουμε αφομοιώσει (ή ενδοβάλει) από άλλους, έτσι ώστε στην προσπάθεια να διατηρήσουμε την αυτοαποδοχή, τείνουμε να αποκλείουμε από την αυτοαντίληψή μας οποιαδήποτε γνωρίσματα έχουν χαραχτηριστεί από τρίτους ως μη τιμητικά.
Για παράδειγμα, πάρτε την περίπτωση κάποιας που αρχίζει να νιώθει θυμό απέναντι σε ένα μέλος της οικογένειάς της. Αν έχει ενδοβάλει την αξία ότι συναισθήματα τέτοιου είδους είναι απαράδεκτα, δε θα είναι σε θέση να διατηρήσει την αυτοαποδοχή της αν επιτρέψει την ανάπτυξή τους. Κατά συνέπεια, θα προσπαθήσει είτε να απορρίψει τα συναισθήματά της ή να τα διαστρεβλώσει σε κάτι πιο αποδεκτό για την ίδια και σύμφωνο με την αυτοαντίληψή της.
Αυτό που αποτελεί την πραγματικότητα για μας εξαρτάται από το πώς την αντιλαμβανόμαστε. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί δύο ή τριών χρόνων παίζει στον κήπο και εμφανιστεί μια γάτα, μπορεί να τρομάξει ή να νιώσει κίνδυνο. Ακόμα κι αν οι άλλοι ξέρουν ότι η γάτα είναι ακίνδυνη και παιχνιδιάρα, αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά του παιδιού είναι η αντίληψή του γι' αυτήν και όχι η «πραγματικότητα» ότι η γάτα είναι ακίνδυνη. Ωστόσο, η σχέση του παιδιού με το περιβάλλον του δεν είναι στατική, κι αν η συνεχιζόμενη εμπειρία του είναι διαφορετική από την αρχική αντίληψή του να αλλάξει μετά από λίγο.
Η σχέση, λοιπόν, με το περιβάλλον είναι δυναμική. Δεχόμαστε διαρκώς πληροφορίες, προσδίδοντας νόημα στο περιβάλλον και προσαρμόζοντας κατά συνέπεια τις αντιλήψεις και τη συμπεριφορά μας ανάλογα. Στη σχέση αυτή παίζει ρόλο και η τάση πραγμάτωσης. Το πρωταρχικό κίνητρο στη ζωή είναι η υπεράσπιση και η ανάπτυξη του εαυτού μας, να φτάσουμε δηλαδή σε αυτό που είμαστε ικανοί να γίνουμε, και αυτό συνεπάγεται να είμαστε ανοιχτοί στις εμπειρίες μας.
Η τάση πραγμάτωσης αποτελεί για την προσωποκεντρική ψυχολογία το μοναδικό κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ανάπτυξη του εαυτού και της αυτοαντίληψης είναι αποτέλεσμα ή υποσύστημα της γενικής τάσης πραγμάτωσης. Οι όροι τάση πραγμάτωσης και αυτοπραγμάτωση συγχέονται πολλές φορές, αλλά δεν αφορούν στην ίδια διαδικασία.
Ο Guthrie Ford (1991) κάνει σαφέστερη τη διάκριση: Όπως και η τάση πραγμάτωσης, από την οποία προέρχεται η τάση αυτοπραγμάτωσης σχετίζεται με τη διατήρηση και την ανάπτυξη, η ιδιαίτερη όμως λειτουργία της είναι να προασπίζει και να αναπτύσσει περισσότερο την αυτοσυγκρότηση παρά τον οργανισμό γενικά (σ. 23-24).
Είναι σημαντικό να κάνουμε αυτή τη διάκριση μεταξύ πραγμάτωσης και αυτοπραγμάτωσης, γιατί συνδέει τις άλλες έννοιες που έχουμε εξετάσει μέχρι τώρα - της αυτοαντίληψης και της ασυμφωνίας ιδιαίτερα. Εξηγεί επίσης πώς αντιμετωπίζει η προσωποκεντρική ψυχολογία μια φαινομενική (παρά πραγματική) λογική αντίφαση. Από τη μια, προβάλλει την τάση πραγμάτωσης ως εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου, η οποία τον ωθεί προς θετικές, επικοδομοιμητικές και κοινωνικές επιδιώξεις. Από την άλλη, η προσωποκεντρική ψυχολογία αναγνωρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά συχνά είναι αντικοινωνική και καταστρεπτική.
Για την ώρα, ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι δεν είστε ένας αντικοινωνικός ή καταστρεπτικός άνθρωπος, μολονότι, όπως οι περισσότεροι, ίσως έχετε περιστασιακά αντικοινωνικά ή καταστρεπτικά συναισθήματα. Οι όροι αξίας σας καθώς και οι εσωτερικευμένες αξίες σας θα σας κάνουν να πιστεύετε ότι είστε κάποιος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, από τα οποία ορισμένα είναι θετικά και ορισμένα αρνητικά. Η αυτοαντίληψη αυτή θα είναι ο εαυτός τον οποίο πασχίζετε διαρκώς να πραγματώσετε, επιλέγοντας ορισμένους τρόπους ενέργειας και όχι άλλους. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτό που πραγματώνεται είναι ο υπό όρους εαυτός και όχι ο οργανισμικός εαυτός.
Το αποτέλεσμα θα είναι ότι και οι άλλοι θα αρχίσουν να σας συμπεριφέρονται μάλλον απορριπτικά, και αυτό θα τείνει να ενισχύει την αυτοαντίληψή σας. Εναλλακτικά, η ανάγκη αποδοχής από τους άλλους μπορεί να είναι τόσο ισχυρή, που ορισμένοι παραμερίζουν τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους και συμπεριφέρονται, με τρόπους σχεδιασμένους να προσελκύσουν αποδοχή. Μερικές φορές μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να γίνει πολύ αυτοκαταστρεπτική και επιβλαβής. Πολλοί από εμάς γνωρίζουμε κάποιους που κάνουν πάντα πράγματα για άλλους, βάζοντας τον εαυτό τους σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα και εκτιμώντας τα συναισθήματα των άλλων πολύ περισσότερο από τα από τα δικά τους.
Ενώ ένας βαθμός αλτρουισμού είναι ελκυστική και υγιής ιδιότητα, η ισορροπία αυτή μπορεί να ανατραπεί τόσο, ώστε oρισμένοι αρχίζουν να θεωρούν ότι έχουν αξία μόνο εφόσον είναι χρήσιμοι στους άλλους. Αυτό μπορεί να είναι ένας ισχυρός όρος αξίας και μπορεί να είναι τόσο άρρωστο όσο και το άτομο που ποτέ δε σκέφτεται τους άλλους και δείχνει εντελώς εγωκεντρικό.
Ο ψυχολόγος και οι κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι, μολονότι είναι δυνατό να προβλέπουμε τις γενικές τάσεις στη συμπεριφορά ή να προβλέπουμε με μεγάλη ακρίβεια πώς μπορεί να συμπεριφερθούν ολόκληρες ομάδες ανθρώπων σε μια δεδομένη κατάσταση, είναι πολύ πιο δύσκολο να προβλεφθεί πώς θα συμπεριφερθεί ένας μεμονωμένος άνθρωπος.
Η θεωρία της προσωπικότητας αφορά στην κατανόηση των προσωπικών διαφορών για παράδειγμα, τι κάνει δύο ανθρώπους να συμπεριφέρονται διαφορετικά στην ίδια κατάσταση.
Οι άνθρωποι (μαζί και πολλοί ψυχολόγοι) περιγράφουν την προσωπικότητα με τα χαρακτηριστικά ή τα γνωρίσματα που παρατηρούν στον εαυτό τους και τους άλλους. Ορισμένοι χαρακτηρίζονται, λόγου χάρη, «τίμιοι», «αξιόπιστοι», «φιλικοί» ή «ανοιχτοί», ενώ άλλοι «κακοήθεις», «επιθετικοί», «ύπουλοι» ή «δύστροποι». Η κατάσταση, ή το πλαίσιο, μέσα στην οποία συναντιόμαστε με τους άλλους θα καθορίσει
πολλές φορές τις κρίσεις που κάνουμε για την προσωπικότητά τους. Είναι πολύ πιθανό, για παράδειγμα, να είναι κάποιος επιθετικός σε μια κατάσταση, αλλά φιλικός σε μιαν άλλη.
Η θεωρία της προσωπικότητας ασχολείται με το σύνολο άνθρωπος και προσπαθεί να κατανοήσει τις σχέσεις ανάμεσα στις πολλές πλευρές του «τρόπου ύπαρξης» ενός ανθρώπου.Σημαντικό συστατικό των περισσότερων χαρακτηριολογικών θεωριών προσωπικότητας είναι ότι θεωρούν τα χαρακτηριστικά αυτά ως το αποτέλεσμα συγκεκριμένης γενετικής σύνθεσης. Η συνέπεια αυτού είναι πως η προσωπικότητα είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι. Τι είδους άνθρωπος είσαι καθορίζεται κατά το μάλλον ή ήττον από τα συγκεκριμένα γενετινά χαρακτηριστικά σου και δεν υπάρχει μεγάλη δυνατότητα αλλαγής.
Επιδράσεις στην προσωπικότητα
Υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους ψυχολόγους και τους κοινωνιολογικούς γύρω από το πόση την προσωπικότητά μας οφείλεται στη γενετική και πόση στις περιβαλλοντικές επιδράσεις και εμπειρίες. Οι περιβαλλοντικές επιδράσεις περιλαμβάνουν, λόγου χάρη, τις εμπειρίες που έχουμε επειδή ανήκουμε σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμό. Κάθε πολιτισμός έχει το δικό του σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και προσδοκιών, με αποτέλεσμα τα μέλη αυτού του πολιτισμού να έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Με τον ίδιο τρόπο, η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουμε, σε οποιονδήπτε πολιτισμό, θα επηρεάσει το πώς μας βλέπουν οι άλλοι και πώς εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας.
Το είδος οιχογένειας στην οποία ανήνουμε και η θέση που κατέχουμε μέσα σε αυτήν (πρώτο, δεύτερο παιδί κτλ.) είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες στον καθορισμό της προσωπικότητάς μας. Οι γονείς μπορεί να είναι θερμοί, τρυφεροί και περιποιητικοί, μπορεί να είναι ψυχροί, εχθρικοί και αδιάφοροι, ή -το πιθανότερο- ένα κράμα όλων αυτών. Αυτό είναι σημαντικό γιατί, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, οι θεωρίες της προσωπικότητας τοποθετούν τις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας ανάμεσα στους σημαντικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την προσωπικότητα.
Για να θεωρηθεί σοβαρός ένας κλάδος ψυχολογίας χρειάζεται να αναπτύξει μια γενική άποψη του πώς ο άνθρωπος εξελίσσεται από τη νηπιακή ηλικία. Η άποψη αυτή πρέπει να είναι αρκετά ευρεία ώστε να εξηγεί πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος και σχετίζεται με τους άλλους γενικά, όπως και να εξηγεί σε κάποιο βαθμό τις ατομικές διαφορές στην προσωπικότητα, που παρατηρούμε γύρω μας καθημερινά.
Στη θεωρία του Freud η έμφαση δίνεται στο ότι οι παιδικές εμπειρίες καθορίζουν την ενήλικη προσωπικότητα. Οι εμπειρίες αυτές θεωρούνται τόσο ισχυρές, ώστε οι σχέσεις που έχουμε αργότερα στη ζωή καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από αυτές.
Τόσο ο Freud όσο και ο Rogers πίστευαν ότι τα γεγονότα της ενήλικης προσωπικότητάς μας, αλλά, ενώ ο Freud δεν ήταν αισιόδοξος για τις δυνατότητες αλλαγής και ανάπτυξης αργότερα στη ζωή, ο Rogers σίγουρα ήταν. Στην προσωποκεντρική ψυχολογία η θεωρία της προσωπικότητας είναι γνωστή ως θεωρία εαυτού- προσωπικότητας και ασχολείται με το πώς κάποιος οικοδομεί μια αυτοαντίληψη και στη συνέχεια συμπεριφέρεται μέσα στον κόσμο σύμφωνα με την αυτοαντίληψη αυτή. Το σημαντικό είναι ότι η αυτοαντίληψη που έχουμε σήμερα δε χρειάζεται να παραμείνει ίδια πάντα. Διαθέτουμε τα προσωπικά μέσα για να την αλλάξουμε και, ως αποτέλεσμα αυτού, μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε και τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνουμε και διατηρούμε σχέσεις με τους άλλους.
Η αυτοαντίληψη
Η αυτοαντίληψη μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα από τον τρόπο που περιγράφουμε τον εαυτό μας. Για παράδειγμα, κάποιος λέει: «Είμαι υπεύθυνος άνθρωπος και σκέφτομαι τους άλλους προτού σκεφτώ τον εαυτό μου» ή «Δε φοβάμαι τίποτα». Στην πρώτη περίπτωση, η υπευθυνότητα αποτελεί μέρος της αυτοαντίληψης του ανθρώπου αυτού και όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, θα υπάρξει σύμπτωση ανάμεσα στα συναισθήματα και στη συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα συμπεριφέρεται σε συμφωνία (congruence) με την αυτοαντίληψή του.
Από την άλλη, άνθρωποι των οποίων η αυτοαντίληψη περιέχει την ιδέα ότι είναι άφοβοι και στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι φοβούνται εύλογα δε θα είναι σε θέση να εκφράσουν το φόβο τους. Η έκφραση αυτού του συναισθήματος ενδεχομένως να εμφανίζεται διαστρεβλωμένη ή το συναίσθημα μπορεί ακόμα και να απορρίπτεται εντελώς. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση ασυμφωνίας (incongruence)
Στην προσωποκεντρική ψυχoλογία, όπως και σε πολλές άλλες θεωρίες της προσωπικότητας, oι εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας θεωρούνται πολύ σημαντικές.
Ο σημαντικότερος παράγοντας είναι ο βαθμός στον οποίο βιώσαμε αγάπη και αποδοχή από τους σημαντικούς άλλους, συνήθως (όχι όμως απαραίτητα) από τους γονείς.Ο Rogers πίστευε ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη να νιώθουν σημαντικοί και πολύτιμοι γι' αυτά άνθρωποι τα αγαπούν και τα εκτιμούν χωρίς όρους. Το πρόβλημα είναι ότι η αγάπη των σημαντικών αυτών ανθρώπων μπορεί να προσφέρεται είτε υπό όρους είτε ανεπιφύλακτα. Αν έχουμε τη δεύτερη περίπτωση (χωρίς προσαρτημένους όρους), τότε τα παιδιά είναι σε θέση να δέχονται και να εκφράζουν όλα τα συναισθήματά τους.
Η αγάπη υπό όρους αναφέρεται στην αγάπη που δίνεται μόνο αν το παιδί συμπεριφέρεται με αποδεκτούς τρόπους, ενώ αν συμπεριφερθεί με τρόπο που είναι απορριπτέος, τότε διακινδυνεύει να του πάρουν πίσω την αγάπη. Το αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί αρχίζει να συμπεριφέρεται και να βλέπει τον εαυτό του σύμφωνα με τις αξιολογήσεις των άλλων. Η έκφραση του Rogers γι' αυτό ήταν όροι αξίας και σχετίζεται με τους τρόπους με τους οποίους η αυτοαντίληψή μας διαμορφώνεται από τις κρίσεις των γύρω μας.
Οι όροι αξίας στην προσωποκεντρική προσέγγιση
Όπως παρατηρεί ο o McLeod (1993), η έννοια των όρων αξίας αποτελεί την ολότητα του προσωποκεντρικού μοντέλου για την ανάπτυξη του παιδιού. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν στάδια ανάπτυξης, όπως στη φροϋδική ψυχολογία. Ταυτόχρονα με την ανάγκη αποδοχής από τους άλλους εμφανίζεται μια συναφής ανάγκη, αυτή της αυτοαποδοχής.
Σχετίζεται με την εικόνα του πόσο σημαντικοί πιστεύουμε ότι είμαστε ή αξίζουμε. Ωστόσο η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αξίες που έχουμε αφομοιώσει (ή ενδοβάλει) από άλλους, έτσι ώστε στην προσπάθεια να διατηρήσουμε την αυτοαποδοχή, τείνουμε να αποκλείουμε από την αυτοαντίληψή μας οποιαδήποτε γνωρίσματα έχουν χαραχτηριστεί από τρίτους ως μη τιμητικά.
Για παράδειγμα, πάρτε την περίπτωση κάποιας που αρχίζει να νιώθει θυμό απέναντι σε ένα μέλος της οικογένειάς της. Αν έχει ενδοβάλει την αξία ότι συναισθήματα τέτοιου είδους είναι απαράδεκτα, δε θα είναι σε θέση να διατηρήσει την αυτοαποδοχή της αν επιτρέψει την ανάπτυξή τους. Κατά συνέπεια, θα προσπαθήσει είτε να απορρίψει τα συναισθήματά της ή να τα διαστρεβλώσει σε κάτι πιο αποδεκτό για την ίδια και σύμφωνο με την αυτοαντίληψή της.
Η πραγματικότητα έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε
Αυτό που αποτελεί την πραγματικότητα για μας εξαρτάται από το πώς την αντιλαμβανόμαστε. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί δύο ή τριών χρόνων παίζει στον κήπο και εμφανιστεί μια γάτα, μπορεί να τρομάξει ή να νιώσει κίνδυνο. Ακόμα κι αν οι άλλοι ξέρουν ότι η γάτα είναι ακίνδυνη και παιχνιδιάρα, αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά του παιδιού είναι η αντίληψή του γι' αυτήν και όχι η «πραγματικότητα» ότι η γάτα είναι ακίνδυνη. Ωστόσο, η σχέση του παιδιού με το περιβάλλον του δεν είναι στατική, κι αν η συνεχιζόμενη εμπειρία του είναι διαφορετική από την αρχική αντίληψή του να αλλάξει μετά από λίγο.
Η σχέση, λοιπόν, με το περιβάλλον είναι δυναμική. Δεχόμαστε διαρκώς πληροφορίες, προσδίδοντας νόημα στο περιβάλλον και προσαρμόζοντας κατά συνέπεια τις αντιλήψεις και τη συμπεριφορά μας ανάλογα. Στη σχέση αυτή παίζει ρόλο και η τάση πραγμάτωσης. Το πρωταρχικό κίνητρο στη ζωή είναι η υπεράσπιση και η ανάπτυξη του εαυτού μας, να φτάσουμε δηλαδή σε αυτό που είμαστε ικανοί να γίνουμε, και αυτό συνεπάγεται να είμαστε ανοιχτοί στις εμπειρίες μας.
Πραγμάτωση και αυτοπραγμάτωση
Η τάση πραγμάτωσης αποτελεί για την προσωποκεντρική ψυχολογία το μοναδικό κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ανάπτυξη του εαυτού και της αυτοαντίληψης είναι αποτέλεσμα ή υποσύστημα της γενικής τάσης πραγμάτωσης. Οι όροι τάση πραγμάτωσης και αυτοπραγμάτωση συγχέονται πολλές φορές, αλλά δεν αφορούν στην ίδια διαδικασία.
Ο Guthrie Ford (1991) κάνει σαφέστερη τη διάκριση: Όπως και η τάση πραγμάτωσης, από την οποία προέρχεται η τάση αυτοπραγμάτωσης σχετίζεται με τη διατήρηση και την ανάπτυξη, η ιδιαίτερη όμως λειτουργία της είναι να προασπίζει και να αναπτύσσει περισσότερο την αυτοσυγκρότηση παρά τον οργανισμό γενικά (σ. 23-24).
Είναι σημαντικό να κάνουμε αυτή τη διάκριση μεταξύ πραγμάτωσης και αυτοπραγμάτωσης, γιατί συνδέει τις άλλες έννοιες που έχουμε εξετάσει μέχρι τώρα - της αυτοαντίληψης και της ασυμφωνίας ιδιαίτερα. Εξηγεί επίσης πώς αντιμετωπίζει η προσωποκεντρική ψυχολογία μια φαινομενική (παρά πραγματική) λογική αντίφαση. Από τη μια, προβάλλει την τάση πραγμάτωσης ως εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου, η οποία τον ωθεί προς θετικές, επικοδομοιμητικές και κοινωνικές επιδιώξεις. Από την άλλη, η προσωποκεντρική ψυχολογία αναγνωρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά συχνά είναι αντικοινωνική και καταστρεπτική.
Οι όροι αξίας και οι εσωτερικευμένες αξίες
Για την ώρα, ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι δεν είστε ένας αντικοινωνικός ή καταστρεπτικός άνθρωπος, μολονότι, όπως οι περισσότεροι, ίσως έχετε περιστασιακά αντικοινωνικά ή καταστρεπτικά συναισθήματα. Οι όροι αξίας σας καθώς και οι εσωτερικευμένες αξίες σας θα σας κάνουν να πιστεύετε ότι είστε κάποιος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, από τα οποία ορισμένα είναι θετικά και ορισμένα αρνητικά. Η αυτοαντίληψη αυτή θα είναι ο εαυτός τον οποίο πασχίζετε διαρκώς να πραγματώσετε, επιλέγοντας ορισμένους τρόπους ενέργειας και όχι άλλους. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτό που πραγματώνεται είναι ο υπό όρους εαυτός και όχι ο οργανισμικός εαυτός.
Με την έννοια αυτή, η τάση πραγμάτωσης του οργανισμού και η ανάγκη αυτοπραγμάτωσης του υπό όρους εαυτού λειτουργούν η μία ενάντια στην άλλη και έχουμε μια κατάσταση ασυμφωνίας.Τα άτομα με μια αυτοαντίληψη η οποία αποτελείται από πολλούς αρνητικούς όρους αξίας ενδεχομένως να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είναι μάλλον απίθανο να τρέφουν μεγάλη εκτίμηση στον εαυτό τους ή να εμπιστεύονται πολύ τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους. Συνεπώς η συμπεριφορά τους θα διαμορφώνεται σύμφωνα με όσα κατέληξαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους. Αυτό που κάνουν θα είναι το αποτέλεσμα των εσωτερικευμένων αξιολογήσεων του εαυτού τους, ίσως ως άτομα με λίγη αξία, απαξιωμένα ή απορριπτέα κατά κάποιο τρόπο από τους άλλους. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, αυτό εξελίσσεται βαθμιαία σε εκπληρούμενη προφητεία: αν πιστεύετε ότι οι άλλοι σας απορρίπτουν, πιθανώς θα συμπεριφέρεστε με τρόπο σύμφωνο με το κομμάτι της αυτοαντίληψής σας.
Το αποτέλεσμα θα είναι ότι και οι άλλοι θα αρχίσουν να σας συμπεριφέρονται μάλλον απορριπτικά, και αυτό θα τείνει να ενισχύει την αυτοαντίληψή σας. Εναλλακτικά, η ανάγκη αποδοχής από τους άλλους μπορεί να είναι τόσο ισχυρή, που ορισμένοι παραμερίζουν τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους και συμπεριφέρονται, με τρόπους σχεδιασμένους να προσελκύσουν αποδοχή. Μερικές φορές μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να γίνει πολύ αυτοκαταστρεπτική και επιβλαβής. Πολλοί από εμάς γνωρίζουμε κάποιους που κάνουν πάντα πράγματα για άλλους, βάζοντας τον εαυτό τους σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα και εκτιμώντας τα συναισθήματα των άλλων πολύ περισσότερο από τα από τα δικά τους.
Ενώ ένας βαθμός αλτρουισμού είναι ελκυστική και υγιής ιδιότητα, η ισορροπία αυτή μπορεί να ανατραπεί τόσο, ώστε oρισμένοι αρχίζουν να θεωρούν ότι έχουν αξία μόνο εφόσον είναι χρήσιμοι στους άλλους. Αυτό μπορεί να είναι ένας ισχυρός όρος αξίας και μπορεί να είναι τόσο άρρωστο όσο και το άτομο που ποτέ δε σκέφτεται τους άλλους και δείχνει εντελώς εγωκεντρικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου