Ως ξεκίνημα του συναισθήματος που ονομάζεται θυμός, σε μια πρώτη ματιά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ουσιαστικά η απουσία ενός άλλου ισχυρού συναισθήματος, δηλαδή της αγάπης και μάλιστα προς τον ίδιο μας τον εαυτό, ενώ βασική ‘πηγή ζωής’ του θυμού θεωρείται και η άγνοια των ορίων ανάμεσα στον εαυτό μας και στους υπόλοιπους ανθρώπους. Γύρω από αυτούς τους δύο βασικούς άξονες κινείται το συναίσθημα για το οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικά στη συνέχεια.
Μια αρκετά συνηθισμένη κατάσταση είναι η εξής: καθώς το άτομο μεγαλώνει, με τον ίδιο τρόπο που αναζητούσε την αγάπη από στο μητρικό πρόσωπο, έτσι την αναζητά και στους άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, επειδή συμβαίνει πολλές φορές ένας άνθρωπος να μην κατάφερε να ενσωματώσει αυτό το συναίσθημα και να το κάνει δικό του, την αγάπη δηλαδή, κινείται αναζητώντας μια πηγή, θα λέγαμε, αγάπης έξω από τον ίδιο. Δηλαδή σε άλλους ανθρώπους. Όπως καταλαβαίνει κανείς η τακτική αυτή δεν πετυχαίνει, ενώ το άτομο αυτό μπαίνει σε μια ανεπιθύμητη κατάσταση επαναλαμβανόμενης απογοήτευσης μεταξύ του εαυτού του και των υπολοίπων.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μεγαλώνει συχνά με το λάθος κοινωνικό στερεότυπο ότι πρέπει να αποφεύγουμε να συναισθήματα που μας προκαλούν δυσφορία, κάτι που τελικά τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Το σκεπτικό αυτό έχεις ως αποτέλεσμα να γινόμαστε πολλές φορές φυγόπονοι και όταν παρουσιάζονται πιο δύσκολες καταστάσεις να μεταθέτουμε τις ευθύνες και τα προβλήματά μας σε άλλους.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να γίνουν ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με το συναίσθημα του θυμού καθαυτό. Ως γνωστόν, όπως όλα τα συναισθήματα έτσι και ο θυμός χαρακτηρίζεται από κάποιον αριθμό βιολογικών και ψυχολογικών μεταβολών. Επί της ουσία αποτελεί μια συναισθηματική κατάσταση με πολλαπλά στάδια έντασης, όπως για παράδειγμα έναν απλοϊκό ερεθισμό, αισθητή οργή και έντονη μανία. Όταν ένας άνθρωπος θυμώνει υφίστανται αλλαγές στο σώμα του.
Αυξάνονται οι καρδιακοί κτύποι και ανεβαίνει η πίεση. Επίσης ανεβαίνουν τα επίπεδα της αδρεναλίνης και της νοραδρεναλίνης. Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί ότι ένα άτομο μπορεί να θυμώσει εναντίον κάποιο συγκεκριμένου προσώπου ή ακόμα και λόγω μιας κατάστασης. Κατ’ επέκταση, το συναίσθημα του θυμού εκδηλώνεται φυσικά/ενστικτωδώς με τη μορφή επιθετικής στάσης. Άλλωστε ο θυμός συνιστά μια ‘αντίδραση’ φυσική απέναντι σε κάποια μορφή απειλής· χαρακτηρίζεται από επιθετικά- κατά κύριο λόγο- συναισθήματα και κινητοποιητικά, ώστε να μας καθιστά ικανούς να αμυνθούμε και να υπερασπιστούμε τον αυτό μας ποικιλοτρόπως. Ελεγχόμενη και μικρή ένταση θυμού είναι, κατά κάποιον τρόπο, απαραίτητη στη ζωή του ατόμου.
Σαφώς αυτό δε σημαίνει ότι δικαιολογούνται οι εκρήξεις θυμού και οι επιθετικές τάσεις απέναντι στους ανθρώπους ή σε ό,τι μας δημιουργεί κάποια ενόχληση. Στις περιπτώσεις αυτές επιστρατεύονται η λογική, η ψυχραιμία και η διπλωματική αντιμετώπιση του κάθε ζητήματος, ώστε να τοποθετούμε όρια στον εαυτό μας και στα συναισθήματα μας (στον τρόπο που τα εκδηλώνουμε δηλαδή) γενικότερα. Στη συνέχεια θα γίνει λόγος για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τα θυμωμένα συναισθήματά μας.
Πιο αναλυτικά, οι άνθρωποι αξιοποιούν κάποια συνειδητά και ασυνείδητα στάδια αντιμετώπισης. Για την ακρίβεια, υπάρχουν τρείς συγκεκριμένες διαδικασίες, η έκφραση, η καταστολή και η ηρεμία. Χρειάζεται να αναγνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίον αντιδρούμε και εκφραζόμαστε, έτσι ώστε να εκφραζόμαστε χωρίς να πληγώνουμε τους άλλους και χωρίς να καλλιεργούμε στους άλλους το συναίσθημα της αντιπάθειας προς το πρόσωπό μας. Με τον τρόπο αυτό σεβόμαστε και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Συνεχίζοντας, ένα ακόμα στάδιο του θυμού είναι η καταστολή του και η μεταβολή του προς μια θετική κατεύθυνση. Η κατάσταση αυτή δημιουργείται ο άνθρωπος προσπαθεί να συγκρατήσει/περιορίσει το συναίσθημα του θυμού και δεν εστιάζει τη σκέψη του γύρω από αυτό το συναίσθημα αλλά κάπου θετικά. Ουσιαστικά σκοπός της τακτικής αυτής είναι να περιοριστεί ο θυμός και να μετουσιωθεί σε παραγωγική συμπεριφορά. Να τονιστεί εδώ πως το συναίσθημα που δεν εκτονώνεται αλλά και δεν ‘μεταβάλλεται’ σε κάτι άλλο μπορεί να εσωτερικευθεί και να προκαλέσει σταδιακά υψηλή πίεση, υπερένταση και τάσεις κατάθλιψης· άλλωστε όσα δε λέει το στόμα τα λέει το σώμα.
Ο θυμός που δεν εκφράζεται δεν επιφέρει υγιή αποτελέσματα. Απεναντίας οδηγεί καθαρά σε μεμονωμένες εκρήξεις επιθετικότητας, παθολογικές αντιδράσεις, κυνική αντιμετώπιση και μόνιμη εχθρική στάση. Υπάρχει παραγωγικός/εποικοδομητικός τρόπος έκφρασης του θυμού και οι άνθρωποι που δεν έχουν μάθει τον τρόπο αυτόν χαρακτηρίζονται από νευρικότητα και τάσεις κατάκρισης προς πάσα κατεύθυνση. Φυσικά καταλαβαίνει κανείς πως τέτοιου είδους συμπεριφορές δημιουργούν σθεναρά εμπόδια για τη δημιουργία ανθρωπίνων σχέσεων.
Όσον αφορά στην ηρεμία, στην περίπτωση αυτή δεν παρατηρείται μονάχα η ελεγχόμενη εξωτερική συμπεριφορά, αλλά και ο έλεγχος των εσωτερικών απαιτήσεων του ανθρώπου, διότι από τη στιγμή που προλαμβάνουμε/φροντίζουμε το ρυθμό των καρδιακών κτύπων συγχρόνως παρέχουμε ηρεμία στον οργανισμό μας και περιθωριοποιείται η ένταση.
Μας κάνει καλό η ‘εκτόνωση’ του θυμού;
Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, στην κοινή γνώμη επικρατεί μια εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με αυτό. Συμβαίνει συχνά αρκετοί να χρησιμοποιούν τη ‘θεωρία’ αυτή με σκοπό να πληγώσουν τους άλλους έχοντας ‘άλλοθι’. Οι μελέτες έχουν καταστήσει σαφές πως όταν ο άνθρωπος αφήνεται έρμαιο του θυμού βαθμιαία οδηγείται σε μεγαλύτερης έντασης θυμό, επιθετικότητα και ανικανότητα διαχείρισης αυτού. Το σημαντικό και συγχρόνως πιο λειτουργικό είναι να εντοπίσουμε τι είναι αυτό που ξυπνάει το θυμό και με άξονα αυτό να δημιουργήσουμε τακτικές ώστε να σταματήσουμε τις αιτίες που ξυπνούν το θυμό.
Είναι βέβαιο πως η διαδικασία περιορισμού και απομάκρυνσης του θυμού δεν είναι διόλου εύκολη ούτε γρήγορη υπόθεση. Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν ορισμένοι τρόποι που μπορούν να αποσυμπιέσουν το αρχικό συναίσθημα ώστε να μην εξελιχθεί μεγαλύτερης έντασης. Πρώτα απ’ όλα, μια άμεση αντίδραση είναι να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε.
Για παράδειγμα, οι θυμωμένοι άνθρωποι έχουν τάσεις να βρίζουν, να χρησιμοποιούν γενικώς άσχημες και απρεπείς εκφράσεις άνευ λόγου και να μιλούν γενικώς έντονα. Στη φάση αυτή, η προσπάθεια έγκειται στην αντικατάσταση των υπαρχουσών σκέψεων με πιο λογικές. Δηλαδή, αντί κάποιος να πει: «η κατάσταση είναι απαίσια, όλα έχουν χαλάσει», μπορεί να πει «υπάρχει μια σοβαρή κατάσταση, αλλά θα την αντιμετωπίσω ψύχραιμα». Επιπλέον, μια παγίδα που δεν φαίνεται ως τέτοια είναι η καθημερινή χρήση λέξεων όπως «πάντα», «ποτέ», «καθόλου». Τέτοιους είδους λέξεις ενσωματωμένες σε εκφράσεις συνιστούν ανακρίβειες και υπερβολές, και ουσιαστικά ‘δικαιολογούν’ το ανεπιθύμητο συναίσθημα.
Τέλος, η εξαγωγή βιαστικών συμπερασμάτων και η μη ελεγχόμενη αυτοματοποιημένη δυσλειτουργική έκφραση και αντιμετώπιση είναι βασικά χαρακτηριστικά του θυμωμένου ανθρώπου. Το βασικότερο πράγμα που πρέπει κάνουμε όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση θυμού είναι να ηρεμήσουμε αρχικά και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να πάρει το χρόνου του για να σκεφτεί με νηφαλιότητα. Έτσι, και οι κινήσεις μας θα είναι πιο λειτουργικές και οι απαντήσεις μας πιο ελεγχόμενες.
Σε κάθε περίπτωση, όταν παρατηρήσουμε στο εαυτό μας την έλλειψη ελέγχου πάνω στο συναίσθημα του θυμού και στις εκδηλώσεις του, είναι πολύ σημαντικό να μην αδιαφορήσουμε συστηματικά.
Μια αρκετά συνηθισμένη κατάσταση είναι η εξής: καθώς το άτομο μεγαλώνει, με τον ίδιο τρόπο που αναζητούσε την αγάπη από στο μητρικό πρόσωπο, έτσι την αναζητά και στους άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, επειδή συμβαίνει πολλές φορές ένας άνθρωπος να μην κατάφερε να ενσωματώσει αυτό το συναίσθημα και να το κάνει δικό του, την αγάπη δηλαδή, κινείται αναζητώντας μια πηγή, θα λέγαμε, αγάπης έξω από τον ίδιο. Δηλαδή σε άλλους ανθρώπους. Όπως καταλαβαίνει κανείς η τακτική αυτή δεν πετυχαίνει, ενώ το άτομο αυτό μπαίνει σε μια ανεπιθύμητη κατάσταση επαναλαμβανόμενης απογοήτευσης μεταξύ του εαυτού του και των υπολοίπων.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μεγαλώνει συχνά με το λάθος κοινωνικό στερεότυπο ότι πρέπει να αποφεύγουμε να συναισθήματα που μας προκαλούν δυσφορία, κάτι που τελικά τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Το σκεπτικό αυτό έχεις ως αποτέλεσμα να γινόμαστε πολλές φορές φυγόπονοι και όταν παρουσιάζονται πιο δύσκολες καταστάσεις να μεταθέτουμε τις ευθύνες και τα προβλήματά μας σε άλλους.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να γίνουν ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με το συναίσθημα του θυμού καθαυτό. Ως γνωστόν, όπως όλα τα συναισθήματα έτσι και ο θυμός χαρακτηρίζεται από κάποιον αριθμό βιολογικών και ψυχολογικών μεταβολών. Επί της ουσία αποτελεί μια συναισθηματική κατάσταση με πολλαπλά στάδια έντασης, όπως για παράδειγμα έναν απλοϊκό ερεθισμό, αισθητή οργή και έντονη μανία. Όταν ένας άνθρωπος θυμώνει υφίστανται αλλαγές στο σώμα του.
Αυξάνονται οι καρδιακοί κτύποι και ανεβαίνει η πίεση. Επίσης ανεβαίνουν τα επίπεδα της αδρεναλίνης και της νοραδρεναλίνης. Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί ότι ένα άτομο μπορεί να θυμώσει εναντίον κάποιο συγκεκριμένου προσώπου ή ακόμα και λόγω μιας κατάστασης. Κατ’ επέκταση, το συναίσθημα του θυμού εκδηλώνεται φυσικά/ενστικτωδώς με τη μορφή επιθετικής στάσης. Άλλωστε ο θυμός συνιστά μια ‘αντίδραση’ φυσική απέναντι σε κάποια μορφή απειλής· χαρακτηρίζεται από επιθετικά- κατά κύριο λόγο- συναισθήματα και κινητοποιητικά, ώστε να μας καθιστά ικανούς να αμυνθούμε και να υπερασπιστούμε τον αυτό μας ποικιλοτρόπως. Ελεγχόμενη και μικρή ένταση θυμού είναι, κατά κάποιον τρόπο, απαραίτητη στη ζωή του ατόμου.
Σαφώς αυτό δε σημαίνει ότι δικαιολογούνται οι εκρήξεις θυμού και οι επιθετικές τάσεις απέναντι στους ανθρώπους ή σε ό,τι μας δημιουργεί κάποια ενόχληση. Στις περιπτώσεις αυτές επιστρατεύονται η λογική, η ψυχραιμία και η διπλωματική αντιμετώπιση του κάθε ζητήματος, ώστε να τοποθετούμε όρια στον εαυτό μας και στα συναισθήματα μας (στον τρόπο που τα εκδηλώνουμε δηλαδή) γενικότερα. Στη συνέχεια θα γίνει λόγος για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τα θυμωμένα συναισθήματά μας.
Πιο αναλυτικά, οι άνθρωποι αξιοποιούν κάποια συνειδητά και ασυνείδητα στάδια αντιμετώπισης. Για την ακρίβεια, υπάρχουν τρείς συγκεκριμένες διαδικασίες, η έκφραση, η καταστολή και η ηρεμία. Χρειάζεται να αναγνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίον αντιδρούμε και εκφραζόμαστε, έτσι ώστε να εκφραζόμαστε χωρίς να πληγώνουμε τους άλλους και χωρίς να καλλιεργούμε στους άλλους το συναίσθημα της αντιπάθειας προς το πρόσωπό μας. Με τον τρόπο αυτό σεβόμαστε και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Συνεχίζοντας, ένα ακόμα στάδιο του θυμού είναι η καταστολή του και η μεταβολή του προς μια θετική κατεύθυνση. Η κατάσταση αυτή δημιουργείται ο άνθρωπος προσπαθεί να συγκρατήσει/περιορίσει το συναίσθημα του θυμού και δεν εστιάζει τη σκέψη του γύρω από αυτό το συναίσθημα αλλά κάπου θετικά. Ουσιαστικά σκοπός της τακτικής αυτής είναι να περιοριστεί ο θυμός και να μετουσιωθεί σε παραγωγική συμπεριφορά. Να τονιστεί εδώ πως το συναίσθημα που δεν εκτονώνεται αλλά και δεν ‘μεταβάλλεται’ σε κάτι άλλο μπορεί να εσωτερικευθεί και να προκαλέσει σταδιακά υψηλή πίεση, υπερένταση και τάσεις κατάθλιψης· άλλωστε όσα δε λέει το στόμα τα λέει το σώμα.
Ο θυμός που δεν εκφράζεται δεν επιφέρει υγιή αποτελέσματα. Απεναντίας οδηγεί καθαρά σε μεμονωμένες εκρήξεις επιθετικότητας, παθολογικές αντιδράσεις, κυνική αντιμετώπιση και μόνιμη εχθρική στάση. Υπάρχει παραγωγικός/εποικοδομητικός τρόπος έκφρασης του θυμού και οι άνθρωποι που δεν έχουν μάθει τον τρόπο αυτόν χαρακτηρίζονται από νευρικότητα και τάσεις κατάκρισης προς πάσα κατεύθυνση. Φυσικά καταλαβαίνει κανείς πως τέτοιου είδους συμπεριφορές δημιουργούν σθεναρά εμπόδια για τη δημιουργία ανθρωπίνων σχέσεων.
Όσον αφορά στην ηρεμία, στην περίπτωση αυτή δεν παρατηρείται μονάχα η ελεγχόμενη εξωτερική συμπεριφορά, αλλά και ο έλεγχος των εσωτερικών απαιτήσεων του ανθρώπου, διότι από τη στιγμή που προλαμβάνουμε/φροντίζουμε το ρυθμό των καρδιακών κτύπων συγχρόνως παρέχουμε ηρεμία στον οργανισμό μας και περιθωριοποιείται η ένταση.
Μας κάνει καλό η ‘εκτόνωση’ του θυμού;
Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, στην κοινή γνώμη επικρατεί μια εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με αυτό. Συμβαίνει συχνά αρκετοί να χρησιμοποιούν τη ‘θεωρία’ αυτή με σκοπό να πληγώσουν τους άλλους έχοντας ‘άλλοθι’. Οι μελέτες έχουν καταστήσει σαφές πως όταν ο άνθρωπος αφήνεται έρμαιο του θυμού βαθμιαία οδηγείται σε μεγαλύτερης έντασης θυμό, επιθετικότητα και ανικανότητα διαχείρισης αυτού. Το σημαντικό και συγχρόνως πιο λειτουργικό είναι να εντοπίσουμε τι είναι αυτό που ξυπνάει το θυμό και με άξονα αυτό να δημιουργήσουμε τακτικές ώστε να σταματήσουμε τις αιτίες που ξυπνούν το θυμό.
Είναι βέβαιο πως η διαδικασία περιορισμού και απομάκρυνσης του θυμού δεν είναι διόλου εύκολη ούτε γρήγορη υπόθεση. Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν ορισμένοι τρόποι που μπορούν να αποσυμπιέσουν το αρχικό συναίσθημα ώστε να μην εξελιχθεί μεγαλύτερης έντασης. Πρώτα απ’ όλα, μια άμεση αντίδραση είναι να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε.
Για παράδειγμα, οι θυμωμένοι άνθρωποι έχουν τάσεις να βρίζουν, να χρησιμοποιούν γενικώς άσχημες και απρεπείς εκφράσεις άνευ λόγου και να μιλούν γενικώς έντονα. Στη φάση αυτή, η προσπάθεια έγκειται στην αντικατάσταση των υπαρχουσών σκέψεων με πιο λογικές. Δηλαδή, αντί κάποιος να πει: «η κατάσταση είναι απαίσια, όλα έχουν χαλάσει», μπορεί να πει «υπάρχει μια σοβαρή κατάσταση, αλλά θα την αντιμετωπίσω ψύχραιμα». Επιπλέον, μια παγίδα που δεν φαίνεται ως τέτοια είναι η καθημερινή χρήση λέξεων όπως «πάντα», «ποτέ», «καθόλου». Τέτοιους είδους λέξεις ενσωματωμένες σε εκφράσεις συνιστούν ανακρίβειες και υπερβολές, και ουσιαστικά ‘δικαιολογούν’ το ανεπιθύμητο συναίσθημα.
Τέλος, η εξαγωγή βιαστικών συμπερασμάτων και η μη ελεγχόμενη αυτοματοποιημένη δυσλειτουργική έκφραση και αντιμετώπιση είναι βασικά χαρακτηριστικά του θυμωμένου ανθρώπου. Το βασικότερο πράγμα που πρέπει κάνουμε όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση θυμού είναι να ηρεμήσουμε αρχικά και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να πάρει το χρόνου του για να σκεφτεί με νηφαλιότητα. Έτσι, και οι κινήσεις μας θα είναι πιο λειτουργικές και οι απαντήσεις μας πιο ελεγχόμενες.
Σε κάθε περίπτωση, όταν παρατηρήσουμε στο εαυτό μας την έλλειψη ελέγχου πάνω στο συναίσθημα του θυμού και στις εκδηλώσεις του, είναι πολύ σημαντικό να μην αδιαφορήσουμε συστηματικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου