Μιά φορά πιάσανε έναν ληστή και τον καταδικάσανε σε θάνατο με απαγχονισμό, γιατί καθώς έκλεβε προσπάθησε κάποιος να τον εμποδίσει κι εκείνος τον σκότωσε. Οπότε καταδικάστηκε και για φόνο, όχι μόνο για τις κλοπές που είχε κάνει.
Εκεί που ήταν έτοιμος να ανεβεί στην κρεμάλα, μπροστά στα βλέμματα πλήθους κόσμου που παρακολουθούσε, ήρθε η μητέρα του και έκλαιγε φωνάζοντας: “καημένο μου παιδί, τί σου έμελλε να πάθεις”.
Τότε ο μελλοθάνατος ληστής της είπε : “Πλησίασε μάνα, να σου πώ στο αυτί κάτι προτού ξεψυχήσω”. Η μητέρα φυσικά πλησίασε, και ο μελλοθάνατος κλέφτης της απέκοψε με μιά δαγκονιά το αυτί.
Ο κόσμος όλος που παρακολουθούσε τη σκηνή έμεινε κατάπληκτος, και ζήτησαν να μάθουν γιατί το έκανε αυτό.
Τότε ο κλέφτης είπε: “Ακούστε ολόκληρη την ιστορία μου, σαν θέλετε να το μάθετε. Όταν πήγα μικρός στο σχολείο, στην πρώτη τάξη ακόμα έκλεψα μία δέλτο (πινακίδα που έγραφαν). Και αυτή τότε, η μάνα μου που βλέπετε, δεν με χτύπησε ούτε με μάλωσε, μου είπε και “μπράβο! Μόνο πρόσεξε να μην το μάθει κανείς”.
Στη δευτέρα τάξη έκλεψα ένα ρούχο: πάλι αυτή, η μάνα μου, δεν με μάλωσε, μου είπε και “μπράβο, μόνο να μην το μάθει κανείς”. Σε κάθε τάξη που πήγαινα στο σχολείο, έκλεβα όλο και μεγαλύτερα πράγματα, κι αυτή, η μάνα μου που βλέπετε, χαιρόταν.
Σαν τελείωσα το σχολείο, το είχα πια καμάρι μου να κλέβω και να μη με πιάνουνε. Έφτασα να ζω μονάχα με την κλεψιά.
Έτσι έφτασα να κάνω και φόνο, που γι’ αυτό με πιάσατε και θα με κρεμάσετε.
Γι’ αυτό της αξίζει που της έκοψα με τα δόντια μου το αυτί, για να θυμίζει το κομμένο αυτί πόσο κακό μου έκανε όταν πρωτοέκλεψα μια παλιοπινακίδα και αντί να με μαλώσει, μου είπε “μπράβο”!
Όπως της έκοψα τώρα το αυτί έτσι και αυτή έπρεπε να έκοβε το κακό στη ρίζα του, όσο ήταν καιρός”.
Εκεί που ήταν έτοιμος να ανεβεί στην κρεμάλα, μπροστά στα βλέμματα πλήθους κόσμου που παρακολουθούσε, ήρθε η μητέρα του και έκλαιγε φωνάζοντας: “καημένο μου παιδί, τί σου έμελλε να πάθεις”.
Τότε ο μελλοθάνατος ληστής της είπε : “Πλησίασε μάνα, να σου πώ στο αυτί κάτι προτού ξεψυχήσω”. Η μητέρα φυσικά πλησίασε, και ο μελλοθάνατος κλέφτης της απέκοψε με μιά δαγκονιά το αυτί.
Ο κόσμος όλος που παρακολουθούσε τη σκηνή έμεινε κατάπληκτος, και ζήτησαν να μάθουν γιατί το έκανε αυτό.
Τότε ο κλέφτης είπε: “Ακούστε ολόκληρη την ιστορία μου, σαν θέλετε να το μάθετε. Όταν πήγα μικρός στο σχολείο, στην πρώτη τάξη ακόμα έκλεψα μία δέλτο (πινακίδα που έγραφαν). Και αυτή τότε, η μάνα μου που βλέπετε, δεν με χτύπησε ούτε με μάλωσε, μου είπε και “μπράβο! Μόνο πρόσεξε να μην το μάθει κανείς”.
Στη δευτέρα τάξη έκλεψα ένα ρούχο: πάλι αυτή, η μάνα μου, δεν με μάλωσε, μου είπε και “μπράβο, μόνο να μην το μάθει κανείς”. Σε κάθε τάξη που πήγαινα στο σχολείο, έκλεβα όλο και μεγαλύτερα πράγματα, κι αυτή, η μάνα μου που βλέπετε, χαιρόταν.
Σαν τελείωσα το σχολείο, το είχα πια καμάρι μου να κλέβω και να μη με πιάνουνε. Έφτασα να ζω μονάχα με την κλεψιά.
Έτσι έφτασα να κάνω και φόνο, που γι’ αυτό με πιάσατε και θα με κρεμάσετε.
Γι’ αυτό της αξίζει που της έκοψα με τα δόντια μου το αυτί, για να θυμίζει το κομμένο αυτί πόσο κακό μου έκανε όταν πρωτοέκλεψα μια παλιοπινακίδα και αντί να με μαλώσει, μου είπε “μπράβο”!
Όπως της έκοψα τώρα το αυτί έτσι και αυτή έπρεπε να έκοβε το κακό στη ρίζα του, όσο ήταν καιρός”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου